Κλιμακώνουν τις κινητοποιήσεις τους οι αγρότες με μπλόκα σε διάφορες περιοχές της χώρας. Τα μέτρα στήριξης που ανακοίνωσε η κυβέρνηση δεν φαίνεται να πείθουν τους αγροτικούς συλλόγους που δηλώνουν αποφασισμένοι να συνεχίσουν τον αγώνα. Την ερχόμενη εβδομάδα αναμένεται η συνάντηση εκπροσώπων των μπλόκων με τον πρωθυπουργό, ενώ χθες Παρασκευή συνεδρίασε το πανελλαδικό συντονιστικό με συμμετοχή αγροτών και κτηνοτρόφων από την Κ. Μακεδονία, τη Θεσσαλία και άλλες περιοχές. Στην κυβέρνηση συνεχίζεται η διγλωσσία, από τη μία μεγάλα λόγια για ενισχύσεις εκατομμυρίων και διάλογο, από την άλλη δεσμεύσεις για ψίχουλα και επιπλέον μέτρα… από Σεπτέμβρη.
Ήδη πολλοί αγρότες κάνουν λόγο για κοροϊδία, αποκαλύπτοντας πως οι εξαγγελίες της κυβέρνησης δεν αρκούν για να καλύψουν τις ανάγκες που δημιουργεί το αυξημένο κόστος παραγωγής και οι μεγάλες καταστροφές στη Θεσσαλία και αλλού – πόσο μάλιστα να «θεραπεύσουν» πάγια προβλήματα του αγροτικού κόσμου. Πράγματι η δέσμη των 5+1 μέτρων που ανακοίνωσε η κυβέρνηση ουσιαστικά αφορά την επιστροφή του ειδικού φόρου κατανάλωσης στο αγροτικό πετρέλαιο, με πρόσθετη έκπτωση 10% στο αγροτικό ρεύμα, τη δυνατότητα ρύθμισης παλιότερων χρεών, καθώς και ένα πρόγραμμα για εγκατάσταση φωτοβολταϊκών στο χωράφι (κι άλλη πράσινη μπίζνα). Τα παραπάνω για πολλούς αγρότες σημαίνουν αδυναμία παραγωγής και εγκατάλειψη του επαγγέλματος.
Κοινωνική αντιπολίτευση
Η κυβερνητική τακτική αποσκοπεί στο να καταλαγιάσει η φασαρία από τα μπλόκα. Προβάλουν στα ΜΜΕ τα εκατομμύρια που θα δοθούν για κάθε μέτρο –χωρίς να εξηγούν τι θα φτάσει στο τέλος στον παραγωγό–, αποσιωπούν τα γενικότερα αιτήματα που αφορούν την ΚΑΠ και την οργάνωση της παραγωγής, παρουσιάζουν τα προβλήματα των Θεσσαλών παραγωγών για να συγκαλύψουν την ανάγκη ενίσχυσης των άλλων παραγωγών (διαίρει και βασίλευε). Ενώ παράλληλα ενεργοποιούν στο μέγιστο τα κομματικά δίκτυα για να κρατήσουν χαμηλούς τόνους οι γαλάζιοι αγρότες (βλέπε απουσία κινητοποιήσεων στην Κρήτη που είναι η έδρα του υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, Λ. Αυγενάκη, κ.α.). Άλλωστε τόσο ο υπουργός Επικρατείας κ. Βορίδης όσο και ο αρμόδιος υπουργός Λ. Αυγενάκης δηλώνουν πως διάλογος μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο με ανοιχτούς τους δρόμους.
Οι αγρότες όμως κρατάνε μικρό καλάθι και επιμένουν να προσέλθουν στον όποιο διάλογο με αναμμένες τις μηχανές των τρακτέρ. Παράλληλα υπάρχουν σκέψεις ακόμη και για κάθοδό τους στην Αθήνα, αν δεν γίνουν δεκτά τα βασικά αιτήματά τους. Τα αιτήματά τους πέρα από τα άμεσα οικονομικά μέτρα (αποζημιώσεις χαμένου εισοδήματος από καταστροφές, αφορολόγητο πετρέλαιο και πλαφόν στο ρεύμα κ.ά.) περιλαμβάνουν και τις προτάσεις που αφορούν μέτρα ελέγχων στις εισαγωγές και τις «ελληνοποιήσεις» προϊόντων αγροτικής, κτηνοτροφικής και μελισσοκομικής παραγωγής, τη διασφάλιση τιμών πώλησης που να καλύπτουν τις βιοποριστικές και καλλιεργητικές ανάγκες και τα έργα υποδομής (π.χ. αντιπλημμυρική προστασία) που να θωρακίζουν τη χώρα από φυσικές καταστροφές.
Η οργή που υπάρχει στον αγροτικό κόσμο μοιάζει δύσκολο να τιθασευτεί χωρίς πολιτικό κόστος για την κυβέρνηση. Γίνεται κατανοητό στον κόσμο της παραγωγής ότι το υπάρχον μοντέλο είναι αδιέξοδο. Γίνεται επίσης κατανοητό ότι όσα προτείνονται ως λύσεις (με τον μανδύα της πράσινης και της αειφόρου ανάπτυξης) οδηγούν τον αγροτικό κόσμο σε εξόντωση, αφού αποδυναμώνουν τον ρόλο του αγρότη στην παραγωγή προς όφελος των μεγάλων πολυεθνικών (που έχουν τη δυνατότητα να προσαρμόζονται). Αποτελεί ζητούμενο τα αμυντικά χαρακτηριστικά του αγροτικού αγώνα –αυτά που κάποιοι κατηγορούν ως δύναμη αδράνειας στην πρόοδο– να συνδεθούν με ένα νέο παραγωγικό όραμα. Τέτοιο που θα μπορεί να δώσει ζωή σε νέα συνεργατικά παραγωγικά εγχειρήματα που θα είναι ανοιχτά στη δημιουργική ενσωμάτωση καινοτόμων πρακτικών, που θα είναι ανθεκτικά στις διεθνείς πιέσεις, που θα είναι εξωστρεφή αλλά και ριζωμένα με τον τόπο και τις ανάγκες του και θυα είναι ικανά να αποτελέσουν ένα εθνικό παραγωγικό αντιπαράδειγμα. Η ύπαρξη μιας νέας γενιάς παραγωγών, χωρίς τις δεσμεύσεις (πολιτικές, οικονομικές κ.ά.) προηγούμενων χρόνων, αφήνει ανοιχτή αυτή τη δυνατότητα που μπλοκάρεται (ή και χτυπιέται ενεργά) από την ανυπαρξία πολιτικής βούλησης και εθνικού σχεδιασμού.
Πανευρωπαϊκό κύμα
Το σίγουρο είναι ότι δεν τρελάθηκαν σε όλη την Ευρώπη οι αγρότες και οι κτηνοτρόφοι. Στην Ιταλία τα τρακτέρ πολιορκούν τη Ρώμη, στη Γερμανία συνεχίζουν εδώ και εβδομάδες τα μπλόκα ενώ στη Γαλλία οδηγούν τον Μακρόν σε υποχωρήσεις. Κάτι δείχνει αυτό το πανευρωπαϊκό κύμα που πάει πέρα από το ετήσιο ραντεβού των αγροτών στα μπλόκα του Γενάρη, από τις επιδοτήσεις ή τις αποζημιώσεις του ΕΛΓΑ. Ο αγροτικός κόσμος, ο κόσμος της πραγματικής παραγωγής βλέπει τη ζωή του να συμπιέζεται από την εξέλιξη των πραγμάτων, βλέπει την «πράσινη» και ψηφιακή μετάβαση ως απειλή για την ίδια του την ύπαρξη. Πράγματι η ευρωπαϊκή αγροτική πολιτική (όπως εκφράζεται μέσα από τις ΚΑΠ αλλά και τις εκάστοτε εθνικές πολιτικές) ευνοεί την εισαγωγή φθηνών αγροτικών προϊόντων από τρίτες χώρες (βλέπε Ουκρανία, Τουρκία), εκτοξεύει ανεξέλεγκτα το κόστος παραγωγής (ενεργειακή κρίση), αφήνει απροστάτευτους τους παραγωγούς στα καρτέλ των μεσαζόντων (που θησαυρίζουν στις πλάτες παραγωγών και καταναλωτών), αφαιρεί τον έλεγχο της παραγωγής από τον αγρότη άλλοτε ευνοώντας τη συγκέντρωση των εκτάσεων στα χέρια ολίγων (νέων γαιοκτημόνων) και άλλοτε υποτάσσοντας τους μικρούς και μεσαίους καλλιεργητές στις πολυεθνικές των τροφίμων – που ελέγχουν τους σπόρους, τα φάρμακα, τις μεθόδους και τη διανομή των αγροτικών προϊόντων.
Η «πράσινη» και ψηφιακή μετάβαση σημαίνει απόρριψη της υπαίθρου, απόρριψη των ανθρώπων της περιφέρειας. Το έχουν δηλώσει ξεκάθαρα «όποιος δεν προσαρμόζεται, πεθαίνει». Τα πειράματα και οι ανάγκες του κεφαλαίου βαφτίζονται φυσικοί νόμοι –κι ας έχουν οδηγήσει τον πλανήτη σε μια καθολική κρίση και σε πολλαπλά αδιέξοδα– τινάζοντας στον αέρα την όποια κοινωνική συνοχή. Πράγματι, το ρήγμα μεταξύ των σχεδιασμών των ελίτ και των πραγματικών ανθρώπων, στις πραγματικές κοινωνίες, στην πραγματική παραγωγή, τόσο στις παρυφές των μητροπόλεων όσο και στις ζώνες απόρριψης στην περιφέρεια, φαντάζει όλοενα και πιο αγεφύρωτο.