Το εντυπωσιακό σκηνοθετικό ντεμπούτο της Γαλλοσενεγαλέζας Ραματά Τουλαγιέ-Σι, με την ταινία «Μπανέλ και Άνταμά» ξεδιπλώνει την ιστορία ενός αγαπημένου ζευγαριού που πασχίζει να διατηρήσει τον έρωτά του, κόντρα στις ανάλγητες μουσουλμανικές παραδόσεις.
Ένα χωριό ταπεινών ψαράδων και κτηνοτρόφων, κάπου στη βόρεια Σενεγάλη, επιβιώνει με τα ελάχιστα, βασισμένο στη συλλογική δουλειά της κοινότητας. Από το περιοριστικό αυτό πλαίσιο έχει καταφέρει να ξεφύγει το ακόμα άτεκνο νεαρό ζευγάρι του βοσκού Άνταμά (Μαμαντού Ντιαλό) και της γυναίκας του Μπανέλ (Καντί Μανέ), η οποία τον ακολουθεί ολημερίς στα βοσκοτόπια, όπου ζουν τον έρωτά τους, προκαλώντας τη μήνη των υπόλοιπων γυναικών. Επωμισμένες να δουλεύουν σκληρά για να θρέψουν όχι μόνο τα παιδιά τους, αλλά ολόκληρη την κοινότητα, οι γυναίκες καταπονούνται περισσότερο από τους άντρες, που αναλώνονται σε διοικητικές και πνευματικές ασχολίες μουσουλμανικών καθηκόντων. Αποφασισμένο να αψηφήσει τις επιταγές της κοινότητας, το ζευγάρι επιλέγει να ζήσει έξω από το χωριό, σε δυο εγκαταλελειμμένα σπίτια, που όμως βρίσκονται θαμμένα κάτω από την άμμο, απαιτώντας επίπονο σκάψιμο. Προκειμένου να τους αποτρέψουν, επιχειρούν να τους κρατούν χώρια, φορτώνοντας με αγγαρείες την Μπανέλ και πιέζοντας τον Άνταμά να γίνει αρχηγός του χωριού, αυξάνοντας έτσι τις υποχρεώσεις του. Η κακότυχη συγκυρία μιας παρατεταμένης ξηρασίας που μαστίζει την περιοχή, προκαλώντας το θάνατο ζώων και ανθρώπων, δίνει άλλοθι σε δεισιδαιμονίες, κάμπτοντας την επιθυμία του ζευγαριού. Η αντίστροφη μέτρηση έχει αρχίσει και παρά τη σθεναρή αντίσταση της Μπανέλ, οι καταπιεσμένες γυναίκες βλέπουν εκδικητικά να συνθλίβεται ο έρωτας, που ξορκίζεται ως πηγή όλων των κακών.
Μέσα από λυρικές εικόνες, ειδυλλιακά τοπία, χρώματα και χαμόγελα στο εκτυφλωτικό φως, αλλά και αινιγματικές συμβολικές σκηνές οραμάτων, ανάμεσα σε μυστηριακούς ψίθυρους και πρωτότυπες θλιμμένες μουσικές, η Τουλαγιέ-Σι πλάθει ένα σύγχρονο παραμύθι που εδράζει στις αφρικανικές δοξασίες, για να μιλήσει για τη θέση της γυναίκας στη σενεγαλέζικη πατριαρχική κοινωνία.
Η ένταση του έρωτα των πρωταγωνιστών έρχεται σε αντίθεση με τις αφρικανικές παραδόσεις που υποτάσσουν τις γυναίκες, με την ηρωίδα να απελευθερώνεται μέσα από τον έρωτα, διεκδικώντας τις δικές της επιθυμίες, σε ρήξη με τον ευνουχιστικό ρόλο που της επιφυλάσσει η κοινότητα. Σε μια πολυγαμική κοινωνία, με τα νεαρά κορίτσια να μοιράζονται ερήμην τους σε μεγαλύτερους άντρες, ο έρωτας του ζευγαριού χαλάει την «αρμονική» συνύπαρξη, προκαλώντας φθόνο. Οι απαιτητικές καθημερινές οικιακές και αγροτικές εργασίες, που επωμίζονται οι γυναίκες,
δεν αφήνουν χρόνο για έρωτες και αυτές είναι που πρώτες θα επιβάλουν την υποταγή, στην απείθαρχη πρωταγωνίστρια, που αρνείται να τις βοηθήσει. Την απομακρύνουν εκδικητικά από την αγκαλιά του αγαπημένου της, ειδικά αφού γνωρίζουν ότι τον παντρεύτηκε επειδή έμεινε χήρα από τον αρχικά ηλικιωμένο σύζυγό της. Θεωρώντας πως έχει δεύτερη ευκαιρία, η πεισματάρα Μπανέλ είναι αποφασισμένη να ξεκόψει ολοκληρωτικά με τους δεσμούς που την κρατούν υποταγμένη, ωστόσο οι συμφορές που επιφυλάσσει η ξηρασία αφυπνίζουν μια βαθύτερη ενοχή, καθοριστική για τη στάση της στο τραγικό τέλος.
Βασισμένο στους μύθους του αφρικανικού πολιτισμού, το παραμύθι που εξιστορεί ο Άνταμά βράδυ στην Μπανέλ, με τον καλό ψαρά Κούντα, λειτουργεί αντίστοιχα με την ιστορία του ζευγαριού, που η συγκυρία της ξηρασίας έδωσε αφορμή να τους θεωρήσουν υπαίτιους, επειδή παρέκκλιναν από τις νόρμες. Η ιστορία του Κούντα, που ο Άνταμά θεωρεί αληθινή, μένει ανολοκλήρωτη, καθώς διακόπτεται από την Μπανέλ, που προσπαθεί να τον πείσει πως δεν υπάρχουν οι σειρήνες του παραμυθιού. Αυτή η απομυθοποίηση θέτει την αρχή του σπόρου της αμφισβήτησης για έναν αρχέγονο πολιτισμό, που συνεχίζει να δομείται γύρω από παρωχημένες αντιλήψεις, οριοθετώντας ασφυκτικό έλεγχο στη γυναίκα.
Η επισήμανση της Μπανέλ στη φίλη της, πως «ο μόνος χρόνος που θα περνά με τον άντρας της, θα είναι τη νύχτα, όπου δεν θα έχουν τίποτα να πουν, επειδή γι’ αυτόν είναι απλά μια γυναίκα» αποδομεί πλήρως τον έμφυλο διαχωρισμό της πατριαρχικής κοινωνίας, που κρατά χωριστά γυναίκες και άντρες.
Η δυναμική Μπανέλ απεικονίζεται διαρκώς με τη σφεντόνα της να εξασκείται στο σημάδι, πότε σκοτώνει ένα άμοιρο πουλάκι ή ξεπαστρεύει τις σαύρες που έχουν κατακλίσει το χωριό, λόγω ξηρασίας, αποτυπώνοντας τη συσσωρευμένη οργή, που ατσάλωσε τον χαρακτήρα της. Ως άλλη Αντιγόνη εναντιώνεται στην κοινότητα και στους γραπτούς νόμους θρησκευτικών και πατριαρχικών παραδόσεων, διεκδικώντας μέσα από τον έρωτα, την ελευθερία. Αρνείται να κάνει παιδιά και σκέφτεται να φορέσει παντελόνια, παρά τις αντιδράσεις, ενώ η στάση της ενάντια στο ρεύμα υπογραμμίζεται με αργή κίνηση και ήχο ανέμου, όταν αυτή, πάντα αγέρωχη, διασταυρώνεται με μια ομάδα γυναικών του χωριού, που την προσπερνάει απαξιωτικά.
Άπλετο φως, χρώματα, τρυφερά αγγίγματα, ερωτικά χάδια και χαμόγελα μέσα από κοντινά εξυμνούν στην εισαγωγή τον έρωτα των πρωταγωνιστών, με αεικίνητη κάμερα που τους ακολουθεί στα λιβάδια, θυμίζοντας Τέρενς Μάλικ. Ωστόσο, βασική αναφορά της Τουλαγιέ-Σι, παραμένει το λαϊκό σινεμά του φημισμένου Σενεγαλέζου μαρξιστή συγγραφέα και σκηνοθέτη Ουσμάν Σεμπέν, από τους πρώτους που σχολίασαν τη θέση της γυναίκας στη σενεγαλέζικη κοινωνία, σε αντιαποικιοκρατικές ταινίες, που παραδόξως ακούγονται σενεγαλέζικα. Η εικόνα που η Μπανέλ βουτάει μαζί με τον Άνταμά στον ποταμό, ανακαλεί την ταινία «Πρόσωπα γυναικών» (1985) της Ντεζιρέ Εκαρέ, από την Ακτή Ελεφαντοστού.
Η Τουλαγιέ-Σι κινηματογραφεί εξαιρετικά το φως στα ερωτοχτυπημένα πρόσωπα, μεταφέροντας εξίσου τη σκονισμένη αίσθηση ξηρασίας, μαζί με την ιδιαίτερη μορφολογία της αφρικανικής ηπείρου, όταν η κάμερα ανοίγεται στις ερημικές εκτάσεις, ή σε πλάνα με φόντο τις τεράστιες ανάγλυφες ρίζες μεγάλου δέντρου, που ξεπετάγονται από το έδαφος, σαν αφηρημένο γλυπτό σύμπλεγμα. Άλλοτε το πλάνο γεμίζει με πολύχρωμες παραδοσιακές κελεμπίες, τουρμπάνια, πλουμιστά εμπριμέ υφάσματα με μπατίκ γεωμετρικά σχέδια και πλίνθινα σπίτια, δημιουργώντας εικόνες ενός λαού που μαθαίνει να αυτονομείται μέσα από το σινεμά.
Οι επιπτώσεις της ξηρασίας αρχικά διαχέονται ως φήμες, μέχρι που οι αγελάδες σωριάζονται διαδοχικά και το χωριό καταφεύγει σε δεήσεις για βροχή. Η μυστηριακή διάσταση ενός κακού οιωνού, που διαρκώς πλησιάζει, αποτυπώνεται όταν πάνω από τον Άνταμά, σε πλάνο κάτοψης, περνάει ένα σμήνος πουλιών, διαχέοντας χιτσκοκική ατμόσφαιρα απειλής, με επιδράσεις και από τα «Όνειρα» (1990/Ακίρα Κουροσάβα).
Εξαιρετικές είναι και οι λαογραφικές σκηνές με το τραγούδι των γυναικών στο χωράφι, που δίνει ρυθμό στις συγχρονισμένες κινήσεις τους. Η πρωτότυπη μουσική του Μπασάρ Μαρ-Καλιφέ ερμηνεύει την ψυχοσύνθεση της πρωταγωνίστριας, με θλιμμένο πιάνο και κρουστά ή μυστηριακούς ήχους, δίνοντας μεταφυσική διάσταση στο μαγικό λυρισμό, που μεταφέρει στο σινεμά την παράδοση προφορικής αφήγησης του αφρικανικού πολιτισμού.
Το σουρεαλιστικό πλάνο, όπου το ζευγάρι ξεθάβει πάνω σε λόφο τα δυο θαμμένα σπίτια, ανακαλεί το μπεκετικό παράλογο, με αποκορύφωμα την απειλητική ανεμοθύελλα του τέλους. Οι λυσσαλέοι άνεμοι εκφράζουν την ψυχική αναστάτωση της Μπανέλ, αιτιολογώντας την τελεσίδικη απόφασή της. Ο θόρυβος της ανεμοθύελλας μπλέκεται με τις οδύνες τοκετού, καθώς κοιτάει αποσβολωμένη τη μητέρα με το νεογέννητο, εικόνα υποτιθέμενης αγαλλίασης, με την οποία αρνείται να ταυτιστεί, για να μην χάσει τη δική της ανεξαρτησία.
*Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου
[email protected]
info:
Η Ένωση Ελληνικού Ντοκιμαντέρ διοργανώνει το 9ο ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ “ΜΕ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΑΝΟΙΧΤΑ”, 26-29/9/2024 στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος, με αφιέρωμα στον αξέχαστο σκηνοθέτη και ποιητή Λευτέρη Ξανθόπουλο. Πληροφορίες: http://www.tainiothiki.gr