του Γιάννη Δουλφή
Με αφορμή την 70ή επέτειο της Οικουμενικής Διακήρυξης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και την ψήφιση του «Συμφώνου» του ΟΗΕ για την ελεύθερη μετανάστευση που υπογράφτηκε πανηγυρικά στο Μαρακές και από τον Έλληνα πρωθυπουργό, κάνουμε μια μικρή ιστορική αναδρομή στα ανθρώπινα δικαιώματα.
Παρά τις επετειακές πανηγυρικές διακηρύξεις όπως οι πρόσφατες του γ.γ. του ΟΗΕ –«τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι καθολικά, αιώνια, αδιαίρετα και δεν μπορεί κανείς να διαλέξει μεταξύ των ατομικών, πολιτικών, οικονομικών, κοινωνικών και πολιτιστικών δικαιωμάτων. Τα ανθρώπινα δικαιώματα βρίσκονται υπό πολιορκία σε όλο τον κόσμο, οι καθολικές αξίες φαλκιδεύονται και το κράτος δικαίου υπονομεύεται», Α. Γκουτέρες, «Τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι καθολικά και αιώνια», 10/12/2018) –, ο κατακερματισμός, η προνομιακή, επιλεκτική και προσχηματική μεταχείριση κάποιων, υπονομεύουν ακόμη και αυτό το δισυπόστατο χαρακτήρα των δικαιωμάτων του κράτους δικαίου.
Η εμφάνιση των ατομικών δικαιωμάτων
Η ιδέα σύμφωνα με την οποία ο άνθρωπος διαθέτει δικαιώματα ανεξάρτητα από την κοινωνία και τις ανθρώπινες συμβάσεις, αντλήθηκε από διάφορες παραδόσεις, όπως αυτές της ιουδαϊκής, της ελληνικής και της ρωμαϊκής αρχαιότητας, του αναγεννησιακού ουμανισμού, του χριστιανισμού –κυρίως της Μεταρρύθμισης– και προπαντός από τις θεωρίες του φυσικού δικαίου. Ο δυτικός πολιτισμός και η δυτική σκέψη διαμορφώθηκαν μέσα από αυτές τις παραδόσεις, στον πυρήνα των οποίων βρίσκεται η ιδέα της δικαιοσύνης, δηλαδή της ανθρώπινης ηθικής και του δικαίου – έννοιες που αποτελούν το πνευματικό θεμέλιο και την πεμπτουσία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Από αυτές τις παραδόσεις και, κυρίως, από την παράδοση του φυσικού δικαίου και του χριστιανισμού αντλήθηκαν οι βαθύτερες ιδέες των Διακηρύξεων των δύο μεγάλων αστικών Επαναστάσεων, της Αμερικανικής και της Γαλλικής, οι οποίες αποτελούν την πηγή για κάθε προσέγγιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ενώ το φυσικό δίκαιο είναι μια κεντρική έννοια για την κατανόηση της ιδέας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Η έννοια του ατομικού δικαιώματος, ως νομικού δικαιώματος, όμως ήταν άγνωστη στην αρχαιότητα. Η ύπαρξη μιας ιδιωτικής σφαίρας και ενός αυτοτελούς δικαιώματος έναντι της πολιτικής κοινότητας ήταν αδιανόητη. Η ιδέα της ελευθερίας του ιδιώτη, που είναι ανεξάρτητη από την ελευθερία της πόλεως, εθεωρείτο άτοπη.
Αναφέρει βέβαια ό Αριστοτέλης στα «Πολιτικά» ως στοιχεία της δημοκρατίας την κυριαρχία της πλειοψηφίας και την ελευθερία, τονίζει όμως συγχρόνως ότι δεν γίνεται ορθά αντιληπτή η ελευθερία. Απορρίπτει την άποψη του Ευριπίδη ότι το νόημα της ελευθερίας στη δημοκρατία είναι να ζει κανείς όπως θέλει και θεωρεί χρήσιμο. Κατά τον Αριστοτέλη, η υποταγμένη στην πολιτεία ζωή δεν είναι δουλεία, αλλά σωτηρία. Η ελευθερία για την οποία ήταν ιδιαίτερα υπερήφανοι οι αρχαίοι Έλληνες. δεν ήταν η ελευθερία του ατόμου έναντι της πόλεως, άλλα η ελευθερία της πόλεως. Η ενότητα πόλεως και πολιτών δεν επέτρεπε την αναγνώριση αυτόνομης ιδιωτικής (ούτε καν θρησκευτικής) ζωής ούτε της ελεύθερης έναντι της πόλεως διαμόρφωσής της.
Το ολοκληρωτικό φαντασιακό της νέας, πολιτικά ορθής δυτικής θρησκείας της παγκόσμιας αγοράς και του δικαίου των «ατομικών δικαιωμάτων» δεν καλλιεργεί κανένα αξιακό σύστημα ατομικής καταξίωσης συνυφασμένο με την κοινωνική συνύπαρξη ή με την προάσπιση των ιστορικών, πολιτισμικών και πολιτικών κεκτημένων. Δεν προκρίνει διαχρονικές αξίες έναντι των άμεσων, ατομικών συμφερόντων, αλλά μόνο αξίες «ρεαλιστικές», σχετικές με την φαντασιακή αυτοπραγμάτωση των ατομικών συμφερόντων του καθενός στο αέναο παρόν
Η κατάσταση αυτή άλλαξε, όταν η επικράτηση του χριστιανισμού οδήγησε στη μεσαιωνική Δυτική Ευρώπη στο δυισμό κράτους και εκκλησίας. Από αυτόν αναπτύχθηκε η προτεραιότητα τού ατομικού δικαιώματος που δεν δημιουργείται ηθικά, αλλά μόνο αναγνωρίζεται από το κράτος. Την αποφασιστική στροφή αποτέλεσε η θρησκευτική μεταρρύθμιση, που δεν πρόβαλε μόνο την ταυτότητα πολιτικής και θρησκευτικής κοινότητας, αλλά και την απαίτηση των πουριτανών για «ιδιωτικοποίηση» της θρησκείας και σχετικοποίηση και συρρίκνωση τού κράτους. Η πρώτη ιστορική καταβολή των ατομικών δικαιωμάτων βρίσκεται στη θρησκευτική ελευθερία. Κατά το Μεσαίωνα, τα επιχειρήματα υπέρ του φυσικού δικαίου αποτέλεσαν συχνά τη βάση ή ένα από τα επιχειρήματα για τα ατομικά δικαιώματα και τους περιορισμούς της κρατικής εξουσίας, με τον Θωμά Ακινάτη να θεωρείται ο σπουδαιότερος στοχαστής. Η αγγλική Magna Carta του 1215, ένας μεσαιωνικός καταστατικός χάρτης της ελευθερίας, έπαιξε ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στην ιστορία της εξέλιξης των δικαιωμάτων, χωρίς να αποτελεί καταστατικό τους χάρτη, αλλά μάλλον μόνο ένα θεμέλιό τους.
Θα μπορούσε να ανιχνεύσει κανείς ακόμη και στους βαβυλωνιακούς νόμους, καθώς αποτελούσαν εκ των προτέρων επιβεβλημένους σταθερούς κανόνες, αποτρέποντας τις αυθαίρετες κρίσεις των βασιλέων. Έτσι, όχι μόνο εγκαινίασαν την ιδέα της δίκαιης και αμερόληπτης διακυβέρνησης καθιερώνοντας την αμεροληψία του δικαστηρίου, αλλά διακήρυξαν για πρώτη φορά τις έννοιες των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων και της αναλογικής τιμωρίας.
Στην αρχαία Μεσοποταμία μαρτυρούνται από το 2350 π.Χ. περίπου οι αρχαιότεροι νομικοί κώδικες οι οποίοι περιλάμβαναν σε κάποιο βαθμό την έννοια του δικαιώματος. Ο αρχαιότερος νομικός κώδικας που σώζεται ως σήμερα είναι ο νεοσουμερικός Κώδικας του Ουρ-Ναμμού (περ. 2050 π.Χ.). Στη γνωστότερη σειρά νόμων, τον Κώδικα του Χαμουραμπί (περ. 1780 π.Χ.), περιέχονται κανόνες –και ποινές σε περίπτωση παραβίασης των κανόνων– που ρυθμίζουν μια σειρά από ζητήματα όπως τα δικαιώματα των γυναικών, των παιδιών και των δούλων. Στους προλόγους αυτών των κωδίκων γίνεται επίκληση στους μεσοποτάμιους θεούς με σκοπό την θεϊκή επικύρωση. Η προέλευση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στις κοινωνίες συχνά πήγαζε από θρησκευτικά ιερά κείμενα. Οι Βέδες, η Βίβλος, το Τάο Τε Τσινγκ του Λάο Τσε, τα Ανάλεκτα του Κομφούκιου, οι διδαχές του Βούδα και το Κοράνι είναι μεταξύ των αρχαίων γραπτών πηγών που πραγματεύονται ζητήματα όπως τα καθήκοντα, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του ατόμου. Οι έννοιες αυτές επανεμφανίστηκαν αργότερα στους αρχαίους εβραϊκούς νόμους και τη σύγχρονη φιλελεύθερη προσέγγιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Ο σεβασμός που επιδείκνυαν οι Εβραίοι στην ιερότητα της ανθρώπινης ζωής και την αμοιβαιότητα των δικαιωμάτων θα απηχούνταν αργότερα στις επαναστάσεις της περιόδου του Διαφωτισμού με αίτημα τα δικαιώματα του ανθρώπου.
Η επίδραση του στοχασμού για το φυσικό δίκαιο και τα φυσικά δικαιώματα στην πολιτική θεωρία έφτασε πολύ μακριά με εμφατικότερο παράδειγμα, την Αμερικανική Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας (1776) που υποστηρίζει ότι αντλεί κύρος από τους «Νόμους της Φύσης» και αναφέρεται στα «αναπαλλοτρίωτα δικαιώματα» στη «Ζωή, την Ελευθερία και την επιδίωξη της Ευτυχίας»
Τις βάσεις του νεωτερικού συστήματος έθεσε ο ευρωπαϊκός διαφωτισμός και ο πολιτικός φιλελευθερισμός, όπως εκφράστηκε, έστω και με διαφορετικούς τρόπους από τους Τόμας Χομπς και Τζον Λοκ, που θέτει στο επίκεντρο το άτομο ως υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων στις σχέσεις του με κράτος και την εγγύησή τους. Αν η κοινωνία προηγείται του ατόμου, τότε πρωταρχική γίνεται η έννοια της υποχρέωσης: το άτομο οφείλει μια σειρά από πράγματα στο κοινωνικό σύνολο. Αν, αντίθετα, ξεκινήσουμε, από την προτεραιότητα του ατόμου, τότε πρωταρχική γίνεται η έννοια του δικαιώματος: η κοινωνία οφείλει να σέβεται τα αναφαίρετα δικαιώματά του. Παρά το γεγονός ότι τα δικαιώματα θεμελιώνονται ως ατομικά και καθολικά, στη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη που ψηφίστηκε το 1789 κατά την περίοδο της Γαλλικής Επανάστασης από τη Συντακτική Συνέλευση, γίνονται διακριτά τα πολιτικά και τα κοινωνικά δικαιώματα.
Το δικαίωμα στην εργασία
Το δικαίωμα στην εργασία περιλαμβάνεται στην Παγκόσμια Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ του 1948 και εξειδικεύεται στα άρθρα 23, 24, και 25 και στο Άρθρο 22 παρ. 1. του ελληνικού Συντάγματος, παρά το γεγονός ότι συγκεκριμένα νομοθετικά μέτρα έχουν βάναυσα υπονομεύσει όσα ευεργετήματα για τους εργαζόμενους το συνοδεύουν. (1)
Από τη Γαλλική Επανάσταση στην Επανάσταση του 1848
Εκτός από την παροχή δημόσιας βοήθειας, το δικαίωμα στην εργασία αποτέλεσε σημαντικό θέμα στις συζητήσεις της Συντακτικής Συνέλευσης κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης. Απασχόλησε τόσο τους ριζοσπάστες όσο και τους μετριοπαθείς από το 1789. Ο νόμος της 19ης Μαρτίου 1793 αναφέρει: «Κάθε άνθρωπος έχει το δικαίωμα στη επιβίωση του μέσω της εργασίας εάν είναι έγκυρη, με δωρεάν βοήθεια αν δεν είναι σε θέση να εργαστεί. Η φροντίδα για την εξασφάλιση της επιβίωσης των φτωχών είναι ένα εθνικό χρέος.» Ομοίως, το άρθρο 21 της Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη του 1793: «Η δημόσια αρωγή είναι ένα ιερό χρέος. Η κοινωνία οφείλει τη διατροφή των δυστυχισμένων πολιτών, είτε παρέχοντάς τους εργασία, είτε παρέχοντας τα μέσα για εκείνους που αδυνατούν να εργαστούν». Το δικαίωμα στην εργασία επιβεβαιώνεται επίσης στο Σύνταγμα του Έτους Ι, το οποίο εκπόνησε η Συνέλευση των Ορεινών.
Το δικαίωμα στην εργασία, σε συνδυασμό με το δικαίωμα στην κοινωνική πρόνοια, αποτέλεσε μια διεκδίκηση που συμμερίστηκαν τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους πολιτικοί όπως ο Gui-Jean-Baptiste Target, βουλευτής της τρίτης τάξης, ή ο Malouet, η οποίος ανήκει στους μοναρχικούς και πρότεινε στη Συντακτική Συνέλευση στις 3 Αυγούστου 1789, τη δημιουργία ενός συστήματος «γραφείων ανακούφισης και εργασίας».
Το δικαίωμα στην εργασία έγινε εν συνεχεία κεντρικό αίτημα της Κοινωνικής Δημοκρατίας κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1848. Η Προσωρινή Κυβέρνηση τότε ίδρυσε τα Εθνικά Εργαστήρια και η Επιτροπή του Λουξεμβούργου, Κοινωνικά Εργαστήρια υπό την καθοδήγηση του Louis Blanc.
Κατά τη διάρκεια των συζητήσεων της 11ης Σεπτεμβρίου 1848 στη Συντακτική Συνέλευση, ο Ledru-Rollin υπερασπίζεται έτσι αυτό το «διπλό» δικαίωμα σε βοήθεια και εργασία, επιβεβαιώνοντας: «Έχει ειπωθεί ότι το δικαίωμα στην εργασία είναι ο σοσιαλισμός. Απαντώ: Όχι, το δικαίωμα στην εργασία είναι η εφαρμοσμένη Δημοκρατία».
Το δικαίωμα στην εργασία επικροτεί αναφανδόν ο Μαρξ, εντασσόμενος στο φιλελεύθερο πνεύμα του διαφωτισμού της εποχής του, σε μια «αμυντική» υπεράσπιση της εργατικής τάξης (;), στην αλλοτριωμένη παρά ταύτα κατά τον ίδιο μορφή της μισθωτής εργασίας, στην πορεία της προς την κομμουνιστική κοινωνία που θα υπερέβαινε το αναγκαίο κατά τα άλλα καπιταλιστικό στάδιο.
«Στο πρώτο σχέδιο συντάγματος που καταρτίστηκε πριν από τις μέρες του Ιούνη, βρισκόταν ακόμα το “droit au travail”, το δικαίωμα στην εργασία, η πρώτη αδέξια διατύπωση όπου συνοψίζονται οι επαναστατικές αξιώσεις του προλεταριάτου. Αυτό μετατράπηκε στο droit a l’ assistance, στο δικαίωμα να παίρνει βοήθημα απ’ το δημόσιο. Και ποιο σύγχρονο κράτος δεν τρέφει τους απόρους του με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο; Το δικαίωμα στην εργασία είναι, με την αστική έννοια, ένας παραλογισμός, ένας άθλιος, ευσεβής πόθος. Πίσω όμως απ’ το δικαίωμα στην εργασία κρύβεται η βία πάνω στο κεφάλαιο, πίσω απ’ τη βία πάνω στο κεφάλαιο η ιδιοποίηση των μέσων παραγωγής, η υπαγωγή τους στην οργανωμένη εργατική τάξη, επομένως η κατάργηση της μισθωτής εργασίας, του κεφαλαίου και των αμοιβαίων σχέσεών τους. Πίσω από το “δικαίωμα στην εργασία” βρισκόταν η εξέγερση του Ιούνη. Η συντακτική συνέλευση, που έθετε ουσιαστικά το επαναστατικό προλεταριάτο εκτός νόμου, ήταν για λόγους αρχής υποχρεωμένη να βγάλει τη διατύπωση του δικαιώματος της εργασίας απ’ το σύνταγμα, αυτό το νόμο των νόμων, ήταν υποχρεωμένη να ρίξει το ανάθεμα στο “δικαίωμα στην εργασία” (Μαρξ, «Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία από το 1848 ως το 1850», Σ.Ε., σελ. 78-79).
Αν το δικαίωμα στην εργασία είναι κατανοητό ως αμυντική πολιτική υπεράσπισης των συνθηκών ζωής των αποστερημένων από τα μέσα αναπαραγωγής τους μισθωτών εργατών, υπάρχει απόσταση με μια αντίληψη λατρείας της εργασίας ως κέντρο της ανθρώπινης ύπαρξης, ειδικά μέσα στις άθλιες συνθήκες που επικρατούσαν στον καπιταλισμό (και επικρατούν ακόμη και σήμερα με νέες μορφές, ιδιαίτερα με τις ανατροπές που επέφερε η νεοφιλελεύθερη επίθεση). (2)
Το δικαίωμα στην τεμπελιά
Σε αντίθεση με το εγκώμιο αυτό του Μαρξ στο δικαίωμα της εργασίας, ο γεννημένος στο Σαντιάγκο της Κούβας, Γάλλος με εβραϊκές ρίζες, γαμπρός του, Πωλ Λαφάργκ, ενεργός πολιτικά και θαυμαστής του φιλόσοφου και σοσιαλιστή Προυντόν, διεκδίκησε το δικαίωμα στη σχόλη για τις εργαζόμενους, μέσα από τον περιορισμό των ωρών εργασίας, με «Το δικαίωμα στην τεμπελιά» –μία ωδή στην αποχή από την εργασιακή μανία που κατατρώει τον λαό και καταστρέφει την ζωή των ανθρώπων, που γράφτηκε και πρωτοδημοσιεύθηκε σε συνέχειες στην L’ Egalité το 1881– για να επανεκδοθεί από το 1905 και το 1907 17 φορές. Από τότε μέχρι και σήμερα παραμένει ένα κείμενο καταπέλτης κατά του καπιταλιστικού δαίμονα και ένα μανιφέστο υπεράσπισης των ιδεωδών που προτρέπουν την απελευθέρωση του ανθρώπου από την εργασιακή σκλαβιά χωρίς νόημα με την επαναφορά στα πρότυπα της προκαπιταλιστικής περιόδου, τότε που οι άνθρωποι αποκομμένοι από την ανάγκη για ύλη ζούσαν αρμονικά και αρκούνταν να καταναλώνουν όσα παρήγαγαν, υπηρετώντας τις ανάγκες τους δίχως υπερβολές, δίχως άσκοπα έξοδα, δίχως ωφελιμισμό γιατί δεν θα υπάρχει αυτή η τρέλα της παραγωγής που εξαθλιώνει, δημιουργεί σύγχρονους σκλάβους και τελικά καταστρέφει την ανθρώπινη ευδαιμονία. Παραδόξως, το δικαίωμα στην τεμπελιά δεν συμπεριλαμβάνεται στη λίστα των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ.
Η μετατροπή, κατόπιν τούτων, του δικαιώματος στην εργασία, ως προστασίας απέναντι στην ανεργία της στέρησης για την επιβίωση, στη διαρκή αυτοθέσμιση μιας καθολικής αρχής κατανομής μεταξύ χρόνου εργασίας, σχόλης και παραγομένων και διαθεσίμων αγαθών για όλους, προβάλει επιτακτικά ως αίτημα για το ξεπέρασμα των αντιφάσεων του ύστερου καπιταλισμού και ενάντια στη βάρβαρη νεοφιλελεύθερη διέξοδό του.
Από τη διεύρυνση των δικαιωμάτων στο νέο κομφορμισμό του μεταμοντέρνου δικαιωματισμού
Από την καθολικότητα και το αδιαίρετο των ανθρώπινων δικαιωμάτων περάσαμε στη διακριτική διαίρεσή τους, στην επιλεκτική ιεράρχησή τους και την προσχηματική μεταχείριση κάποιων έτσι ώστε να υπονομεύεται σήμερα ακόμη και αυτός ο δισυπόστατος χαρακτήρας των δικαιωμάτων του κράτους δικαίου
Στη δεκαετία του ‘60 είδαμε την έκρηξη μιας σειράς νέων κοινωνικών κινημάτων χειραφέτησης (γυναικείο, αντιψυχιατρικό, αντιρατσιστικό, κίνημα για τα δικαιώματα των Μαύρων στις ΗΠΑ κ.ά.) που βρέθηκαν προς στιγμήν στην πρώτη γραμμή των αγώνων στις χώρες του καπιταλιστικού κέντρου, χωρίς καθολικές αξιώσεις κοινωνικής απελευθέρωσης, τα οποία έθεταν ζητήματα ένταξης των επιμέρους δικαιωμάτων τους στον αστερισμό των πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, υπερβαίνοντας ωστόσο παράλληλα το φιλελευθερισμό των δικαιωμάτων με ένα ουτοπικό όραμα «υπαρξιακής πλήρωσης και εκφραστικής ελευθερίας για όλους» (3), που κορυφώθηκε στα τέλη της (1968 – φοιτητικό κίνημα σε ΗΠΑ και Ευρώπη, Μάης ’68 κ.ά.) για να μεταλλαχθεί εν τέλει σε κάτι πολύ διαφορετικό, απορροφούμενο, από το νέο κοινωνικοπολιτικό τοπίο του ανερχόμενου, μετά το τέλος της ευφορίας, νεοφιλελευθερισμού. Μέσα από λεπταίσθητες μετατοπίσεις, το πνευματικό κλίμα που χαρακτηρίστηκε μεταμοντερνισμός, αξιοποιώντας τις διαπιστώσεις της σημασίας του συμβολικού και των λεκτικών παιγνίων στον κοινωνικό ανταγωνισμό και θέτοντάς τις στην υπηρεσία στήριξης του υπαρκτού κόσμου, ανανέωσε το φθαρμένο φιλελευθερισμό, μέσω της πολιτιστικής ηγεμονίας της «μεταμοντέρνας Αριστεράς» που προχώρησε πέραν των μύθων της παλιάς Αριστεράς, ώστε να σχηματισθεί, με την αγαστή σύμπλευση του θεσμικού και ακαδημαϊκού λόγου, η νέα γλώσσα της πολιτικής ορθότητας με νεολογισμούς και ευφημισμούς, που είτε εξωραΐζουν την πραγματικότητα, είτε τρομοκρατούν, επινοώντας ή μετασχηματίζοντας λέξεις που παγιδεύουν, εξορίζουν ή φετιχοποιούν (4). Από το Βίλχελμ Ράιχ, τον Χέρμπερτ Μαρκούζε και τη σεξουαλική επανάσταση της δεκαετίας του ‘60 απέναντι στις καταπιεστικές κοινωνικές δομές και τη διεκδίκηση της ελεύθερης διάθεσης του σώματος του καθενός σύμφωνα με τις επιθυμίες του, φθάσαμε στην αμφισβήτηση της ανθρώπινης φύσης μέσα από την κονστρουκτιβιστική λογική του «κοινωνικού φύλου» και τη θεσμοθέτηση του δικαιώματος αλλαγής φύλου ακόμη και από τρυφερή ηλικία. Από τη διφορούμενη και ουτοπική διεκδίκηση μιας απελευθέρωσης από τη δυστοπική φιλελεύθερη θέσμιση, στη διεκδίκηση της ασφυκτικής ενσωμάτωσης στις πιο τυπικές μορφές οικογένειας. Στην ορολογία των «φοβιών» και της καταπολέμησή τους, όπως π.χ. η «ξενοφοβία» έρχονται και οι κριτικές και κατηγορίες για «ομοφοβία» και «σεξισμό». Δεν αρκεί γι’ αυτή την «Αριστερά» το δικαίωμα των γκέι και των λεσβιών για συμβίωση, δεν αρκούν τα δικαιώματα για υιοθεσία παιδιών, αλλά ξεκινούν οι αγώνες για τις «ενοικιάσεις μήτρας», οι λεγόμενες παρένθετες μητέρες.
Από την καθολικότητα και το αδιαίρετο των ανθρώπινων δικαιωμάτων περάσαμε στη διακριτική διαίρεσή τους, στην επιλεκτική ιεράρχησή τους και την προσχηματική μεταχείριση κάποιων έτσι ώστε να υπονομεύεται σήμερα ακόμη και αυτός ο δισυπόστατος χαρακτήρας των δικαιωμάτων του κράτους δικαίου.
Στην αυγή του 21ου αιώνα η προσχηματική αυτή επίκληση και μάλιστα για λογαριασμό άλλων, χρησίμευσε για μια σειρά πολεμικών επιχειρήσεων των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων ενάντια σε διάφορες χώρες που ήθελαν να υφαρπάξουν ή να εξαφανίσουν και να τις διαμελίσουν. Ο ΟΗΕ και τα διάφορα όργανά του για τα ανθρώπινα δικαιώματα αποτελούν το όχημα για τη νομιμοποίηση των επεμβάσεων, όταν δε αυτό δεν καθίσταται εφικτό, παρακάμπτεται. Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αποτελεί η επέμβαση στη Γιουγκοσλαβία (5).
Το δικαίωμα στην ασφάλεια θεωρούμενο ως πρωτεύον, που κινδυνεύει από την «τρομοκρατία» ήταν η προσχηματική αφορμή για μια σειρά πολεμικών επιχειρήσεων των μεγάλων δυνάμεων ανά τον κόσμο, αλλά και της άρσης ή του δραστικού περιορισμού άλλων εξ ίσου η ακόμη και περισσότερο θεμελιωδών, κατοχυρωμένων δικαιωμάτων.
Το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, θεωρούμενο μέχρι πρότινος ως ιερό, ειδικά στον καπιταλισμό, αμφισβητείται πλέον ανοιχτά για μια ολοένα και μεγαλύτερη μερίδα των ανθρώπων (άρα η καθολικότητά του), ακόμη και αν αφορά αξίες χρήσης διαρκών αγαθών, όπως η πρώτη κατοικία, το ιδιωτικό μέσο μεταφοράς κ.ά.
Ακόμη και το δικαίωμα ελεύθερης πρόσβασης στα δημόσια αγαθά, ήδη εμπορευματοποιημένα, παρά τον κρατικό έλεγχο, απαλλοτριώνονται προς όφελος των μεγάλων επιχειρηματικών συμφερόντων (υπερεθνικών και άλλων) και εν τέλει και αυτό ακόμη το δικαίωμα στη ζωή για όλους τους ανθρώπους σε όλο τον κόσμο αναιρείται.
Τα δικαιώματα των μεταναστών
Όπως με την καθιέρωση του δικαιώματος στην εργασία (καθολικό βέβαια δικαίωμα) είχε προηγηθεί το ξερίζωμα των ανθρώπων, ώστε να μην έχουν άλλο μέσο επιβίωσης στη διάθεσή τους παρά την εξαρτημένη εργασία, έτσι και σήμερα καθιερώνεται το δικαίωμα των μεταναστών, που ο σύγχρονος παγκοσμιοποιημένος επιθετικός καπιταλισμός ξεριζώνει με διάφορες βίαιες πρακτικές (πολέμους, οικονομικές απερημώσεις κ.λπ.).
Πρόκειται για την παγκοσμιοποίηση του ορντοφιλελευθερισμού (κανονιστικού νεοφιλελευθερισμού) που κανοναρχεί το πλαίσιο για τη λειτουργία της κοινωνίας ως καθολικού ανταγωνισμού (όχι δηλαδή μόνο μεταξύ των εμπορευματοπαραγωγών – που ούτως ή άλλως σημαίνει στην πραγματικότητα τον ανταγωνισμό στις σχέσεις μεταξύ ανθρώπων και κοινωνικών ομάδων) γεγονός που αποτελεί άλλο ένα τρόπο φαλκίδευσης των εν γένει συνταγματικά «κατοχυρωμένων» ανθρώπινων δικαιωμάτων, τόσο στα εθνικά κράτη όσο και στην Παγκόσμια Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ του 1948.
Αν το δικαίωμα στην εργασία είναι κατανοητό ως αμυντική πολιτική υπεράσπισης των συνθηκών ζωής των αποστερημένων από τα μέσα αναπαραγωγής τους μισθωτών εργατών, υπάρχει απόσταση με μια αντίληψη λατρείας της εργασίας ως κέντρο της ανθρώπινης ύπαρξης, ειδικά μέσα στις άθλιες συνθήκες που επικρατούσαν στον καπιταλισμό και επικρατούν ακόμη και σήμερα με νέες μορφές
Η παγκοσμιοποίηση δεν καταργεί εν γένει ούτε τα κράτη σε μια κατεύθυνση πανανθρώπινης ελεύθερης από (κρατικούς) καταναγκασμούς κοινωνίας, ούτε τα σύνορα, αλλά αξιώνει επιλεκτικά τα «ανοιχτά σύνορα» και σ’ αυτό βρήκε τον καλύτερο σύμμαχο στην («παγκοσμιοποιητική») Αριστερά, και κανοναρχεί τις ανθρώπινες ροές των, κατασκευασμένων από την πολεμική της έξαρση, σύγχρονων νομάδων.
Αν η υπεράσπιση των δικαιωμάτων των –νόμιμων μέσα από μια διαδικασία «εθνικής πολιτικής» κυρίαρχων κρατών– μεταναστών, για την ίση αμοιβή και ανάλογες εργασιακές συνθήκες σε μια ρυθμισμένη αγορά εργασίας σε περιόδους οικονομικής μεγέθυνσης και «κοινωνικού κράτους», όπως αυτή της μεταπολεμικής περιόδου, αποτελεί μια θετική κατεύθυνση για την αποτροπή της μαύρης εργασίας προς το συνολικό όφελος των εργαζομένων απέναντι στις εσωτερικές διαιρέσεις τους, η υπεράσπιση της αθρόας, ανεξέλεγκτης μετανάστευσης με το σύνθημα των «ανοιχτών συνόρων» και μάλιστα, σε ότι μας αφορά, σε μια χώρα με αποδιαρθρώμενη οικονομία σε καθίζηση, με πλήρως απορρυθμισμένες εργασιακές σχέσεις και τεράστια ανεργία, βρίσκεται στον αντίποδά της, αντιστρέφοντάς την σε ακραία φιλοκαπιταλιστική πολιτική, για να μείνουμε μόνο στο οικονομικό επίπεδο. Μάλιστα συνδέεται με νέες μορφές δουλείας, κοινωνικής, πολιτισμικής και χωρικής αποδιάρθρωσης. Η μετατόπιση αυτή της Αριστεράς είναι χαώδης.
Όπως βλέπουμε τα δικαιώματα των μειονοτήτων, όπως και το δικαίωμα των εθνών για αυτοδιάθεση γίνονται εργαλεία για την άσκηση πολιτικών ακόμη και εκτεταμένης μαζικής φυσικής βίας και ως εκ τούτου η αφηρημένη επίκληση των ανθρώπινων δικαιωμάτων, δεν μπορεί πλέον να μας κάνει άκριτους υπερασπιστές τους.
Δυστυχώς η μεγαλύτερη μερίδα της υπαρκτής Αριστεράς και στη χώρα μας, όπως και της «Ευρώπης» –καθ’ ομοίωση της οποίας προσαρμόστηκε, άκριτα και απόλυτα, με τον δουλικό κομφορμισμό του κάθε πολιτικά και πολιτισμικά αποικιοκρατούμενου στις ηγεμονικές «φιλελευθερο-ελευθεριακές» ιδεοληψίες, υιοθετώντας όλα τα αγοραία στερεότυπα του μετανεωτερικού παρόντος–, έχει προσχωρήσει μέσα από μια ειδική επιλεκτική ρητορική στο δικαιωματισμό των μειονοτήτων, αδιαφορώντας ακόμη και προκλητικότερα για την καθολικότητα των δικαιωμάτων που σε ολοένα και μεγαλύτερο βαθμό υπονομεύονται.
Και σωστά η Δεξιά και η «Κεντροδεξιά» παραμένει στον ρόλο της, αλλά η «εκσυγχρονισμένη Αριστερά» να κλείνει τα μάτια στα προβλήματα που προκαλεί η μετανάστευση στα εργασιακά και κοινωνικά δικαιώματα, στην εξαθλίωση ευρωπαϊκών λαών και να αγωνίζεται για τα «σύγχρονα δικαιώματα πολιτών» θα ήταν κάτι αδιανόητο για τους προπάτορές της.
Το ολοκληρωτικό φαντασιακό της νέας, πολιτικά ορθής δυτικής θρησκείας της παγκόσμιας αγοράς και του δικαίου των «ατομικών δικαιωμάτων» δεν καλλιεργεί κανένα αξιακό σύστημα ατομικής καταξίωσης συνυφασμένο με την κοινωνική συνύπαρξη ή με την προάσπιση των ιστορικών, πολιτισμικών και πολιτικών κεκτημένων. Δεν προκρίνει διαχρονικές αξίες έναντι των άμεσων, ατομικών συμφερόντων, αλλά μόνο αξίες «ρεαλιστικές», σχετικές με την φαντασιακή αυτοπραγμάτωση των ατομικών συμφερόντων του καθενός στο αέναο παρόν.
Το ριζικό χειραφετητικό πρόταγμα της αυτόνομης κοινωνίας (συλλογική και ατομική αυτονομία) που συγκροτείται σε μια δημοκρατική πολιτεία με το ξεπέρασμα του κράτους των ιδιωτών –υποκειμένων των δικαιωμάτων με την κρατική εγγύηση– μπορεί να αποτελέσει αφετηρία για το ξεπέρασμα της ετερονομίας των δικαιωμάτων και της οικονομοκεντρικής και ατομοκεντρικής θεώρησης της ζωής.
Σημειώσεις
(1) Η αμφισημία του δικαιώματος αυτού, μεταξύ της υπεράσπισης των ανθρώπων να επιβιώνουν και της –κατά τον Φίχτε– ελευθερίας ως αναγκαιότητας να μην υπάρχουν αργόσχολοι, οδήγησε αργότερα, στο ναζιστικό τέρας της καταναγκαστικής εργασίας ή στο σταλινικό σταχανοφισμό.
(2) Ο Μαρξ προφανώς αναφέρεται στα ριζοσπαστικά μέτρα που είχε επεξεργασθεί ο μεταρρυθμιστής σοσιαλιστής Λουί Μπλαν στην κυβερνητική επιτροπή για τους εργαζόμενους του Λουξεμβούργου (συνεδρίαζε στο παλάτι του Λουξεμβούργου από 1/3/1848) για να ανταποκριθεί στα πιο επείγοντα αιτήματά τους –όπως για παράδειγμα τον περιορισμό των ωρών εργασίας, την εξάλειψη των μεσαζόντων στην αγορά εργασίας, τον αθέμιτο ανταγωνισμό, τη συνδικαλιστική διαπραγμάτευση και την αύξηση των μισθών, το ζήτημα βελτίωσης της εργατικής κατοικίας κ.ά.– και να νομοθετήσει όσα κριθούν δίκαια ως σχέδια νόμων για τη βελτίωση της υλικής και ηθικής κατάστασης των εργαζομένων, που θα παρουσιάζονταν μετά από έγκριση της Προσωρινής Κυβέρνησης στην Εθνική Συνέλευση, αφού είχε λάβει την έγκριση τών εκπροσώπων τους σε όλο το Παρίσι, έχοντας ασφαλώς υπόψη του, όπως ρητά δήλωνε, το συμβιβαστικό χαρακτήρα τους για την καλύτερη επιβίωσή τους.
Μέσα στην αντιφατικότητα του έργου του Μαρξ σε όλη τη διανοητική του πορεία, που δεν διέφυγε εν τέλει, πέραν των προθέσεων της κριτικής του, από το αστικό φαντασιακό, η ανθρώπινη εργασία στη μορφή της παραγωγής προϊόντων –εδώ έγκειται ο «υλισμός» του– και μάλιστα αυτών της βιομηχανίας, που εισήγαγε ο καπιταλισμός, παρά την αλλοτριωμένη μορφή της, αποτελεί τη δημιουργία του ίδιου του ανθρώπου.
Η επαμφοτερίζουσα εν γένει στάση του Μαρξ απέναντι στα ανθρώπινα δικαιώματα και την αμφισημία τους, τη φενάκη, αφενός, των οποίων στην αστική κοινωνία καταγγέλλει, με τη γλώσσα της χεγκελιανής διαλεκτικής, θαυμαστής και δέσμιος της οποίας παρέμεινε πάντα, για να εγκωμιάσει αφετέρου την υλική τους εκπλήρωση από τους συνεταιρισμένους παραγωγούς με τη χειραφετητική κίνηση του προλεταριάτου, «δια της άρνησης του περιεχομένου και της μορφής τους», ξεδιπλώνεται από τη «Γερμανική Ιδεολογία», μέχρι το «Κεφάλαιο», περνώντας μέσα από τα λεγόμενα ιστορικά του έργα. (Bernard Bourgeois, «Philosophie et droits de l’ homme. De Kant a Marx», 1990. ελλ. μετ., «Η Φιλοσοφία και τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. Από τον Καντ στο Μαρξ», Εστία, 2000)
(3) «Δικαιωματισμός, η γεροντική αρρώστια των κοινωνικών κινημάτων», Φώτης Τερζάκης, Δρόμος της Αριστεράς, 7/10/2017, φύλλο 376)
(4) Ήδη από το 1865 ο Lewis Carroll (ψευδώνυμο του συγγραφέα Charles Lutwidge Dodgson) στο μυθιστόρημά του «Alice in Wonderland» είχε επισημάνει το ρόλο της γλώσσας και των σημασιοδοτήσεων κυριαρχίας και ισχύος, ενώ ο George Orwell (ψευδώνυμο του συγγραφέα Eric Arthur Blair) το 1948 στο μνημειώδες έργο του «1984» –δριμεία κριτική του σταλινικού ολοκληρωτισμού– αποδίδει εξέχουσα σημασία στη Νέα Ομιλία και τις blanket words που χρησιμοποιεί, για να μην αναφερθούμε στην Αρχαία Αθήνα και στους σοφιστές ή το Θουκυδίδη.
(5) Η αιματηρή επέμβαση στην καρδιά των Βαλκανίων στην Γιουγκοσλαβία, τον Μάρτιο του 1999, αποτέλεσε την έναρξη μιας νέας μεγάλης περιόδου στον τρόπο άσκησης της εξωτερικής πολιτικής των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Μια εποχή, στην οποία ζούμε μέχρι σήμερα και έχει, ήδη, να επιδείξει πλείστα παραδείγματα εφαρμογής αυτών των περιφερειακών πολεμικών επεμβάσεων: Αφγανιστάν, Ιράκ, Συρία, Λιβύη κ.ο.κ. Και όλοι αντιλαμβανόμαστε ότι ο κατάλογος αυτός δεν φαίνεται να «κλείνει».
Η νατοϊκή επέμβαση ξεκίνησε από τη λεγόμενη «σφαγή» στο Ρατσάκ, όπου η Σερβία καταγγέλθηκε ότι εξόντωσε αμάχους. Τη «σφαγή» είχε επιβεβαιώσει και το πρώην στέλεχος της CIA, τότε επικεφαλής των παρατηρητών του ΟΑΣΕ, Γουίλιαμ Γουόκερ (1995). Η σερβική ηγεσία, υπό ασφυκτική πίεση λόγω των αλλεπάλληλων καταγγελιών περί εθνοκάθαρσης των Αλβανών Κοσοβάρων και ενώ δεν είχε καν πάψει να ρέει το αίμα από τις προηγούμενες φάσεις διαμελισμού της Ο.Δ. της Γιουγκοσλαβίας, σύρθηκε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων στο Ραμπουγιέ της Γαλλίας. Αντικείμενο των διαπραγματεύσεων επισήμως ήταν η αναγνώριση αυτονομίας στο Κόσοβο, ανεπισήμως, κάτι που δεν δέχτηκε η σερβική πλευρά, η επισημοποίηση της αμφισβήτησης των τότε συνόρων της Ο.Δ. της Γιουγκοσλαβίας, πρακτικώς, δηλαδή, η έναρξη ανεξαρτητοποίησης του Κοσόβου. Η σερβική αντιπροσωπεία αποσύρθηκε από τις διαπραγματεύσεις το Φεβρουάριο του 1999 καθώς η τότε Αμερικανίδα υπουργός Εξωτερικών Μαντλίν Ολμπράιτ την πίεζε για διαρκείς υποχωρήσεις. Όπως αποδείχτηκε αργότερα, οι νεκροί «άμαχοι» του Ρατσάκ, που οδήγησαν στις διαπραγματεύσεις του Ραμπουγιέ, ήταν ένοπλοι του αυτονομιστικού ΟΥΤΣΕΚΑ (UCK), που στήθηκε με την αμέριστη συμπαράσταση ΗΠΑ και κυρίως Γερμανίας, Βρετανίας και Γαλλίας, και είχαν σκοτωθεί σε συγκρούσεις με το σερβικό στρατό. Επίσης, οι διαπραγματεύσεις στο Ραμπουγιέ και όλες οι δήθεν διπλωματικές προσπάθειες, είχαν απλώς σκοπό να δώσουν χρόνο στην προετοιμασία της επίθεσης, αφού όπως παραδέχεται ανενδοίαστα στο βιβλίο του «Ο Σύγχρονος Πόλεμος», ο τότε στρατιωτικός επικεφαλής του ΝΑΤΟ, στρατηγός Γουέσλεϊ Κλαρκ, οι προετοιμασίες για επίθεση κατά της Ο.Δ. της Γιουγκοσλαβίας είχαν ξεκινήσει τον Ιούνιο του 1998 και ολοκληρώθηκαν τον Αύγουστο του ίδιου έτους. Επρόκειτο λοιπόν για κατασκευασμένες αφορμές μιας προαποφασισμένης επίθεσης. Το μεγαλύτερο τμήμα της ευρωπαϊκής Αριστεράς και των δικαιωματιστών διανοουμένων της τάχθηκε υπέρ των ανθρωπιστικών βομβαρδισμών.
Βιβλιογραφία
(1) Micheline R. Ishay, «Η ιστορία των δικαιωμάτων του ανθρώπου: Από την αρχαιότητα έως την εποχή της παγκοσμιοποίησης», Αθήνα, Σαββάλας, 2008.
(2) Στάθης Μπαλιάς, «Τα ανθρώπινα δικαιώματα στην εποχή της δημοκρατίας», εκδόσεις Παπαζήση, 2004.
(3) Σταύρος Τσακυράκης, «Οι καταβολές του συνταγματικού φιλελευθερισμού στο έργο των Χομπς και Λοκ», εκδόσεις Π. Σάκκουλα, 1992.
- Noam Chomsky, «Ο νέος Στρατιωτικός Ανθρωπισμός», εκδόσεις Scripta.
- Συλλογικό, «Παγκοσμιοποίηση και Μετανάστευση. Η Ελλάδα Ανάμεσα στο Μεταναστευτικό και τη Δημογραφική Κατάρρευση», 2015, Εναλλακτικές Εκδόσεις και Άρδην τ. 77, «Αφιέρωμα: Το μεταναστευτικό ζήτημα».