Στα 66 του χρόνια, ο Τζάρμους μαζεύει την παλιοπαρέα των εκλεκτών φίλων του ηθοποιών -όλοι γνήσιες αντικομφορμιστικές προσωπικότητες- και διασκεδάζουν σκαρώνοντας την απολαυστική ταινία με ζόμπι «Οι νεκροί δεν πεθαίνουν». Γεμάτη στοιχεία από θρίλερ και ταινίες επιστημονικής φαντασίας, μεταξύ φαρσοκωμωδίας και άγριου σπλάτερ, με ξεκοιλιάσματα και αποκεφαλισμούς μέχρι … ιπτάμενους δίσκους, η εσχατολογική αυτή ταινία δεν αποτελεί γνήσια ταινία ενός είδους, αλλά ενός αυθεντικού δημιουργού, που παραμένει πεισματικά ανεξάρτητος σκηνοθέτης, σχολιάζοντας δημόσια την κρισιμότητα ενός πλανήτη και ενός πολιτισμού στο χείλος του γκρεμού.

Με πρώτο και τελευταίο πλάνο σε νεκροταφείο, η ταινία τοποθετείται στην αμερικάνικη επαρχιακή κωμόπολη Σέντερβιλ, όπου δυο αστυνομικοί γίνονται μάρτυρες περίεργων φαινόμενων, συνέπεια σύμφωνα με έκτακτο τηλεοπτικό δελτίο, της εκτροπής του άξονα περιστροφής της γης. Διάσπαρτες παρέες, όπως οι ξένοι εκδρομείς, όσο και οι ντόπιοί, θα βιώσουν την κατά Τζάρμους Αποκάλυψη, όπου οι νεκροί ανασταίνονται και ξεχύνονται στους δρόμους, ενώ από το ραδιόφωνο ακούγεται διαρκώς το ίδιο κάντρι τραγούδι με τίτλο ίδιο με την ταινία.

Η σεναριακή παρατήρηση πως το επαναλαμβανόμενο τραγούδι είναι αυτό των τίτλων αρχής, σπάει τη σύμβαση αληθοφάνειας, με τον Τζάρμους να κινείται σε έναν αποκλειστικά φανταστικό φιλμικό κόσμο, για να αφηγηθεί μέσα από μια ιστορία με ζόμπι, τις οικολογικές του ανησυχίες και να μοιραστεί με τους θεατές τις κινηματογραφικές του αναφορές. Έτσι, γράφει συνειδητά διαλόγους για μυθοπλαστικούς χαρακτήρες, όπου τίποτα δεν είναι ρεαλιστικό.

Σε μια αντίστοιχη με του Καουρισμάκι, ευγένεια και γλυκύτητα, το ανεξάρτητο σινεμά του Τζάρμους λειτουργεί με τις δικές του δικλείδες και αναφορές, παραμένοντας εκτός χολιγουντιανών στούντιο.

Αφήνοντας πίσω τις διάσπαρτες στις προηγούμενες ταινίες του αναφορές στην κουλτούρα και τα επιτεύγματα μιας οικουμενικής τέχνης, ο Τζάρμους στρέφεται μέσα από τα σπλάτερ με ζόμπι, στην αμερικάνικη υποκουλτούρα που άνθισε μεταπολεμικά ως αντίσταση στην ψυχροπολεμική Αμερική της μαζικής κατανάλωσης του ’50, για να γίνει το προπύργιο ενός εμπνευσμένου αντισυμβατικού πόλου, στον απόηχο της αμφισβήτησης των μπίτνικ, που συνδέθηκε με το ανεξάρτητο σινεμά και τις ταινίες χαμηλού προϋπολογισμού, με τέρατα, εξωγήινους και ζόμπι.

Ο Τζάρμους, σκηνοθέτης που μυήθηκε στην απόλαυση του σινεμά, μέσα από την μητέρα του κριτικό κινηματογράφου, στη νέα του ταινία για το τέλος του κόσμου, αντλεί κοινωνικούς προβληματισμούς που στο σινεμά έχουν περάσει μέσα από ταινίες ζόμπι, ενώ η αντανάκλαση μιας επερχόμενης καταστροφής συμβαδίζει με τις πρόσφατες παγκοσμίως οικολογικές διαμαρτυρίες.

Μετά το βαμπιρικό «Μόνο οι εραστές μένουν ζωντανοί» (2013), ο Τζάρμους κάνοντας ένα πέρασμα και στο «Πάτερσον» (2016), στην καλτ ταινία «Το νησί των χαμένων Ψυχών» (1932), επανέρχεται στις ταινίες τρόμου, μέσα όμως από το πολιτικοποιημένο υποείδος των θρίλερ με ζόμπι, που καθιέρωσαν έναν κοινωνικό προβληματισμό, ειδικά μετά τον ευφυή χειρισμό του Τζωρτζ Ρομέρο στο «Ζόμπι, το ξύπνημα των νεκρών» (1978), όπου επιχειρήθηκε έντονη κριτική στην καταναλωτική κοινωνία, με τη δράση τοποθετημένη στα μεγάλα εμπορικά κέντρα.

Ο μικρόκοσμος του φιλήσυχου Σέντερβιλ παρουσιάζει μια εξιδανικευμένη εικόνα της αμερικάνικης επαρχίας. Οι αστυνομικοί εμφανίζονται εξαιρετικά καλοπροαίρετοι, ενώ ο ρατσιστής αγρότης πίνει αρμονικά καφέ πλάι στον αφροαμερικανό συντοπίτη, που τον ερμηνεύει ο γνωστός αντιρατσιστής ακτιβιστής ηθοποιός Ντάνι Γκλόβερ.

Ο Τζάρμους πλάθει τον χαρακτήρα του ερημίτη Μπομπ, προσωποποιώντας τη φωνή της φύσης, που ερμηνεύει ο αντικομφορμιστής 69χρονος τραγουδοποιός Τομ Γουέιτς, στο ρόλο που φέρει το πολιτικό στίγμα της ταινίας. Με αμφίεση άστεγου που επιβιώνει με ό,τι προσφέρει η φύση, ο μακρυμάλλης ερημίτης, μεταξύ αντάρτη με αυτοσχέδιο όπλο και φυσιοδίφη Κέλτη Δρυίδη, περιφέρεται στα δάση ως παρατηρητής-μάρτυρας που διαπιστώνει τα ίχνη διασάλευσης της φυσικής αρμονίας.

Σε μια εποχή που οι περισσότεροι αποστρέφουν το βλέμμα από τα εμφανή σημάδια οικολογικής καταστροφής, ο ερημίτης, έστω και ως παθητικός παρατηρητής, όπως στον «Ηδονοβλεψία» (1960/ Μάικλ Πάουελ), εστιάζει μέσα από τα κιάλια του σε ό,τι συμβαίνει. Οικολογικά μηνύματα υπήρχαν και στην ταινία του Τζάρμους «Μια νύχτα στον κόσμο» (1991) όπου ακουγόταν το μπλουζ πρωτόγονης ακουστικής του Γουέιτς «The earth died screaming» με αυτοσχέδια κρουστά και τα ουρλιαχτά του, ενώ καθόλου τυχαία, ο ερημίτης-Γουέιτς βρίσκει το βιβλίο του Χέρμαν Μέλβιλ «Μόμπυ Ντικ».

Ο Τζάρμους φλερτάρει με τους κώδικες ταινιών με ζόμπι και δημιουργεί σκηνές που αντλούν έμπνευση από χαρακτηριστικές ταινίες, χτίζοντας τον μικρόκοσμο της νέας του ταινίας με αναφορές και σε δικές του. Η καφετέρια-στέκι για τους φανατικούς καφενόβιους ανακαλεί το «Καφέ και τσιγάρα» (2003) με τον Ίγκι Ποπ. Ο πανκ-ροκ γερόλυκος, δραστήριος παρά τα 72 του, απαθανατίζεται ως εθισμένο στην καφεϊνη ζόμπι, πλάι στην αγαπημένη σύντροφο του σκηνοθέτη Σάρα Ντράιβερ.

Η χαοτική πληθώρα χαρακτήρων εξυπηρετεί τις πολλαπλές αναφορές του σκηνοθέτη. Τα επίθετα των δυο αστυνομικών, του ψυχραιμότερου ώριμου (Μπιλ Μάρεϊ) και του πραγματιστή νεότερου (Άνταμ Ντράιβερ), συγκλίνουν ηχητικά, όπως και τα ονόματα των κολεγιόπαιδων Ζακ και Τζακ, αντίστοιχα με το αριστουργηματικό του νεονουάρ «Στην Παγίδα του νόμου» (1986). Σε αυτή την πολυφυλετική παρέα, τα κολεγιόπαιδα ψάχνοντας για κατάλυμα, κάνουν αναφορά στο «Ψυχώ» (1960) του Χίτσκοκ, ενώ ο Τζάρμους αποτίνει φόρο τιμής στα Πουλιά (1963) στη σκηνή με τα κοράκια. Πιστός στα λογοπαίγνια με τίτλους, στίχους και ονοματοδοσίες, ο Τζάρμους ονομάζει το μοτέλ «Φεγγαρόφωτο». Η όμορφη Ζόι, που την ερμηνεύει η λατίνα ποπ τραγουδίστρια Σελίνα Γκομέζ, βρίσκεται σε ερωτικό τρίγωνο, θυμίζοντας τις «Άγριες Φράουλες» (1957/Μπέργκμαν), ενώ οδηγεί τη συλλεκτική Pontiac Le Mans του 1968, προϊόν του άλλοτε ακμαίου Ντιτρόιτ. Από τους τρεις έφηβους στις φυλακές ανηλίκων, την Ολίβια ερμηνεύει η κόρη του Φόρεστ Γουιτάκερ, πρωταγωνιστή του Τζάρμους στο «Ghost Dog» (1999), ταινία με αντίστοιχο σύμπαν με αυτό που ανακαλεί και η φιγούρα της εκκεντρικής Σκοτσέζας νεκροθάφτη Ζέλντα (Τίλντα Σουίντον), η οποία παρουσιάζεται με γιαπωνέζικη αμφίεση να χειρίζεται σπαθιά σαμουράι, ενώ αποκεφαλίζει ζόμπι με στυλ, εικόνες από γιαπωνέζικες ταινίες πολεμικών τεχνών, μέχρι και το «Χαιλάντερ, ο αθάνατος» (1986/Ράσελ Μαλκάχι).

Η κατεξοχήν καλτ εικόνα με το χέρι νεκροζώντανου που ξεπετάγεται απειλητικά από το χώμα μπροστά από μια ταφόπλακα, αποτελεί αναφορά στην περίφημη ταινία «Το καταραμένο άσμα»evil dead»,1981, Σαμ Ράιμι), ενώ επιρροές από το «evil dead (1987) αποτελούν οι σκηνές όπου οι πρωταγωνιστές αντιμετωπίζουν πλάτη με πλάτη τις ορδές των ζόμπι που τους περικυκλώνουν ή καρφώνουν σανίδες στην πόρτα με τα χέρια των ζόμπι να προεξέχουν, ενώ σε ένα κοντινό στις ταφόπλακες αναγράφεται το όνομα του εμβληματικού ανεξάρτητου σκηνοθέτη Σάμιουελ Φούλερ.

Με τον ιδιοκτήτη του βενζινάδικου Μπόμπι, που πουλάει συλλεκτικά προϊόντα της υποκουλτούρας των θρίλερ, γίνεται αναφορά στους μυημένους οπαδούς του είδους, που αποκτούν φετιχιστική καταναλωτική συνείδηση. Καθόλου τυχαία, ο Μπόμπι εκτός από μπλούζα με τη φιγούρα του Νοσφεράτου από την ταινία του Μουρνάου, φοράει και κονκάρδα, αναφορά στη «Νύχτα των ζωντανών νεκρών» (1968) του Ρομέρο, υπενθυμίζοντας την ιστορική εξέλιξη του είδους, αλλά και την προσέγγιση της υποκουλτούρας στη διαμόρφωση της σινεφιλίας, στη γενιά του Τζάρμους και του Ταραντίνο.

Iggy Pop stars as “Male Coffee Zombie” in writer/director Jim Jarmusch’s THE DEAD DON’T DIE, a Focus Features release. Credit : Frederick Elmes / Focus Features © 2019 Image Eleven Productions, Inc.

Τελευταία, ο Τζάρμους συνηθίζει να επενδύει τις ταινίες με τα ατμοσφαιρικά απόκοσμα ηλεκτρικά κιθαριστικά ακόρντα των SQURL, όπου παίζει ο ίδιος. Όπως άλλοτε στις ταινίες του Έλβις και του Τζέιμς Μποντ, το περίφημο τραγούδι της ταινίας, έγινε ειδική παραγγελία στον κάντρι τραγουδοποιό Στέρτζιλ Σίμπσον, άλλον έναν μουσικό που μας γνωρίζει ο Τζάρμους μετά την Γιασμίν Χαμντάν. Το κάντρι τραγούδι ακούγεται διαρκώς ως στοιχείο της παράλληλης χρονικής στιγμής όπου συμβαίνουν τα διαφορετικά επεισόδια, ενώ οι στίχοι «Οι νεκροί είναι φαντάσματα μέσα σε ένα όνειρο μιας ζωής που δεν μας ανήκει» εκφράζουν το βασικό σημαινόμενο. Η ακρόαση του τραγουδιού ενώ οδηγούν, ανακαλεί και τα «Τσακισμένα Λουλούδια» (2005), με τον Μπιλ Μάρεϊ.

Τα ζόμπι του Τζάρμους πάσχουν από ανάμνηση καταναλωτισμού και σέρνουν τις αποσυντεθημένες σάρκες τους για να επιστρέψουν στον «τόπο του εγκλήματος», έξω από τα καταστήματα που άλλοτε ψώνιζαν, αποτελώντας τα αλληγορικά «απομεινάρια υλιστών». Όταν «θερίζεις όσα σπέρνεις», τελικά οι πραγματικοί νεκροζώντανοι δεν βρίσκονται στα θρίλερ, αλλά στις πραγματικές εικόνες που τελευταία βλέπουμε στα ειδησεογραφικά δελτία με ανεγκέφαλες ορδές καταναλωτών να ποδοπατούνται τις μέρες των προσφορών. Ίσως για αυτό, το βουτηγμένο στο μαύρο χιούμορ αστείο με τις οδηγίες αποτελεσματικής εξουδετέρωσης των ζόμπι μέσω αποκεφαλισμού, γνώση που έχουν αποκομίσει οι νεαροί πρωταγωνιστές βλέποντας θρίλερ, μοιραία παραπέμπει στην ατάκα της Κατερίνας Γώγου «στο μυαλό είναι ο στόχος, το νου σου, ε;».

*Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου,

ifigenia.kalantzi@gmail.com

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!