Σ’ ένα γέρο ποιητή
Γυρίζεις μες στους κάμπους της Καστίλης
Και ούτε που τους βλέπεις.
Ένα σκοτεινό εδάφιο του Σαν Χουάν
είναι η μόνη σου έγνοια
Κι ούτε που σταματάς στο κίτρινο
Ηλιοβασίλεμα. Το πλανόδιο φως ξεδίνει
Τρέλα, και στο μακρινό άκρο της ανατολής
Το σκωπτικό πορφυρό φεγγάρι τεντώνει
Κι ίσως να’ναι ο καθρέφτης του Θυμού.
Σηκώνεις τα μάτια να το δεις. Τώρα,
Μια θύμηση επανέρχεται και φεύγει
Που ήταν κάποτε δική σου. Σκύβεις
Τ’ ωχρό σου κεφάλι και θλιβερά γυρίζεις,
Χωρίς να θυμηθείς τη γραμμή που κάποτε είχες γράψει:
Κι επιτάφιός του η αιματοβαμμένη σελήνη.
Λουκάς ΚΓ
Εθνικός ή Εβραίος ή σκέτα αυτός
Που χάσαμε το πρόσωπό του μες στο χρόνο•
Δε θ’αποσύρουμε από τη λησμονιά
Τα βουβά γράμματα του ονόματός του.
Τι μπορούσε να ξέρει από συγχώρεση ο ληστής
Που η Ιουδαία κάρφωσε στο σταυρό•
Εμείς δεν ξέρουμε τίποτα
Για τον καιρό που πέρασε. Εκείνη τη μέρα
Στο έργο του θανάτου στο σταυρό,
Άκουσε, μες από το χλευασμό του πλήθους,
Ότι αυτός που πέθαινε στο πλευρό του
Ήταν θεός, και του’πε τυφλά,
Μνήσθητί μου Κύριε όταν έλθεις
Εν τη βασιλεία σου κι η αδιανόητη φωνή
Που μια μέρα θα κρίνει την αξία του ανθρώπου
Του υποσχέθηκε από το φοβερό σταυρό
Τον Παράδεισο. Τίποτα άλλο δεν ειπώθηκε
Ώσπου να’ρθει το τέλος, αλλά η ιστορία
Θα διασώσει από το θάνατο τη μνήμη
Του απογέματος του Θανάτου τους.
Ω φίλοι, η αθωότητα αυτού του φίλου
Του Ιησού, η ειλικρίνεια που τον έσπρωξε
Μες από την ατιμία του τέλους του
Να ζητήσει τον Παράδεισο και να τον λάβει,
Ήταν η ίδια που τόσες φορές
Τον είχε οδηγήσει στα άγρια εγκλήματά του.
Μετάφραση: Λάμπρος Καμπερίδης