της Κατίνας Τέντα-Λατίφη*
Κλεισμένη μέσα στη μοναξιά μου ανάμεσα στην μοναξιά όλων που μας δημιούργησε αυτός ο άγνωστος «εχθρός» που ήρθε αναπάντεχα και παρ’ όλο που προσπαθούμε να τον διώξουμε αυτός δεν λέει ακόμα να φύγει. «Το κακό φεύγει με τα πόδια αγάλι-αγάλι, αλλά έρχεται με το άλογο. Εμάς μας ήρθε καλπάζοντας και σαν κακός σπόρος φούντωσε γρήγορα», έγραψε με τίτλο «Η πανούκλα» ο Ρομαίν Ρολάν (Νόμπελ 1915) στο μυθιστόρημά του «Κολά Μπρενιόν» που κυκλοφόρησε το 1919 μέσα στην επιδημία της ισπανικής γρίπης.
Σ’ εμάς τώρα ήρθε το κακό ακόμη πιο γρήγορα με αεροπορική ταχύτητα. Μας έκλεισε στα σπίτια μας με ένα πρωτόγνωρο κλείσιμο που δεν μοιάζει ούτε με φυλακή γιατί εκεί δεν ήμασταν μόνοι. Βεβαίως, διαθέτουμε τόσα τεχνολογικά μέσα επικοινωνίας, μπορούμε και τηλεφωνούμε, μιλάμε με τις ώρες με τους δικούς μας για να μην ξεχάσουμε και τις φωνές μας, γιατί τα πρόσωπα αρχίζουν κάπως να μας ξεφεύγουν. Δύσκολη εποχή, ζούμε μια δίπλευρη κρίση, μια της υγείας, της ζωής και η άλλη της οικονομίας που τρέφει τη ζωή και στην ανημποριά μας να την αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά, επαναλαμβάνουμε όλοι τη λέξη «κατάθλιψη» που σαν λαός δεν την είχαμε φιλενάδα. Τώρα μας συνοδεύει όλη τη μέρα και δεν ξέρουμε αν σαν ακόλουθος του εχθρού μας θα φύγει μαζί του ή θα μείνει σαν δώρο του – προίκα προς εμάς που τον φιλοξενήσαμε. Νοσταλγούμε την απλή μας ελευθερία να μπορούμε να χτυπάμε το κουδούνι των φίλων μας χωρίς να τους φοβόμαστε, ούτε να μας φοβούνται, να μπορούμε να πιούμε έναν καφέ χωρίς να σκεφτόμαστε μη μας βγει ξινός.
Για πρώτη φορά συγκρίνουμε τη ζωή μας με τα χειρότερα που αντιμετωπίζουν άλλοι συνάνθρωποί μας ή και φίλοι μας και είμαστε ευχαριστημένοι που έχουμε την υγειά μας. Πάμε, δηλαδή, ανάποδα, το φυσιολογικό είναι να την συγκρίνουμε με το καλύτερο και να τείνουμε προς τα μπρος, γιατί έτσι μόνον υπάρχει δημιουργικότητα. Τώρα, όμως, όλα είναι ομιχλώδη, δεν υπάρχει δυνατότητα για μελλοντικά συγκεκριμένα σχέδια κι αν είναι κάτι που μας έχει απορροφήσει είναι αυτό το φως που πρόβαλε στο τούνελ και λέγεται «εμβόλιο» και περιμένουμε να το φωτίσει ολόκληρο και να βγούμε σιγά-σιγά στη λεωφόρο της κανονικότητας.
Απ’ την άλλη πλευρά έχουμε, βέβαια, στη μοναξιά μας όλο το χρόνο να φιλοσοφήσουμε, μπορούμε να κάνουμε μία, ας την πούμε, βόλτα προς τα πίσω, στις καταστάσεις που ζήσαμε, στις γνωριμίες και τις φιλίες μας και τι απόμεινε από αυτές. Θυμούμαστε τις ευγνωμοσύνες που χρωστάμε και τις πίκρες που πήραμε. Πολλά τα αισθήματα και τα συναισθήματα που προβάλουν, τρέχει ο νους και μαζί του και η ψυχή μας κι όπου θέλει κάνει στάση και δεν κάνει βήμα πιο πέρα, ανάλογα με τα βιώματα του καθενός μας. Σε μένα συμβαίνει να σταματάει το μυαλό μου μόλις αγγίξω την περίοδο της Εθνικής Αντίστασης του λαού μας και σε όσα ακολούθησαν την απελευθέρωση της χώρας μας, δηλαδή στον βάρβαρο οργανωμένο κατατρεγμό των αντιστασιακών αγωνιστών, δηλαδή της ίδιας της Αντίστασης.
Από όλα τα αρνητικά συναισθήματα που νιώθει ο άνθρωπος, αυτό που ριζώνει μέσα του και δεν μετακομίζει είναι η πικρία. Η πικρία μπορεί να προέρχεται από πολλές αιτίες, άλλες περνάν και φεύγουν, άλλες συγχωρούνται και ξεχνιούνται. Η πικρία, όμως, που γεννιέται από αδικία είναι αυτή που μένει. Η λέξη αδικία αποτελείται από το στερητικό «α» που στερεί το δίκαιο, αυτή είναι που πάει κατ’ ευθείαν στη δημιουργία μιας αξεπέραστης πίκρας η οποία πότε κρυφά και πότε φανερά είναι πάντα εκεί κι έρχονται στιγμές που ξεπετιέται, βγαίνει στην επιφάνεια κι επειδή εμπεριέχει και το σπόρο της διεκδίκησης αλλά και της εκδίκησης, μπορεί να ξεσπάσει βίαια. Όταν μάλιστα πρόκειται για αδικίες σε βάρος χωρών μπορεί να οδηγήσει σε πόλεμο. Η αδικία είναι επώδυνο συναίσθημα και πολλές φορές συνοδεύεται απ’ το μεγάλο ερώτημα «γιατί;».
Ο γνωστός σύγχρονος Γάλλος φιλόσοφος Ζωρζ Ντιντί Υμπερμάν θεωρεί ότι «η πικρία σε κρατάει δέσμιο του παρελθόντος». Αυτό είναι σωστό από την άποψη ότι δεν φεύγει, δεν απελευθερώνει το νου προς το μέλλον. Είναι, όμως, και αλήθεια ότι η πικρία τόσο σε επίπεδο προσωπικό, αλλά και σε επίπεδο εθνικό παραμένει διεκδικώντας την αποκατάσταση της αδικίας.
Απέραντη και άσβηστη
Προσωπικά αυτή την αδικία-πικρία τη νιώθω έντονα όταν αγγίζω την περίοδο της Εθνικής μας Αντίστασης και την αμέσως μετέπειτα περίοδο. Ας τα πάρουμε απλά:
Το 1941 είχαμε στη χώρα μας, με 6,5 εκατ. πληθυσμό, μια τριπλή κατοχή, γερμανική, ιταλική, βουλγαρική. Γίνεται παλλαϊκός ξεσηκωμός ενάντια της. Αρχίζει από τη δημιουργία συσσιτίων για να σωθεί ο λαός από την πείνα και φτάνει στη δημιουργία ένοπλου τμήματος. Με πρωτοβουλία του ΚΚΕ δημιουργείται το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο, το ΕΑΜ, η Εθνική Αλληλεγγύη, η ΕΠΟΝ και ο ΕΛΑΣ που κυριαρχεί στη χώρα μας, αναπτύσσοντας έναν πολύπλευρο αγώνα με χιλιάδες νεκρούς, θυσίας παιδιών, εφήβων, ενήλικων, γερόντων. Παλλαϊκός ξεσηκωμός για την απελευθέρωση της πατρίδας. Αναφέρομαι έτσι σαν ένα μικρό δείγμα στην ανακοίνωση του γερμανικού επιτελείου, «20.000 νεκροί αντάρτες και αιχμάλωτοι σκοτωμένοι σε 4 μήνες το 1944».
Ήρθε και η απελευθέρωση! Και μετά… Μετά από δύο μήνες η κατακεφαλιά!
«Ποιος σου είπε ρε, να παλέψεις τους Γερμανούς; Έλα τώρα να πληρώσεις!» Ωρύεται ο χωροφύλακας, όργανο του κράτους προς τον αντιστασιακό αγωνιστή που τον πάει για εκτέλεση.
Αληθινό; Και, βέβαια, αληθινό!
Και ποιοι ήταν το κράτος; Δεξιοί, κεντρώοι ηγέτες αστικών κομμάτων, καλοζωισμένων και ξεκούραστων στο Κάιρο σε όλη τη διάρκεια της κατοχής και τώρα εξαρτημένοι από τους Άγγλους. Γιατί οι «σύμμαχοι», οι Άγγλοι, με την υπογραφή κιόλας των τριών ηγετών του συμμαχικού αγώνα, δεν αποδέχονταν την ανεξαρτησία της χώρας μας που είχαν καταχτήσει οι αγωνιστές της Αντίστασης, ούτε τη δυνατότητα να καταργηθεί η βασιλεία, το στήριγμά τους. Σαν δείγμα υποταγής προς αυτούς και το γνωστό τηλεγράφημα του πρωθυπουργού τότε Γεωργίου Παπανδρέου προς τον Τσώρτσιλ: «Ενώπιον διαμορφωθείσης κρισίμου καταστάσεως τα πολιτικά μέσα προς αντιμετώπισίν της δεν είναι πλέον επαρκή. Μόνον η άμεσος παρουσία επιβλητικών βρετανικών δυνάμεων εις την Ελλάδα και μέχρι την τουρκικήν ακτήν ημπορεί να μεταβάλλει την κατάστασιν.»
Πραγματικό; Και, βέβαια, πραγματικό!
Και ποια ήταν η διαμορφωθείσα κρίσιμος κατάστασις; Τα «Δεκεμβριανά» που τα είχαν οι ίδιοι προκαλέσει στην αρχή του στρατηγικού τους σχεδίου εξόντωσης της ΕΑΜικής Αντίστασης.
Τον Φλεβάρη, όμως, του 1945, γίνεται η περιβόητη εθνικής ενότητας συμφωνία της Βάρκιζας∙ για τους αγωνιστές, βέβαια, συμφωνία ισοβάθμια με προδοσία του λαού. Δεν πρόκειται να την αναλύσω, δεν είναι αυτό το θέμα μου.
Αδικία; Πικρία; Απέραντη!
Τώρα καμία ταραχή, τα όπλα των αγωνιστών έχουν παραδοθεί, όπως λεν «στο μέτωπο επικρατεί ηρεμία». Τι μας λεν, όμως, τα νούμερα;
Από τις 14 Φλεβάρη 1945 έως τις 31 Μαρτίου 1946 έγιναν 1.289 δολοφονίες αγωνιστών και 509 απόπειρες φόνου. Στις 1.289 είναι και το 26χρονο πρωτοξαδερφάκι μου και στις 509 απόπειρες είμαι κι εγώ. Επί πλέον 6.671 τραυματισμοί, 165 βιασμοί γυναικών και 84.931 συλλήψεις.
Αυτά όλα αμέσως μετά τη βαρκιζιανή συμφωνία που την είπαν εθνικής ενότητας. Ούτε εμφύλιος, ούτε όπλα, αυτά είχαν παραδοθεί, ούτε ακόμη δεν είχαν γίνει οι εκλογές του 1946 που βρήκαν αφορμή να τιμωρήσουν όσους δεν είχαν ψηφίσει λόγω αποχής.
Να συγκρατήσουμε αυτή την περίοδο της απελευθέρωσης. Χωροφύλακες και παρακρατικοί που είχαν κιόλας συγκροτηθεί σε όλη σχεδόν την ύπαιθρο, ορμούσαν νυχθημερόν στα σπίτια των αντιστασιακών, τους άρπαζαν απ’ τα κρεβάτια τους και μπαμ!, μια και κάτω.
Αναφερόμαστε στην ημερομηνία 31.3.46, γιατί τότε χτυπήθηκε από τους καταδιωκόμενους αντάρτες του Αλέκου Υψηλάντη (Ρόσιου) το αστυνομικό τμήμα του Λιτόχωρου. Ήταν η πρώτη βίαιη αντίδραση των αγωνιστών**.
Όλη η περίοδος απ’ τη Βάρκιζα και μετά τον Μάρτη του ’46, την αποκαλούσαμε «περίοδο λευκής τρομοκρατίας». Οι αγωνιστές προσπαθούσαν να σωθούν, λέγονταν να οργανωθούν σε αυτοάμυνα, αστεία πράγματα, αυτοάμυνα με τι; Θυμούμαι τα ξαδέρφια μου, ότι κάθε βράδυ έβγαζαν απ’ τις κληματαριές τις «φορτωτήρες», κάτι ξύλα που συγκρατούσαν τις κληματαριές, είχαν δώσει και σε μένα ένα λεπτό ξύλο μεγαλύτερο απ’ το μπόι μου. Υποτίθεται ότι μ’ αυτά θα αντιμετωπίζαμε τα όπλα και τα μαχαίρια τους. Κι όπως έγινε, ούτε εμένα, ούτε τα ξαδέρφια μου τα έσωσαν, ούτε καν χρειάστηκε να χρησιμοποιηθούν.
Πάμε πιο κάτω:
Απ’ τις 31.3.46 έως τον Νοέμβρη του 1947, άλλες 1.644 δολοφονίες κι επειδή είχαν αρχίσει και τα στρατοδικεία έγιναν και 632 εκτελέσεις, σύνολο 2.276!
Δεν αναφέρομαι στα ξερονήσια, τις φυλακές, τους δαρμένους και τραυματισμένους, ούτε στα κατεστραμμένα σπίτια και περιουσίες ούτε στα χιλιάδες θύματα που ακολούθησαν κατά τον εμφύλιο. Σημειώνω και προσκυνάω τα 2.276 συν τα 1.289, σύνολο 3.565 κορμιά παλικαριών, ηρωικών αγωνιστών που έπεσαν στον «υπέρ πάντων η πατρίς» αγώνα τους, στην περίοδο πριν τον εμφύλιο. Και ρωτάω:
Μέσα σ’ αυτόν τον οργανωμένο όλεθρο, ποιος θα καθόταν «σφάξε με αγά μου για ν’ αγιάσω» και δεν θα προσπαθούσε να πιάσει κάποια κορυφή απ’ τ’ αμέτρητα βουνά της πατρίδας μας;
Να έτσι άρχισε ο εμφύλιος και ποιοι μας τον ετοίμασαν. Αυτή η αλήθεια έχει καταγραφεί ιστορικά. Από εκεί και πέρα, τα υπόλοιπα είναι για μελέτη και για ιστορικές έρευνες. Αυτό που δεν αλλάζει είναι ετούτο: Λαός ήρωας που έπραξε με αυτοθυσία το ύψιστο καθήκον της απελευθέρωσης της πατρίδας του, τιμωρήθηκε απάνθρωπα, κανιβαλικά από ντόπιους και ξένους.
Αδικία και πικρία μέγιστη, άσβηστη!
* Ανέκδοτο γραπτό της Κατίνας Τέντα-Λατίφη για το «Περίπτερο Ιδεών». Η συγγραφέας συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση καθ’ όλη τη δεκαετία του 1940. Γύρισε παράνομα στην Ελλάδα με την ομάδα Μπελογιάννη και έγραψε τρία βιβλία: «Πέτρος Κόκκαλης» (εκδ. Εστία), «Τα απόπαιδα» (α΄ εκδ. Εξάντας, β΄ έκδ. Αλεξάνδρεια) και «Είναι μακρύς ο δρόμος για την Ιθάκη» (εκδ. Αλεξάνδρεια).
** Ο Υψηλάντης έλεγε ότι χτύπησαν το αστυνομικό τμήμα επειδή εκεί είχαν καταφύγει παρακρατικοί που είχαν σκοτώσει αγωνιστές και τους κυνηγούσαν.