του Γιάννη Σχίζα
Τώρα που πλησιάζουμε στο τέλος των εορτασμών για τα 200 χρόνια της επανάστασης του ’21, θυμάμαι τους εφηβικούς μου χρόνους. Θυμάμαι πως ένα πρόχειρο συμπέρασμα για όλες τις δυσλειτουργίες, τις παγαποντιές, τις μικρότητες, τις καταφερτζήδικες πρακτικές που απέβαιναν σε βάρος του συνόλου, τις ρεμούλες, τα ανατολίτικα κόλπα, απέδιδε η ακόλουθη φράση: «Ήμασταν τετρακόσια χρόνια σκλαβωμένοι…» Ήταν ένας κοινός τόπος, ήταν κοινή αντίληψη, ότι επί τετρακόσια χρόνια μείναμε πίσω, ότι δεν μπορέσαμε να αφομοιώσουμε όλα τουλάχιστον τα πεδία της γνώσης και του πολιτισμού, ότι μείναμε οι τελευταίοι των τελευταίων μέσα στην ευρωπαϊκή οικογένεια. Ο κατακτητής και οι άμεσα εξαρτώμενοι συνεργάτες του πήραν την εύφορη γη, πήραν όλα τα εύφορα μέρη και τα κοπάδια, πήραν κάθε δικαίωμα δημιουργίας πόρων, και άφησαν σ’ εμάς τα μέρη που δεν είχαν κανένα προσόν και που μπορούσαν να καλλιεργηθούν μόνο με τη σκληρή προσωπική εργασία. Δεν τους έφτανε όμως ακόμη κι αυτό: Με ιδιωτικές και ληστρικές πρακτικές έβαζαν χέρι στους πόρους των καταπιεζομένων, αντλώντας την υπερεργασία που τυχόν συσσωρευόταν και απέδιδε ορατούς καρπούς.
Ο μεγάλος Έλληνας ιστορικός Κυριάκος Σιμόπουλος έχει πολλά να καταθέσει για την «ολική» αφαίμαξη που πραγματοποιούσαν οι Τούρκοι. Στην εισαγωγή του Β’ τόμου του συγγράματός του «Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα», αναφέρεται στην διεφθαρμένη τουρκική διοίκηση που καραδοκούσε να αρπάξει τα κόπια των καταπιεζόμενων λαών: «Στη Βόρεια Ελλάδα παραμελούν τη γεωργία, γιατί η πλούσια παραγωγή ερεθίζει τη βουλιμία των δυναστών. Στη Ρόδο η γη μένει ολότελα ακαλλιέργητη. Οι Έλληνες γενικά δεν χτίζουν αρχοντικές κατοικίες για να γλυτώσουν από τους ληστρικούς εκβιασμούς των αγάδων και των πασάδων. Οι πλούσιοι Ρωμιοί της Πόλης αφήνουν ατημέλητο το εξωτερικό των μεγάρων τους και βάφουν τους τοίχους με δυο τρία διαδοχικά σκούρα χρώματα, ώστε να δίνουν την εντύπωση πολλών φτωχικών κατοικιών και να μην προκαλούν την προσοχή των Τούρκων λαφυραγωγών.»
Η σιγή που βασιλεύει
Το δίτομο χρονικό του Γάλλου Guillaume Antoine Olivier, που ήλθε στην Κωνσταντινούπολη το 1799 στα πλαίσια μιας αποστολής για τη συλλογή γεωγραφικών, εμπορικών, γεωργικών πληροφοριών κ.λπ. για την Τουρκία, μας δίνει μια αίσθηση των διαφορών που χώριζαν τους λαούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας: «Σιγή βασιλεύει παντού. Οι Οθωμανοί βάδιζαν σοβαροί και αλαζονικοί. Οι Εβραίοι, οι Αρμένιοι, ακόμα και οι Έλληνες, φοβισμένοι και ταπεινοί. Η αντίθεση αυτή είναι τόσο κραυγαλέα, που εύκολα μαντεύει κανείς, κι όταν ακόμα δεν γνωρίζει τις διαφορές από το κεφαλοδέσι και τα παπούτσια, ποιος είναι Τούρκος και ποιος ο ραγιάς.» Όμως δεν φτάνει μόνο η διακριτή ενδυμασία Τούρκων και υπόδουλων: Σε άλλη αναφορά στη νήσο Ίο ο ίδιος ο περιηγητής λέει: «Εδώ, όπως και σ’ όλη την οθωμανική αυτοκρατορία, μακραίωνη πείρα δίδαξε τους υπόδουλους πως δεν πρέπει να δείχνουν ότι ευπορούν, όχι μόνο γιατί θα αυξηθούν οι φόροι αλλά και γιατί υπάρχει κίνδυνος η φιλοχρηματία κάποιου αξιωματούχου της Πύλης να οδηγήσει στην οικονομική καταστροφή ολόκληρο το νησί. Οι Τούρκοι επιτρέπουν στους «άπιστους» να ζήσουν, αρκεί να παραδίνουν ό,τι περισσεύει ύστερα από την ικανοποίηση των βασικών αναγκών τους…» Ο Olivier θα καταλήξει στο ταξίδι του στη Κρήτη, όπου δράττεται της ευκαιρίας να χαρακτηρίσει τον Πασά του Ρεθύμνου από έναν ακόμη βαθμό αφαίμαξης των υποδούλων: «Δεν άφηνε ευκαιρία να χαρατσώσει τους κατοίκους της πολιτείας και τους χωριάτες της επικράτειάς του. Κι όταν δεν υπήρχε τρόπος να κρατηθούν τα προσχήματα προχωρούσε στις αβανιές (εκβιασμούς) και καταλήστευε τους ιδιώτες που θεωρούσε πλούσιους.»
Ο Σικελός περιηγητής Scrofani στο «Ταξίδι στην Ελλάδα 1794-95» κάνει μια παρατήρηση που αφορά τη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού και γιατί αυτή δεν μπορούσε να βελτιώσει το βιοτικό και πολιτιστικό της επίπεδο: «Οι Τούρκοι κατέχονται από απληστία και παρακολουθούν αδιάκοπα τους Έλληνες για να τους γδύσουν όταν διαπιστώσουν πως απόχτησαν κάποια περιουσία. Γι’ αυτό οι Έλληνες προσέχουν να μη δείξουν διόλου πως ζουν σε ευμάρεια.»
Ο Castellan έρχεται με μια γαλλική αποστολή στην Κωνσταντινούπολη το 1796. Εκεί κάνει την παρατήρηση πως «Όχι μονάχα οι Φαναριώτες της Πόλης μα και όλοι οι πλούσιοι Έλληνες, προσπαθούν να εξαφανίσουν τα εξωτερικά σημάδια της ευμάρειας και φρόντιζαν να απολαμβάνουν τα αγαθά τους μυστικά, μακριά από το βλέμμα του δυνάστη»…
Τον 19ο αιώνα τα πράγματα αλλάζουν. Η παρακμή της Οθωμανικής αυτοκρατορίας επιτρέπει τη σώρευση κάποιων αγαθών στα χέρια των Ελλήνων και των άλλων καταπιεζόμενων λαών. Όμως ο καιρός είναι εγγύς, έχει φτάσει η ώρα για την διεκπεραίωση των ιστορικών λογαριασμών που συσσώρευσε η κατάκτηση μέρους της Δύσης από τους Τούρκους. Έρχεται ο καιρός της ανάπτυξης μιας κουλτούρας, σε αντίθεση με τους Τούρκους που αφημένοι στο ήθος της λεηλασίας αρχίζουν να βαλτώνουν…