Ήδη από την πρώτη σελίδα καταλαβαίνεις πως έχεις να κάνεις με έναν κορυφαίο συγγραφέα του καιρού μας. Ο Αλμπέρτο Γκαρλίνι, στο μυθιστόρημα «Όλοι θέλουν να χορεύουν» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Πόλις, διατρέχει ένα διάστημα δεκαέξι χρόνων, από το 1975 έως το 1991 που υπήρξε καθοριστικό για τη διαμόρφωση της σύγχρονης Ιταλίας.
Πηγή έμπνευσης, πέραν των προσωπικών βιωμάτων και των ιστορικών αναφορών, όπως αναφέρει ο ίδιος ο συγγραφέας στον επίλογο του βιβλίου, είναι τα κείμενα του Πιερ Βιτόριο Τοντέλι, ο οποίος «περιέγραψε καλύτερα μια δεκαετία αποφασιστική για την ιταλική Ιστορία, τη δεκαετία του ογδόντα»…
Είναι σε μεγάλο βαθμό ένα μυθιστόρημα ενηλικίωσης, αφού οι τρεις από τους τέσσερις βασικούς ήρωες ζουν τα προεφηβικά, τα εφηβικά και τα νεανικά τους χρόνια. Ερωτική επιθυμία και έρωτας, φιλία, δημιουργία, ξέφρενες νύχτες…
Καθόλου τυχαία η αφήγηση ξεκινά τη μέρα της δολοφονίας του Πιερ Πάολο Παζολίνι, όταν τα νέα φθάνουν σε μια φάρμα της περιοχής της Πάρμας όπου γίνεται η παραδοσιακή σφαγή των γουρουνιών. Η ατμόσφαιρα από την πρώτη στιγμή είναι μοναδική και ολοζώντανη, έχοντας μέσα όλα όσα απαρτίζουν τη ζωή.
Ο Ρομπέρτο και ο Ρικάρντο, οι δυο φίλοι της ιστορίας, θα γνωριστούν σε αυτόν τον τόπο, εκείνη ακριβώς τη στιγμή. Αχώριστοι μέχρι κάποιο σημείο, σχεδόν σαν Σιαμαίοι, παρά τις διαφορετικές τους ιδιοσυγκρασίες…
Κάποια στιγμή στη ζωή τους θα μπει και η Κιάρα, ο μεγάλος έρωτας του Ρικάρντο: «…τον οδηγεί στον κόσμο που βλέπει η Κιάρα, τον κόσμο που έχει πάντα γιορτή, χρυσάφι και πράσινα λιβάδια…»
Όμως τα πράγματα θα γίνουν οδυνηρά… Ο πατέρας του Ρομπέρτο, ο Φράνκο, είναι δημοσιογράφος και μέσα από τη δική του οπτική θα ζήσουμε σπαράγματα της ιστορίας, που είναι πάντα παρούσα.
Το κείμενο, ενίοτε εξαιρετικά ποιητικό, δεν παύει να έχει πολλά στοιχεία σασπένς, αν και δεν θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί αστυνομικό μυθιστόρημα. Ωστόσο σε κρατάει διαρκώς σε εγρήγορση, εναλλάσσοντας εικόνες απίστευτης ομορφιάς, με στιγμές βίαιες, άγριες, σκληρές.
«Αν μπορούσαμε να προσθέσουμε τις συνειδήσεις όλων των ανθρώπων, μαζί με τις εικόνες που περιέχουν, το σύνολο θα ήταν αυτή η εικόνα: μια θάλασσα, τα κύματά της, ο ήλιος, ο αφρός…»
Παράλληλα, η διασκέδαση μέχρι τελικής πτώσεως, τα ναρκωτικά, το αλκοόλ συνοδεύονται από στιγμές στοχασμού και καθαρής ποίησης. Για την ακρίβεια η ποίηση κρύβεται παντού. Ακόμη και στις ποταπότητες…
Ο Αχιλλέας Κυριακίδης μας παρουσίασε μια εξαιρετική μετάφραση του μυθιστορήματος, με διευκρινιστικές –αλλά όχι κουραστικές– σημειώσεις και με «λεξικό» ονομάτων, τοπωνύμιων και τίτλων έργων.
Συνέντευξη στον Κώστα Στοφόρο
Θα θέλατε να μας συστήσετε τον συγγραφέα; Νομίζω είναι το πρώτο έργο του που μεταφράζεται στα ελληνικά.
Ο συγγραφέας είναι ανακάλυψη του Νίκου Γκιώνη των Εκδόσεων Πόλις. Ομολογώ πως δεν τον είχα καν ακουστά όταν μου προτάθηκε η μετάφραση του μυθιστορήματός του «Όλοι θέλουν να χορεύουν», την οποία και δέχτηκα μετά χαράς, θέλοντας να ξεφύγω λιγάκι απ’ τα συναρπαστικά λεκτικά και εννοιακά παιχνίδια των Γάλλων του Ou.Li.Po., τον μαγικό ρεαλισμό των Νοτιοαμερικανών και τον «υπορεαλισμό» του Κορτάσαρ, και να πατήσω το πόδι μου στα αφηγηματικά χωράφια του ρεαλισμού, τα ίδια αυτά που, όταν πρόκειται για δικά μου κείμενα, τα φοβάμαι σαν ναρκοπέδια. Ό,τι έχω να σας πω, λοιπόν, για τον Αλμπέρτο Γκαρλίνι, που (ακόμα) δεν έχω διαβάσει κανένα άλλο έργο του, είναι τα αυστηρώς τυπικά (και αριθμητικά) ενός βιογραφικού σημειώματος: γεννήθηκε στην Πάρμα, το 1969, άρχισε να γράφει από δεκατεσσάρων και να εκδίδει στα τριάντα του, και μέσα σε 20 χρόνια, μέχρι δηλαδή το 2019, εξέδωσε πέντε μυθιστορήματα και δύο ποιητικές συλλογές.
Το “Όλοι θέλουν να χορεύουν” είναι για μένα ένας εξαιρετικός πίνακας ναΐφ ζωγραφικής, φτιαγμένος από σύγχρονο καλλιτέχνη
Τι σας γοήτευσε περισσότερο σε αυτό το μυθιστόρημα του Γκαρλίνι;
Αυτό που με γοήτευσε περισσότερο, είναι το ότι ο Γκαρλίνι, ακόμα και σ’ ένα μυθιστόρημα που ανατρέχει, αναπολεί και νοσταλγεί, γράφει «εν θερμώ», σαν να πρόκειται για την καταγραφή της πρώτης εντύπωσης από ένα γεγονός της επικαιρότητας, σαν ένα ρεπορτάζ που δεν τυχαίνει καμιάς επεξεργασίας για να προαχθεί σε ντοκιμαντέρ: ο Γκαρλίνι δεν κρίνει, δεν καταθέτει την άποψή του, δεν εξωραΐζει τη μνήμη του. Αυτό, βέβαια, γίνεται με μεγάλη μαστοριά: δεν μπορώ παρά να χαρακτηρίσω δεξιοτεχνική την προσποιητή «αφέλεια» που αποπνέει η γραφή του, την άνευ όρων «παράδοσή» του στους χαρακτήρες του που, θαρρείς, οδηγούν την ιστορία ερήμην του, την επιτηδευμένη «αδεξιότητά» του όταν οι καταστάσεις τού επιβάλλουν να γίνει λυρικός. Το «Όλοι θέλουν να χορεύουν» είναι για μένα ένας εξαιρετικός πίνακας ναΐφ ζωγραφικής, φτιαγμένος από σύγχρονο καλλιτέχνη.
Ποιες βασικές ομοιότητες και διαφορές υπάρχουν ανάμεσα στην Ιταλία και στην Ελλάδα του ’80;
Δεν είμαι ιστορικός, αλλά νομίζω ότι, τη δεκαετία του 1980, οι κοινωνικές εξελίξεις είναι παράλληλες με την Ιταλία – έστω εν μέρει. Η όποια σταθερότητα έφερε μια επιφανειακή κοινωνική γαλήνη, ενώ από κάτω «έβραζε» το παρελθόν: η χούντα και τα κατάλοιπά της σ’ εμάς, η κυβερνητική αστάθεια, οι ακόμα έντονες διαφορές βορρά-νότου και οι Ερυθρές Ταξιαρχίες στους γείτονες. (Σημειώνω εδώ ότι, την ίδια δεκαετία, ενώ στην Ιταλία οι Ερυθρές Ταξιαρχίες αρχίζουν να ξεφτίζουν για να διαλυθούν τελικά το 1988, σ’ εμάς η 17 Νοέμβρη κλιμακώνει και κορυφώνει τη δράση της.) Από την άλλη, και στις δύο χώρες, αλλά και σε πολλές δυτικοευρωπαϊκές, μπορεί κανείς να σημειώσει την άνοδο του βιοτικού επιπέδου και τον εκσυγχρονισμό σε όλα τα επίπεδα, την εν πολλοίς τεχνητή ευδαιμονία και ανεμελιά, την άνοδο σοσιαλδημοκρατικών κυβερνήσεων, την υποχώρηση των μεγάλων κοινωνικών αιτημάτων και κινημάτων των δύο προηγούμενων δεκαετιών, την καταναλωτική φρενίτιδα, τη διάχυτη αισιοδοξία χωρίς ουσιαστικά ερείσματα, την υπόγεια γιγάντωση της διαφθοράς, τη μακάβρια «πληρωμή» της σεξουαλικής απελευθέρωσης με το Aids, αλλά και τους πρώτους κραδασμούς από το τεχνολογικό «ηφαίστειο» που θα εκραγεί την επόμενη δεκαετία.
Ποιες ήταν οι μεγαλύτερες δυσκολίες ώστε ο Έλληνας αναγνώστης να μπει στο πνεύμα του βιβλίου;
Οι δυσκολίες της μετάφρασης του «Όλοι θέλουν να χορεύουν» δεν ήταν ούτε λιγότερες ούτε περισσότερες απ’ αυτές της μετάφρασης κάθε βιβλίου. Μπορώ να πω, όμως, ότι ήταν ιδιαίτερες, ακριβώς λόγω αυτών που αναφέρω στην απάντησή μου στο δεύτερο ερώτημά σας για το ύφος του Γκαρλίνι. Το βιβλίο, πάντως, ορίζεται από δύο προσωπικότητες της ιταλικής πνευματικής ζωής που ο ένας δολοφονείται στην αρχή του βιβλίου και ο άλλος πεθαίνει από Aids το τέλος του. Και αν ο Έλληνας αναγνώστης γνωρίζει το τεράστιο μέγεθος του πρώτου (Πιερ Πάολο Παζολίνι), δεν πρέπει να είναι εξοικειωμένος με το έργο του δεύτερου, του Ιταλού συγγραφέα Πιερ Βιτόριο Τοντέλι, τέταρτου βασικού χαρακτήρα του μυθιστορήματος, για τον οποίο ο Γκαρλίνι φαίνεται να τρέφει μεγάλη εκτίμηση κι ο οποίος καλό θα είναι να μεταφραστεί κάποτε για να τον γνωρίσουμε.
Όταν μεταφράζατε νιώθατε να ξαναζείτε κι εσείς εκείνη την εποχή;
Την ξαναέζησα, ναι. Δυστυχώς. Γιατί ήταν μια δεκαετία που ξεκίνησε με τον πιο ευλογημένο τρόπο (τη γέννηση της τρίτης μου κόρης) και τελείωσε με τον χειρότερο. Επιτρέψτε μου, λοιπόν, να μην επεκταθώ.