Με Καλλιτεχνικό Διευθυντή φέτος τον Παντελή Παντελόγλου, αντάξιο διάδοχο του Δημήτρη Σπύρου, το «27ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Ολυμπίας» συνεχίζει να εστιάζει στον εκπαιδευτικό χαρακτήρα του, προβάλλοντας σε Πύργο και Αμαλιάδα ταινίες και ντοκιμαντέρ από τις τέσσερεις μεριές της γης, με υψηλό κινηματογραφικό επίπεδο και βαθύ πολιτισμικό και κοινωνικό αντίκτυπο. Πυρήνας του φεστιβάλ παραμένουν τα κινηματογραφικά εργαστήρια της «Camera Zizanio», το πρόγραμμα όπου τα παιδιά μαθαίνουν να φτιάχνουν δικές τους ταινίες, με επικεφαλής τον Μανώλη Μελισσουργό από φέτος, που πήρε τη σκυτάλη από τον Νίκο Θεοδοσίου. Αποκορύφωμα αυτής της προσπάθειας αποτελούν τα θρυλικά «Daily News», ολιγόλεπτα επίκαιρα, που δημιουργούν οι μαθητές το πρωί και προβάλλονται το ίδιο βράδυ στον κατάμεστο «Απόλλωνα». Πότε ένα ψιλόβροχο γίνεται το έκτακτο γεγονός και με τη βοήθεια ειδικών εφέ ξεπετάγονται δελφίνια από τους «πλημμυρισμένους» δρόμους της πόλης, πότε το σύνθημα στον τοίχο «Ελευθερία στην Παλαιστίνη» γίνεται η δική τους πολιτική δήλωση, ενάντια σε μια γενοκτονία.

Στο Διαγωνιστικό ξεχώρισε η ποιητική ταινία «Μέσα από βράχους και σύννεφα», του Περουβιανού Φράνκο Γκαρσία Μπετσέρα, για την ιστορία ενηλικίωσης ενός μικρού βοσκού, όταν διαρρηγνύεται απότομα η αγνότητα του παραδεισένιου του μικρόκοσμου. Θερμός οπαδός της εθνικής ομάδας του Περού, ο 8χρονος Φελισιάνο βόσκει καθημερινά τα αλπακά του, στα αχανή οροπέδια του Περού, ακούγοντας ενθουσιασμένος από το ραδιοφωνάκι τους αγώνες. Ο Φελισιάνο αρκείται σε μια λιτή καθημερινότητα, πλημμυρισμένη από την παρουσία της επιβλητικής φύσης, που ωστόσο απειλείται από τη μεταλλευτική εταιρία του γειτονικού ορυχείου, που προσπαθεί να εξαγοράσει την περιοχή. Ανένδοτος ο πατέρας του καλεί σε συνέλευση το χωριό, προκειμένου να συναποφασίσουν τρόπους αντίστασης απέναντι στην εταιρία που τους τρομοκρατεί, με επιθετικές εφόδους από αδίστακτους μηχανόβιους, που σφαγιάζουν τα κοπάδια τους. Μετά από μια τέτοια έφοδο, ο Φελισιάνο ψάχνει απεγνωσμένα τα ζώα του, ενώ οι αγώνες των κτηνοτρόφων κλιμακώνονται και έρχονται αντιμέτωποι με άγρια καταστολή.

Αρχικά, η κινηματογράφηση εντάσσει μέσα από μακρινά πλάνα τη μεγαλοπρέπεια του επιβλητικού ορεινού όγκου, ως το φόντο στο οποίο ζει αρμονικά με τη φύση το αγόρι, που συχνά πλαισιώνεται στο ίδιο κάδρο με το πιστό σκυλί του και το αγαπημένο του αλπακά. Ωστόσο, η βίαιη αντιπαράθεση ραγίζει τη γαλήνη του τοπίου, με απειλητικές εικόνες παρουσίας δαίμονα με μαύρη προβιά με καμπανάκια ή με κοντινά πλάνα σε λύματα που αφρίζουν, κοντά στην λίμνη που καθρεφτίζεται ο συννεφιασμένος ουρανός, εκεί όπου ξεδιψούν τα ζώα, μαρτυρώντας τη μόλυνση που έχει ήδη συντελεστεί. Η καταγραφή των ορεινών τοπίων της περιοχής, μαζί με τα κετσουά –γλώσσα των αυτοχθόνων- αλλά και οι πολύχρωμες παραδοσιακές ενδυμασίες των χωρικών, κατατάσσουν την ταινία στον εθνογραφικό κινηματογράφο. Ωστόσο η χρήση πρωτότυπης μουσικής βασισμένης σε παραδοσιακά όργανα και ρυθμούς, που πλαισιώνουν τα όνειρα του αγοριού με τα μυθικά πλάσματα της περιοχής, εισάγει στοιχεία μαγικού ρεαλισμού, προκειμένου να αποδοθεί η υπονομευτική αίσθηση απειλής.

Η ταινία «Μπλοκ 5» του Κλέμεν Ντβόρνικ από την Σλοβενία, στο Διαγωνιστικό, αποτελεί σπάνιο δείγμα παιδικού σινεμά κοινωνικών αιχμών, που προτρέπει τα παιδιά να αγωνιστούν για τα δικαιώματά τους. Μόλις η 12χρονη Άλμα αντιληφθεί, από τα αρχιτεκτονικά σχέδια του πατέρα της, πως το γειτονικό πάρκο στο οποίο καθημερινά οι συμμαθητές της κάνουν σκέιτ στις ειδικές ράμπες, πρόκειται να γίνει πάρκινγκ, αποφασίζει να προειδοποιήσει την εγωκεντρική σκέιτερ συμμαθήτριά της Λούνα και την παρέα της, για την επικείμενη καταστροφή. Στα χνάρια του αγωνιστικού πνεύματος της νεκρής ακτιβίστριας μητέρας της, η Άλμα συσπειρώνει δυναμικά τους συμμαθητές της, προκειμένου να ματαιώσουν τα σχέδια. Διαμορφώνουν μια αποθήκη σε αγωνιστικό κρησφύγετο και εκεί φτιάχνουν αυτοκόλλητα και πανό με αγωνιστικά συνθήματα. Μαζί με τους μεγαλύτερους νεαρούς σκέιτερ, δημιουργούν ένα αυτόνομο κίνημα διαμαρτυρίας, ικανό να κινητοποιήσει όλους τους κατοίκους. Όσο όμως τα στελέχη της εταιρίας κωφεύουν στις διαμαρτυρίες που πυκνώνουν, τόσο οι νεαροί ακτιβιστές κλιμακώνουν τις αντιδράσεις τους, με σαμποτάζ.

Η συνένωση της παρέας των παιδιών μέσα από τις αγωνιστικές δράσεις, τα εμποτίζει με τις αξίες της ισότητας και της αλληλεγγύης και μόλις η Λούνα εμφανίσει τον κακό της χαρακτήρα, αυτομάτως οι υπόλοιποι φρενάρουν τον ηγεμονισμό της. Στις νέες αυτές συνθήκες η Άλμα γίνεται αναπάντεχα κολλητή με την άλλοτε εχθρική Λούνα, ενώ ωριμάζει και σωματικά. Μπρος στη συστηματικά καλλιεργημένη απάθεια και αδιαφορία, η ταινία αυτή προτάσσει αξίες όπως αλληλεγγύη, συσπείρωση και σεβασμό, αποδεικνύοντας πως είναι εφικτό από το τοπικό πρόβλημα σε επίπεδο γειτονιάς, να γεννηθεί ένα γνήσιο αγωνιστικό κίνημα για καλύτερες συνθήκες διαβίωσης.

Ξεχωριστή δυναμική παρουσίασε η Ημέρα Ελληνικού Κινηματογράφου για Παιδιά, όπου στα πλαίσια του κινηματογραφικού εργαστηρίου «Olympia Creative Ideas Pitching Lab», εννέα δημιουργοί που αναζητούν χρηματοδότες, παρουσίασαν τις ιδέες τους, για μικρού μήκους παιδικές ταινίες. Οι δράσεις ολοκληρώθηκαν το ίδιο βράδυ, στον κατάμεστο «Απόλλωνα», όπου εγκαινιάστηκε το νέο τμήμα του φεστιβάλ «Ίχνη: Προς έναν σύγχρονο ελληνικό κινηματογράφο για παιδιά», προβάλλοντας σε ξεχωριστό διαγωνιστικό πρόγραμμα, δέκα πρόσφατες ελληνικές μικρού μήκους παιδικές και εφηβικές ταινίες, με αρκετές από αυτές, να έχουν ξεκινήσει από τα κινηματογραφικά εργαστήρια του φεστιβάλ Ολυμπίας.

Μετά τις προβολές δόθηκαν χρηματικά βραβεία, προσφορά της ΕΡΤ. Το βραβείο καλύτερης ελληνικής ταινίας για παιδιά απέσπασε το 20λεπτο «Numb» της Δέσποινας Κούρτη, που περιγράφει την απότομη μετάβαση στην εφηβεία, μόλις η ευαίσθητη πρωταγωνίστρια αντιμετωπίσει την αβάσταχτη απώλεια του κολλητού της φίλου, που κατέρρευσε απροσδόκητα. Το εσωτερικευμένο σοκ της απώλειας μεταφέρεται μέσα από σιωπές και βλέμματα στο κενό. Το κορίτσι παραμένει βουβό, μέχρι να βρει μόνο του την δύναμη να αρχίσει να κλαίει, στη λυτρωτική σκηνή του τέλους.

Εύφημος μνεία απονεμήθηκε στο 25λεπτο «Γκέκας» (Χρυσός Διόνυσος φεστιβάλ Δράμας 2024), του Δημήτρη Μουτσιάκα. Στην προσπάθειά του να σκληραγωγήσει τον 12χρονο γιο του, ο κυνηγός πατέρας του τον εφοδιάζει με μια καραμπίνα και ένα κυνηγόσκυλο. Το δέσιμο του αγοριού με το κουτάβι καταλήγει σε μια σκληρή τιμωρία, ώστε να γίνει ένας «σωστός» κυνηγός, με συνέπεια να το εμποτίσει καθοριστικά με αναπόφευκτο μίσος.

Δίχως γυναικεία παρουσία, η ταινία μεταφέρει μυστηριακή αίσθηση μέσα από τις μουντές χρωματικές αποχρώσεις, ενός πνιγμένου στην ομίχλη, χειμωνιάτικου ορεσίβιου τοπίου της ελληνικής επαρχίας. Με μακρινές συγγένειες με τον «Κανόνα του παιχνιδιού» (1939/Ρενουάρ), ο Μουτσιάκας καταφέρνει δίχως πολυλογίες, μέσα από κοντινά σε κινήσεις, βλέμματα και χάδια, αλλά και τους σπαραξικάρδιους σκυλίσιους βρυχηθμούς, να δώσει την ένταση του εύθραυστου συναισθηματικού δεσμού αγοριού-κουταβιού, με το καθοριστικό βλέμμα του αγοριού στο τέλος, να αποκαλύπτει ότι το μίσος οδηγεί στη μετάβαση από την πατριαρχία στον εκφασισμό.

Ξεχώρισε επίσης για τον τσαχπίνικο χαρακτήρα του, το 15λεπτο «Χρυσά βαστά» του Φοίβου Κοντογιάννη, σκηνοθέτη του ντοκιμαντέρ «Σπασμένος ήχος» (2014) για το μπουζούκι. Στην ελληνική επαρχία του ’60, κάπου στη Λιβαδειά, ένας δάσκαλος επιχειρεί να στηρίξει ένα μικροκαμωμένο τσιγγανόπουλο, που μπορεί να μην παίρνει από γράμματα, αλλά είναι πηγαίο μουσικό ταλέντο στη φλογέρα. Σε κάθε λάθος απάντηση του μικρού στην τάξη, ο δάσκαλος προτρέπει τον μπόμπιρα να παίξει φλογέρα, αποστομώνοντας έτσι τα γέλια και τις προσβολές των συμμαθητών του. Μάλιστα, προσπαθεί να πείσει τον κακοποιητικό πατέρα του, τοπικό κλαριντζή, πως αξίζει να του αγοράσει ένα κλαρίνο, για να κερδίσει τίμια τη ζωή του. Η δυσκολία του πατέρα να παρευρεθεί σ’ ένα πανηγύρι, ανοίγει μονομιάς τον δρόμο για τον ταλαντούχο γιο, που παρότι δεν γεμίζει το μάτι κανενός με το μικρό μπόι και τα ισχνά ποδαράκια, τους μαγεύει όλους, μόλις αγγίξει το κλαρίνο. Δοσμένο σαν παραμύθι, με αναφορές στο σύμπαν του καραγκιόζη και έντονη ντοπιολαλιά, ο Κοντογιάννης μας μεταφέρει αδρά την προσωπική ιστορία του λαμπρού βιρτουόζου Ρομά κλαριντζή Γιώργου Μάγκα, αφιερώνοντάς του εξαιρετικά την ταινία του.

* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, [email protected]

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!