Το πολιτικό ισοζύγιο της απόφασης του Eurogroup βγάζει μικρά, προσωρινά πλεονάσματα για τους «παίκτες» και αφήνει αβυσσαλέα ελλείμματα για την ελληνική οικονομία και κοινωνία
«Το τελικό αποτέλεσμα της απόφασης της Τετάρτης, δεν είναι άφεση χρέους για την Ελλάδα, είναι η αρχή του υποβιβασμού της χώρας στην κατάσταση ενός χρόνιου μισο-ξεχασμένου προβλήματος. Όπως ένας εγκεφαλικά νεκρός και διασωληνωμένος συγγενής σε κάποιο νοσοκομείο, η Ελλάδα θα συνεχίσει μετά βίας να αναπνέει διότι κανείς δεν θέλει να τραβήξει την πρίζα, αλλά ούτε νοιάζεται να επιχειρηματολογήσει για θεραπείες στο προσκέφαλο του ασθενή». Μ’ αυτόν τον γλαφυρό τρόπο αποτιμά τη συμφωνία του Eurogroup ο Leonid Bershidsky του Bloomberg. Αν και προέρχεται από την ίδια νεοφιλελεύθερη δεξαμενή σκέψης που έχει «γεννήσει» την ηγεσία της Ευρωζώνης, τους ευρωκράτες και τους τεχνοκράτες του ΔΝΤ, αποτυπώνει με ζοφερό ρεαλισμό την αλήθεια που αποκρύπτουν οι απολογισμοί για τις «νίκες», τις «ήττες» και τους «συμβιβασμούς» της απόφασης: το Eurogroup φλυαρεί για τη «μεταρρυθμιστική» πειθαρχία της κυβέρνησης και για τεχνικές «εξομάλυνσης» του χρέους, αλλά δεν λέει λέξη για το πώς και πότε θα αναταχθεί μια οικονομία κατεστραμμένη, που την ελάχιστη ικμάδα που της απομένει την εξαντλεί στην εξυπηρέτηση του χρέους.
Κάτι ανάλογο υπαινισσόταν το ΔΝΤ, στην έκθεση βιωσιμότητας του χρέους που έδωσε στη δημοσιότητα παραμονή του Eurogroup: πίσω από τους δεκάδες πίνακες, γραφήματα και στοιχεία της κρυβόταν το σχόλιο ότι μια οικονομία που θα φτάσει σε δυο δεκαετίες να δίνει το 60% του ΑΕΠ της στην εξυπηρέτηση του χρέους δεν έχει καμιά προοπτική επιβίωσης, ακόμη κι αν γίνει η απόλυτη νεοφιλελεύθερη «ουτοπία».
Ο «τριγωνικός» συμβιβασμός
Οι περισσότεροι έχουν ήδη αντιληφθεί ότι η κατ’ αρχήν συμφωνία στο Eurogroup είναι ένας «τριγωνικός» συμβιβασμός μεταξύ ΔΝΤ, γερμανικής κυβέρνησης και ευρωπαϊκού «Ιερατείου». Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ δεν ήταν μέρος της συναλλαγής, αλλά εκπροσωπούμενη κυρίως από τον τρίτο του «τριγώνου», περιλαμβάνεται στους έμμεσα ωφελούμενους.
Η γερμανική ηγεσία και ο Σόιμπλε πέτυχε τους τρεις βασικούς στόχους του: ρητή αποκήρυξη του κουρέματος, μετάθεση της όποιας ουσιαστικής παρέμβασης στο χρέος στο μέλλον και (ρητορική προς το παρόν) παραμονή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα. Επί της ουσίας, κέρδισε τον κρίσιμο χρόνο μέχρι τις γερμανικές εκλογές του Σεπτεμβρίου 2017.
Το ΔΝΤ απέσπασε μια (ασαφή και όχι ρητή) αποδοχή των κριτηρίων του για το μη βιώσιμο χρέος, μια τυπική εκκίνηση της «εξομάλυνσής» του εντός του μνημονίου και μια αόριστη υπόσχεση για μόνιμο μηχανισμό «διόρθωσης» στο μέλλον. Το βασικό κέρδος του, ωστόσο, είναι οι 7 γεμάτοι μήνες για μια νέα έκθεση βιωσιμότητας χρέους, βάσει της οποίας θα αποφασίσει αν θα μείνει ως δανειστής στο 3ο Μνημόνιο. Επομένως, κρατά ανοικτό και το παράθυρο εξόδου.
Οι θεσμοί και οι άνθρωποι που συνθέτουν το ευρωπαϊκό «Ιερατείο» -ο Ντάισελμπλουμ, ο ESM και η Κομισιόν- κέρδισαν τα εύσημα αφενός των πολύ αποτελεσματικών «παιδαγωγών» της ελληνικής κυβέρνησης, αφετέρου των επιδέξιων διαπραγματευτών που διασώζουν τις ισορροπίες επιβίωσης της συνοχής της Ευρωζώνης. Κέρδισαν κι αυτοί τον κρίσιμο πολιτικό χρόνο που απαιτείται για να μη συμπέσει μια ακόμη ελληνική εκκρεμότητα με το βρετανικό δημοψήφισμα της 23/6.
Μάχη ερμηνείας και «διορθώσεις»
Βεβαίως, οι πρώτες αντιδράσεις των πρωταγωνιστών της συμφωνίας, πριν καν στεγνώσει η μελάνη των υπογραφών τους, παραπέμπουν περισσότερο σε «ανακωχή» ανοικτή σε παραβιάσεις, παρά σε συμβιβασμό. Αξιωματούχος το ΔΝΤ ξεκίνησε τον πόλεμο της ερμηνείας απαιτώντας ποσοτικοποίηση της συμφωνίας και βιώσιμο χρέος -με τα κριτήρια του Ταμείου- μέχρι το 2018. «Εμμένουμε σε κάθε γράμμα της συμφωνίας», απάντησε εκπρόσωπος της Κομισιόν, ενώ ο Σόιμπλε επέμεινε στον υποθετικό χαρακτήρα της μελλοντικής ελάφρυνσης.
Παρά τις γκρίζες ζώνες της συμφωνίας, η κυβέρνηση αντλεί το σαφές όφελος μιας σχετικής σταθεροποίησης τουλάχιστον για τους επόμενους μήνες. Η διάρκειά αυτής της σταθεροποίησης μπορεί να παραταθεί αρκετά και μέσα στο 2017, αν δεν διαταραχθεί δραματικά ο «τριγωνικός» συμβιβασμός μεταξύ των δανειστών κι αν η ίδια η κυβέρνηση δεν συναντήσει σημαντικές πολιτικές και κοινωνικές αντιστάσεις. Προς το παρόν, βεβαίως, έχει να αντιμετωπίσει την εξευτελιστική διαδικασία «διόρθωσης» των μόλις ψηφισμένων μέτρων, σύμφωνα με τα νέα προαπαιτούμενα που έθεσαν οι δανειστές. Τα οποία κάθε άλλο παρά ανώδυνα και «τεχνικά» είναι: α) η αναδρομική επιστροφή του ΕΚΑΣ από εκατοντάδες χιλιάδες «μη δικαιούχους», β) η πώληση δανείων με εγγύηση του Δημοσίου που φτάνουν τα 14 δισ. ιδιώτες, δήμους και ΔΕΚΟ, γ) το ακαταδίωκτο των μελών του Δ.Σ. του υπερταμείου αποκρατικοποιήσεων, δ) η εντός Ιουνίου παράδοση του Ελληνικού στη Lamda και ε) η δημοσιονομική αποδυνάμωση της ολίγων ημερών πρωθυπουργικής εξαγγελίας για το Ταμείο Κοινωνικής Αλληλεγγύης.
Αμφιλεγόμενα ευεργετήματα
Η κυβέρνηση επιχειρεί να κλείσει όπως-όπως τα μέτωπα αυτά, ακόμη και με Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου, μέχρι την 1/6 προσδοκώντας όχι μόνο να διασφαλίσει την εκταμίευση της δόσης εντός του Ιουνίου, αλλά και να αποσπάσει ευνοϊκή απόφαση της ΕΚΤ, ακόμη και την επόμενη εβδομάδα, για την επαναφορά του waiver, δηλαδή της δυνατότητας της ΕΚΤ να αποδέχεται ελληνικά ομόλογα ως ενέχυρα (περίπου 15 δισ.) για φθηνότερο δανεισμό των τραπεζών. Αυτό προβάλλεται ως άμεση ένεση ρευστότητας, αλλά στην πραγματικότητα απλώς θα βελτιώσει την κερδοφορία των τραπεζών.
Στα άμεσα οφέλη προβάλλεται, επίσης, τα περίπου 3,6 δισ. που θα πέσουν -κατά την κυβέρνηση- στην οικονομία μέσω της εξόφλησης ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου προς προμηθευτές, αν και το πιθανότερο είναι ότι στο μεγαλύτερο μέρος τους θα κατευθυνθούν στην εξόφληση δικών τους οφειλών προς τις τράπεζες.
Ασαφή είναι τα οφέλη που θα προκύψουν από τα άμεσα μέτρα «εξομάλυνσης» του χρέους, με αντικατάσταση δανείων της περιόδου μέχρι το 2018 από άλλα με μικρότερο επιτόκιο ή μεγαλύτερη διάρκεια. Τα περίφημα κέρδη των κεντρικών τραπεζών από τα ελληνικά ομόλογα, ύψους 10 δισ., δεν αναμένονται πριν από το 2018.
Ο «θησαυρός» του QE
Έτσι, από όλα τα ευεργετήματα της συμφωνίας το πιο πολλά υποσχόμενο απομένει η ένταξη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ. Ο «θησαυρός», ωστόσο, μπορεί να αποδειχθεί άνθρακες, για δυο κυρίως λόγους:
Πρώτον, γιατί είναι άγνωστο πότε η ΕΚΤ θα πάρει τη σχετική απόφαση, η οποία προϋποθέτει ξεχωριστή αξιολόγηση χρέους. Υπάρχει μια ευκαιρία γι’ αυτό μέχρι τον Οκτώβριο που ξεκινάει η δεύτερη αξιολόγηση (στη διάρκεια της οποίας «παγώνει» η συμμετοχή στο QE με βάση τους κανόνες της ΕΚΤ). Αν παρέλθει άπρακτη, η ελληνική συμμετοχή στην ποσοτική χαλάρωση αναμένεται προς το τέλος του 2016 ή αρχές του 2017, για τους λίγους μήνες μέχρι να λήξει το πρόγραμμα.
Δεύτερον, τα ομόλογα που μπορεί να ενταχθούν στο QE δεν υπερβαίνουν τα 7-8 δισ. Κι αυτό γιατί η ΕΚΤ έχει ήδη στο χαρτοφυλάκιό της το 25% του εμπορεύσιμου ελληνικού χρέους, με πλαφόν το 33%. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η ελληνική συμμετοχή στο QE θα διαρκέσει μόλις τρεις μήνες, εκτός αν η Φρανκφούρτη επιλέξει να αγοράσει το ίδιο ποσό σε μικρότερες δόσεις. Το αποτέλεσμα θα είναι ότι από ένα γιγάντιο πρόγραμμα έμμεσης αναδιάρθρωσης χρέους της Ευρωζώνης, ύψους 1,5 τρισ., το πιο υπερχρεωμένο μέλος της θα έχει ωφεληθεί μόλις με το 0,5%.
Αυτά τα στοιχεία αποτελούν την πρώτη ύλη του success story που επιχειρούν να συνθέσουν κυβέρνηση και δανειστές, με όρους που θυμίζουν πολύ την αντίστοιχη «ιστορία επιτυχίας» Σαμαρά, με τη γνωστή κατάληξη. Και success story μπορεί να υπάρξει, με την έννοια της κυβερνητικής επιβίωσης μεσοπρόθεσμα και της σταθεροποίησης των τραπεζών. Αλλά δεν υπάρχει καμιά σοβαρή ένδειξη και κυρίως πηγή ανάταξης της οικονομίας και της κοινωνίας. Μόνο συντήρηση στη διασωλήνωση.
Σκίτσο: Άνοιξαν οι στρόφιγγες του Β.Παπαβασιλείου