Το περασμένο Σάββατο πέθανε σε ηλικία 79 ετών ο Περικλής Κοροβέσης. Η συντακτική επιτροπή του Δρόμου, εκφράζει τα θερμά συλλυπητήριά της στην οικογένεια και τους οικείους του.
Ο Κοροβέσης ήταν ένας άνθρωπος ιδιαίτερος, ο οποίος «μίλησε» με πολλούς τρόπους στην ελληνική κοινωνία αλλά και αγαπήθηκε για διαφορετικούς λόγους από τον κόσμο της αριστεράς και ευρύτερα των αγώνων, από μικρότερους και μεγαλύτερους σε ηλικία. Πολλά γράφτηκαν γι’ αυτόν, πράγμα που καταμαρτυρά τις σχέσεις που ανέπτυξε και τον τρόπο που επέδρασε σε ανθρώπους, παρέες, πολιτικούς χώρους. Για ακόμα μια φορά όμως, τόσο η «αγιοποίηση» όσο και η «επιλεκτικότητα» στις αναδρομές γι’ αυτούς που φεύγουν, λειτουργεί σαν λογοκρισία σε όσα οι ίδιοι έθεσαν με τις απόψεις και τη στάση τους.
Για το λόγο αυτό, επιλέξαμε από τη μεριά μας, να αναδημοσιεύσουμε αποσπάσματα από τη συνέντευξη που μας παραχώρησε το Δεκέμβρη του 2017, στους Σταμάτη Μαυροειδή και Μιχάλη Σιάχο. Το δεύτερο κείμενο αυτού του μικρού αφιερώματος, είναι μια παλαιότερη βιβλιοκριτική του Γιάννη Σχίζα για το βιβλίο του Περικλή Κοροβέση «Γύρω από το νησί η θάλασσα» που κυκλοφόρησε το 2008.
* * * * *
«Με μια φράση αριστερός είναι αυτός που συμπονάει τους άλλους κι αυτός που μετέχει στον πόνο των άλλων»
Αντί να βλέπουμε την κοινωνία και να την αναλύουμε για να δούμε τι θα κάνουμε, βλέπαμε την ιδεολογία, κι αυτό κατά κάποιο τρόπο προσομοίαζε σε θεολογικό φαινόμενο: Να κρατήσουμε την ιδεολογική πίστη. Η συλλογικότητα είναι μέσα στη φύση του ανθρώπου και στο σημείο που ο άνθρωπος φεύγει από τη συλλογικότητα και αδρανεί γίνεται ο καλύτερος σύμμαχος της καταπίεσης. Οι τύραννοι φοβούνται τον ενεργό πολίτη. Το λέει κι ο Μπρέχτ: «Αν δεν υπήρχα εγώ οι τύραννοι θα κοιμόντουσαν καλύτερα».
Ένας που ξέρει το Κομμουνιστικό Μανιφέστο απ’ έξω, δεν σημαίνει ότι είναι και αριστερός. Αριστερός είναι μια άλλη συνείδηση, μια άλλη ζωή μια άλλη αντιμετώπιση. Είναι άλλος άνθρωπος. Εγώ βλέπω την ενότητα από την άλλη πλευρά, από την πλευρά της κοινωνίας. Υπάρχουν χιλιάδες εναλλακτικές κινήσεις και μορφές συλλογικότητας που δεν έχουν την έννοια της πολιτικής πρωτοπορίας, αλλά την έννοια της κοινωνικής αντίστασης. Πιστεύω ότι όλες αυτές θα αναπτυχθούν και κάποτε θα συντονιστούν. Η αλλαγή θα έρθει από τα κάτω, δεν γίνεται αλλιώτικα.
Εδώ έχω μια μόνιμη διαφωνία με τους αναρχικούς -κατά τα άλλα συμφωνώ- ότι μας χρειάζεται πολιτικός φορέας. Χωρίς πολιτικό φορέα να οργανώσει και να στελεχώσει αυτό το κίνημα, το κίνημα εξατμίζεται. Είδαμε τι έγινε με την αραβική άνοιξη. Το θέμα είναι το στέλεχος το οποίο θα μπει στο μαζικό κίνημα να απελευθερώσει τις δυνατότητές του και όχι να τον κάνει οπαδό του. Εκεί είναι η διαφορά και αυτό είναι το δύσκολο. Γιατί συνήθως οι άνθρωποι όταν μιλάνε σε δέκα κορδώνονται ότι κάτι έγινε. Θα κάνω μια παρομοίωση με τον Χριστιανισμό, διότι κάτι που δεν έχει μελετηθεί αρκετά είναι η σχέση Χριστιανισμού κομμουνισμού και επαναστατικών κινημάτων. Άλλο ο μητροπολίτης που είναι σε εντολή του αυτοκράτορα και άλλο ο μοναχός που απελευθερώνει ανθρώπους χωρίς να έχει καμιά εξουσία, ερμηνεύοντας τον Χριστό σαν επαναστάτη. Για μένα χρειάζεται πολιτική οργάνωση, η οποία δεν θα είναι ηγεσία, αλλά θα δίνει τη γνώση και τη σοφία που δυστυχώς κατέχουν μόνο οι διανοούμενοι.
Για μένα αριστερός είναι αυτός που δίνει αξία στο λόγο και όχι στο χρήμα και δεσμεύεται. Τον δεσμεύει ο λόγος του. Όταν εγώ θα πω ότι η Μάνδρα είναι πολιτικό πρόβλημα και πάω στη Μάνδρα, δεν είναι μόνο η λύπη που έχω για τους ανθρώπους, είναι και το σώμα μου που μπαίνει μέσα. Οπότε με μια φράση αριστερός είναι αυτός που συμπονάει τους άλλους κι αυτός που μετέχει στον πόνο των άλλων. Είναι εξοργιστικό το ότι πάνε στις δυστυχίες του κόσμου για να φωτογραφηθούν. Για να φανούν ότι πήγαν και να πούνε τρία στερεότυπα.
«Πρέπει να κάνουμε μια διάκριση στην αριστερά. Σε αυτούς που προσφέρουν και σ’ αυτούς που επωφελούνται»
Ένα από τα σοκ της ζωής μου είναι όταν ήμουν περίπου 8 χρονών και είδα κεφάλια ανταρτών κομμένα στην Πλατεία του Αργοστολιού. Και μετά, όταν συνάντησα ανθρώπους στη δεκαετία του ’50: Μακρονησιώτης, περιπτεράς ο ένας, μανάβης ο άλλος, που είχε στην πλάτη του πολλά χρόνια φυλακή… Κι έλεγα πώς όλοι αυτοί οι άνθρωποι το πήγανε μέχρι τα άκρα; Αυτό με ενέπνευσε, κι αυτό υποστηρίζω μέχρι σήμερα. Είδα ότι η ίδια εκμετάλλευση που υπάρχει στον καπιταλισμό υπάρχει και με τους γραφειοκράτες του κόμματος. Το θέμα αυτών των υπέροχων ανθρώπων παίρνουνε οι γραφειοκράτες για να το κάνουν αξίωμα και ούτε τους λυπούνται. Η Αριστερά ή θα είναι λαϊκή και θα εμπνεύσει τέτοιους ανθρώπους ή αλλιώτικα θα ’ναι μέρος του συστήματος, όπως κι έγινε στις μέρες μας. Άνθρωποι που εξεγείρονται από την ταπεινή κοινωνική τους θέση, αυτοί για μένα είναι επαναστάτες. Κι αν τους δοθεί και η δυνατότητα μπορούν να κάνουν και θαυμαστά πράγματα. Ο γραφειοκράτης έχει την αριστερά στην ίντριγκα, ο άλλος την έχει στην ψυχή του. Αυτοί μας χρειάζονται κι αυτοί υπάρχουν ακόμα και σήμερα –άσχετα αν δεν τους δόθηκε η δυνατότητα να το εκφράσουν. Γιατί εμένα με συγκινούν όλες αυτές οι ιστορίες; Διότι είναι ό,τι καλύτερο μπορεί να βγάλει η ανθρωπότητα. Δεν κάνουν καριέρα, δημιουργούν τον ανθρωπισμό σαν ένα θεμέλιο για την κοινωνία. Όλο παιχνίδι που παίζεται έχει να κάνει με μια ευτυχισμένη κοινωνία που να αυτοεξουσιάζεται, χωρίς αντιπροσώπους. Με τα λόγια του Πέτερ Βάις: «τι νόημα θα είχε αυτή η τεράστια ανταρσία αν δεν κατέληγε σε μια ευγενική και υπέροχη συνουσία; Οπότε στη συνουσία, με την κυριολεξία της λέξης, μετέχεις, όταν όμως κάνεις συνουσία δι’ αντιπροσώπου είσαι κερατάς. Μεταφορικά λοιπόν, μπορούμε ίσως να πούμε ότι οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ είναι κερατάδες…».
«Η ομάδα του Τσίπρα κατόρθωσε να εξαφανίσει την αριστερά»
Να το πω ευθαρσώς; Η αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ είναι η ταφόπετρα του κινήματος και θα πάρει πολλές δεκαετίες μέχρι να ξαναδιαμορφωθεί μια άλλη αριστερά. Αυτό που λέω είναι προκλητικό αλλά δεν πειράζει. Θα συνεχίσω όμως λέγοντας ότι ούτε η Κατοχική, ούτε η εμφυλιοπολεμική Ελλάδα μπόρεσε να καταστρέψει την αριστερά. Μετά τη συντριβή του ΚΚΕ, που ήταν και στρατιωτική και πολιτική, σε οχτώ χρόνια μέσα η ΕΔΑ έγινε αξιωματική αντιπολίτευση. Που σημαίνει ότι αυτός που κατόρθωσε να εξαφανίσει την αριστερά είναι η ομάδα του Τσίπρα στον ΣΥΡΙΖΑ. Γιατί εν προκειμένω, ο κόσμος είχε ποντάρει την ουτοπία και αντί γι’ αυτήν βγήκε μια δραματική απογοήτευση.
Όλα τα κόμματα στη Βουλή είναι ένα κόμμα με διάφορες φράξιες και το κάθε κόμμα χωριστά διαιρεμένο σε άλλες φράξιες, αλλά η εξουσία είναι η συγκολλητική ουσία -έχει τα οφέλη της απέναντι στους ανθρώπους που την υπηρετούν. Όποιος έχει κρατήσει τον εγωκεντρισμό του (που σε τελική ανάλυση εξουσία είναι και αυτός) κοιτάζει να βολευτεί. Και έτσι μπορούμε να εξηγήσουμε πώς άνθρωποι της αριστεράς αφομοιώθηκαν εύκολα, γιατί κατά την άποψή μου ποτέ στην ουσία δεν ήταν αριστεροί. Είναι άλλη η αριστερά του εμφυλίου πολέμου, άλλη η αριστερά της τηλεόρασης, έχει διαφορά, μην τα μπερδεύουμε. Είχανε μέσα τους την εξουσία και τώρα τους δίνεται αφορμή και την εκφράζουν.
Οπότε κάτι υπάρχει σε σχέση με την εξουσία. Εννοώ, ότι όταν η επανάσταση γίνεται εξουσία γίνεται αλληλέγγυα με την άλλη. Η εξουσία είναι ίδια όποια μορφή κι να πάρει. Απλά αλλάζει κουστούμι. Ο ΣΥΡΙΖΑ, βέβαια, είναι διαχειριστής της, ή μάλλον το γραφείο των δημοσίων σχέσεών της, η πραγματική εξουσία είναι αλλού: Είναι ο Μαρινάκης, ο Αλαφούζος, ο Βαρδινογιάννης, είναι τα Paradise Papers, τα κέντρα της Ευρώπης και της Αμερικής. Οι ΣΥΡΙΖΑίοι είναι οι κλητήρες που πρέπει να κάνουν τη δουλειά.
* * * *
Μου-λου, δηλαδή μαρξιστής-λιμπιντιστής
Περικλή Κοροβέση: «Γύρω από το νησί η θάλασσα», εκδόσεις Ποταμός, Αθήνα 2008
του Γιάννη Σχίζα
Ένα βιβλίο από ένα βουλευτή που στο παρελθόν θεωρήθηκε ύποπτος ως αρχηγός της 17 Νοέμβρη και του οποίου ο κεντρικός ήρωας εξομολογείται τη βαθιά επιθυμία ενός κορυφαίου επαναστατικού κατορθώματος όπως η απαγωγή του Καραμανλή του πρεσβύτερου, δεν είναι οπωσδήποτε κάτι το συνηθισμένο. Παρά την Σαββοπούλιον ρήσιν που επέχει πλέον θέση πραγματοποιημένης προφητείας (τα όνειρά σου μην τα λες –γιατί μια νύχτα κρύα– μπορεί και οι Φροϋδιστές–να ρθούν στην εξουσία) ο Περικλής Κοροβέσης σκιαγραφεί τη συγκεκριμένη απαγωγή παρουσιάζοντας τον αείμνηστο αρχηγό της επάρατης ως διακατεχόμενο από πατρικά και συμβουλευτικά σύνδρομα. Η ονειροφαντασία όμως αυτή –με την ευγενική χορηγία ενός μπουκαλιού ουίσκι– αν και θυμίζει αμυδρά το ανέκδοτο με το γρύλο δεν τελειώνει με την γνωστή απόφανση «δεν μας χέ… εσύ και η εξουσία, ρε Καραμανλή». Ως έκφραση των οιδιπόδειων συλλογισμών και πρακτικών του συγγραφέα, στο προσκήνιο προβάλλει ο παλαιοκομμουνιστικών αρχών πατέρας για να καταγγείλει την όλη υπόθεση ως προβοκάτσια της CIA και για να νουθετήσει τον ξεστρατισμένο υιό κατά τον πλέον αντιαυταρχικό τρόπο, δηλαδή με μπουνιές, κλοτσιές, φτυσιές και καλολογικά στοιχεία του τύπου «αλήτη» και «τσόγλανε». Τότε ο ήρωας του Κοροβέση σκοτώνει τον παλαιοκομμουνιστή πατέρα του, υπό την απόλυτον συναίνεσιν του παλαιοδεξιού πολιτικού!
Αυτά και άλλα πολλά διαδραματίζονται σε ένα μυθιστόρημα «γκαγκάν» (*) άλλά όχι παιδαριώδες, σαρκαστικό προς πάσα κατεύθυνση, αλλά πρωτίστως αυτοσαρκαστικό. Ο Κοροβέσης των αρχών της δεκαετίας του 1980 δηλώνει εμμέσως αλλά σαφώς μια κατάσταση ελευθεριότητας, όπου τα «παιδία» έπαιζαν με τις καριέρες και τους ταξιδιωτικούς προορισμούς, εγκαταλείποντας σπουδές και καψουρευόμενα αδιαλείπτως και ποικιλοτρόπως. Όπου τα «παιδία» μπορούσαν να εκτρέφουν μια παρατεταμένη παιδικότητα και ελευθεριότητα αντί να υπεισέρχονται πρώιμα στη σφαίρα του γραβατοφόρου καριερισμού, σωρεύοντας πτυχία επί πτυχίων για μια αμφίβολη θέση στον ήλιο της επιτυχίας.
Από σεξουαλική άποψη το μυθιστόρημα είναι «ολικής αλέσεως», με ετερο-ομο-αυνανιστο-αιμο-μικτικές καταστάσεις, με σπερματέγχυση επί σωμάτων αλλά και επί παφλαζόντων υδάτων (!), με απογοητεύσεις και γνήσια συναισθήματα αλλά και στρατηγικά εφευρήματα στο αιώνιο ερωτικό παιχνίδι. Κάποτε θυμίζει το Τζιμυπανουσικόν πόνημα «Το κυνήγι της γκόμενας», αν και ο εκ πρώτης όψεως γκομενοθηρικός χαρακτήρ του συνδυάζεται με ουσιαστικά ψυχογραφήματα «εαυτών» και αλλήλων. Ποιών εαυτών; Μα φυσικά αυτών που εκδιπλώνει ο πρωταγωνιστής Κώστας, στη πορεία της ψυχολογικής μετεξέλιξής του ως την «μεγάλη άρνηση» της αυτοκτονίας, εκεί, στον τόπο των διακοπών.
Όμως πριν από την αυτοκτονία υπάρχει μια σκηνή φελινικού τύπου, καθόλα αξιομνημόνευτη. Ο λιπόσαρκος Κώστας κάνει το λάθος να εξομολογηθεί σε κάποιο γκαρσόνι τη μοναχικότητα της παρουσίας του, σε λίαν προσοδοφόρα θέση εστιατορίου τινός. Τότε το γκαρσόνι γεμάτο κατανόηση (!) του υψώνει την κόκκινη κάρτα, την οποία θα υποστείλει μόνο όταν εισπράξει τη διαβεβαίωση του Κώστα περί επερχόμενης εξαμελούς παρέας. Το ίδιο άτομο, σεβόμενο πλήρως την ιδιαιτερότητα του μοναχικού νέου και κινούμενο αποκλειστικά εντός των πλαισίων του πατροπαράδοτου αισθήματος φιλοξενίας, προσκομίζει έξη μουσακάδες (!) στο τραπέζι του. Ο Κώστας μένει για αρκετή ώρα αμανάτι με τα έξη πιάτα, φτάνοντας μέχρι του σημείου να ονειροφαντασιώνει την τηλεμεταφορά και απόρριψή τους στη παρακείμενη θάλασσα, οπότε στην υπόθεση υπεισέρχονται δύο γηραιές και υπερδιακοσμημένες κυρίες, καθισμένες σε απέναντι τραπέζι. Οι κυρίες βρίσκουν ως λαμπρό φωτογραφικό θέμα τον μοναχικό και ελλιποβαρή Κώστα παρέα με την συλλογικότητα των έξη μουσακάδων, και τον φωτογραφίζουν ασυστόλως! Η σκηνή ολοκληρώνεται με μια σαδιστική φαντασίωση του Κώστα εναντίον των αδιάκριτων κυριών, τις οποίες και στραγκαλίζει για να απορρίψει εν συνεχεία σε ένα σκουπιδότοπο, σαν ψόφιες γάτες.
Ο Κώστας μπορεί να γίνεται κακός όπως ο Σεφέρης του ποιήματος «Επί ασπαλάθων», που φαντασίωνε μια σκληρή τιμωρία της δικτατορίας. Ο Κώστας, κατά φαντασίαν επίσης, γίνεται τιμωρός της αδιακρισίας με σκληρότερα αν και διασκεδαστικότερα μέσα, δηλώνοντας ταυτόχρονα την προσαρμογή σε ένα πρότυπο ζωής. Με βάση αυτό το πρότυπο ζωής εξηγείται ο αυτοσαρκασμός του ήρωα στην τελευταία σκηνή του μυθιστορήματος. Ο Κώστας αγωνίζεται για μια αξιοπρεπή αυτοκτονία (!) στη θάλασσα με μια πέτρα περασμένη στο λαιμό, χωρίς ένα ηλίθιο πετσετέ μπλουζάκι που φοράει. Έλα όμως που η πέτρα του ξεφεύγει κάποια στιγμή, πέφτει στα ρηχά, τον καθηλώνει σε μια θάλασσα ρυπασμένη με πετρέλαιο, του τσακίζει το πόδι. Σε αυτό το Μοντυ-παϊθονικό σκηνικό, ο ήρωας αρχίζει να εκτρέφει μια απολογητική σκέψη απέναντι στη παρέα του που αναπόφευκτα, θα τον βρει σε λίγη ώρα σε κωμικοτραγική κατάσταση. Τι θα τους πει για να γλιτώσει από τη ρετσινιά μιας αυτοκτονίας, που θα μπορούσε να την σχεδιάσει μόνο ο Εγγλέζος ηθοποιός mister Bean;
Θα παραλείψω την τελευταία λέξη του Κοροβέση στο μυθιστόρημά του, ως κίνητρο για τους υποψήφιους αγοραστές και αναγνώστες. Και θα υπογραμμίσω μόνο την εξαιρετική λιτότητα της αφήγησής του. Τη λιτότητα που μου θυμίζει μια δήλωση ενός συγγραφέα όπως ο Χουάν Μαδρίδ: «Αντιπαθώ τη λογοτεχνία που χρειάζεται πενήντα σελίδες για να ανεβάσει τον ήρωά της πάνω σε μια σκάλα». Ο Κώστας του Κοροβέση ασχολείται πολύ με τα απαυτά του, χωρίς όμως να πρήζει τα δικά μας.
*Ηχητική υπόκρουση στα παιχνίδια των παλιο-παιδων, που είναι ήδη μιας κάποιας ηλικίας. Για την ιστορία ο Μανώλης Ρασούλης υποτίτλιζε το περιοδικό του «Αυγό» (1980) ως «το πιο γκαγκάν περιοδικό των Βαλκανίων».