της Κατίνας Τέντα-Λατίφη
Ο ένας απ’ τους δύο, Μανώλης Γλέζος-Λάκης Σάντας. Αυτοί που πρώτοι στον κόσμο σήμαναν την αρχή της αντίστασης ενάντια στον φρικαλέο χιτλεροφασισμό. Το κομμάτιασμα της σβάστικας στην Ακρόπολη δεν ήταν ένα απλό αντιστασιακό γεγονός. Ήταν η καμπάνα του «εγέρθητι» σε όλον τον σκλαβωμένο κόσμο. Ο ήχος της οποίας μήνυε ότι μέσα από αιματοβαμμένα χρόνια ο φασισμός θα νικηθεί και θα λάμψει σίγουρα η λευτεριά.
Τον αγαπήσαμε. Μαζί του πολλές φορές ξενυχτήσαμε με την ψυχοφθόρα αγωνία μην και το διαβολεμένο παιδοφάγο ελληνικό κράτος της εποχής, μας τον σκοτώσει. Συνηθίσαμε να βλέπουμε το φωτεινό του πρόσωπο, να τον παρακολουθούμε πάντα ανήσυχο σε κάθε γεγονός που απαιτούσε αγωνιστική παρέμβαση. Για τους φυλακισμένους, για τα γερμανικά χρέη, για τις λαϊκές διεκδικήσεις, για το νερό του χωριού του, πότε μελιστάλαχτο και πότε με τη γροθιά υψωμένη, θαρρείς κι αναζητούσε πάντα ένα αληθινά αριστερό αποκούμπι στον αγώνα του. Μας στεναχωρούσαν οι διάφορες εναλλασσόμενες επιλογές του. Όμως, μέσα απ’ όλα, πάνω απ’ όλα, ήταν ο Μανώλης μας. Ο Σάντας από καιρό μάς είχε φύγει. Και ο Μανώλης, στητός πάντα ξεπροβόδιζε, σαν τιμητική φρουρά, τους γνωστούς και άγνωστούς του αγωνιστές στο τελευταίο τους ταξίδι. Έχει πόνο και θλίψη η απώλεια του Γλέζου, είναι σαν να χάθηκε ένας από τους τελευταίους εναπομείναντες της ηρωικής και ταλαιπωρημένης γενιάς μου. Ήταν ο ίσκιος της, ήταν σαν μια ασφάλεια στα νώτα μας. Μια ελπίδα ότι ακόμα δεν έχει κλείσει η πόρτα για αυτή τη γενιά. Μας έφυγε όμως.
* Η Κατίνα Τέντα-Λατίφη είναι συγγραφέας και οικονομολόγος