Ακόμα μια μαύρη πενταετία προβλέπει η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας

Πρόσφατα, δόθηκε στη δημοσιότητα η ετήσια έκθεση της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (ΔΟΕ) World of Work Report 2011, για τις συνθήκες εργασίας παγκοσμίως. Σ’ αυτήν προβλέπεται ότι το 2012 θα κλείσει με 202 εκατομμύρια ανέργους σε όλο τον κόσμο. Είναι χαρακτηριστικό ότι από την χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, δηλαδή μέσα σε τέσσερα χρόνια, έχουν αφανιστεί 50 εκατομμύρια θέσεις εργασίας. Η πρόβλεψη της ΔΟΕ είναι ότι δεν πρόκειται να υπάρξει ανάκαμψη σε θέσεις εργασίας και εισοδήματα τουλάχιστον για άλλα πέντε χρόνια. Το πρότυπο αυτής της «ανάκαμψης χωρίς θέσεις εργασίας» και με μείωση των εργατικών εισοδημάτων το είδαμε στις Ηνωμένες Πολιτείες τα τελευταία χρόνια.
Το παγκόσμιο ποσοστό ανεργίας προβλέπεται για το 2012 σε 6,1%,(από 196 εκατ. το 2011 σε 202). Ο αριθμός των ανέργων θα αυξηθεί κατά άλλα 5 εκατ. το 2013 (6,2%). Αυτά τα στοιχεία στηρίζονται στις επίσημες στατιστικές στις οποίες δεν συμπεριλαμβάνονται πολλές κατηγορίες εποχικώς, προσωρινώς και μερικώς εργαζομένων, όπως και των εργαζομένων που έχουν σταματήσει να ψάχνουν για δουλειά. Στις ΗΠΑ, επί παραδείγματι, το επίσημο ποσοστό των ανέργων είναι 8,3%, αλλά το πραγματικό 14%.
Στα τέλη του 2016, προβλέπει η ΔΟΕ, οι άνεργοι θα φτάσουν τα 210 εκατ., εφόσον η παγκόσμια οικονομία είναι απίθανο να μεγεθυνθεί τόσο ώστε να απορροφήσει τους ήδη άνεργους καθώς και τα 80 εκατ. εργαζόμενων που θα αναζητήσουν πρώτη φορά δουλειά.
Ως αιτία της τεράστιας αύξησης της ανεργίας, η ΔΟΕ εντοπίζει τις πολιτικές της λιτότητας που εφάρμοσαν οι βιομηχανικές χώρες, ιδίως οι ΗΠΑ και οι ευρωπαϊκές. Οι περικοπές κοινωνικών δαπανών είχαν καταστροφικές επιπτώσεις στην απασχόληση. Σε αυτές προστίθενται οι «μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας» που επέβαλαν οι κυβερνήσεις των ευρωπαϊκών χωρών, καθιστώντας πολύ πιο εύκολες τις απολύσεις, τις περικοπές μισθών και επιδομάτων. Σε όλες τις περιπτώσεις, αν και οι ιθύνοντες επικαλούνταν απαρέγκλιτα ότι τα μέτρα αυτά θα αύξαναν την απασχόληση, όπως διαπιστώνει η έκθεση της ΔΟΕ, «μείωσαν την εργασιακή ασφάλεια και απέτυχαν να αυξήσουν την απασχόληση». Το αποτέλεσμα ήταν να μεγαλώσει ακόμη περισσότερο ο στρατός των μακροχρόνια ανέργων: Στις αναπτυγμένες χώρες, το 40% όσων αναζητούν δουλειά στην ηλικιακή ομάδα 25-49, είναι μακροχρόνια άνεργοι.
Η ΔΟΕ επισημαίνει ορισμένα αξιοπρόσεκτα χαρακτηριστικά: Την παρατεταμένη μείωση της απασχόλησης, τη μακροχρόνια ανεργία που οδηγεί στον αποκλεισμό από την εργασία ακόμη κι αν επιτευχθεί ανάκαμψη της οικονομίας. Τις πολιτικές λιτότητας που εφαρμόζονται ιδίως στη Νότια Ευρώπη για να αντιμετωπιστούν, υποτίθεται, δημοσιονομικά προβλήματα, όπως τα ελλείμματα των προϋπολογισμών, οι οποίες προκαλούν αύξηση των ανέργων και δεν λύνουν ούτε τα δημοσιονομικά προβλήματα. Την αύξηση της μερικής, προσωρινής και επισφαλούς εργασίας. Την αύξηση κατά 80% της ανεργίας των νέων στις αναπτυγμένες χώρες και κατά 75% στις αναπτυσσόμενες και την αύξηση της φτώχειας και της ανισότητας.
Η ΔΟΕ χρησιμοποιεί το «Δείκτη Κοινωνικής Αναταραχής» για να απεικονίσει τις κοινωνικοπολιτικές διαθέσεις. Ο δείκτης καταγράφει τα επίπεδα δυσαρέσκειας εξαιτίας της έλλειψης θέσεων εργασίας και την οργή γιατί τα βάρη της κρίσης φορτώνονται άδικα στους ώμους των εργαζόμενων. Σε πάνω από 45 εκατ. των 119 χωρών που εξετάστηκαν βάσει αυτού του δείκτη, η κοινωνική αναταραχή βαίνει αυξανόμενη. Αυτό παρατηρείται ιδίως στις αναπτυγμένες οικονομίες, κατά κύριο λόγο στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στον αραβικό κόσμο και σε μικρότερη έκταση στην Ασία. Αντιθέτως, παρατηρείται μειωμένη τάση προς κοινωνική αναταραχή στη Λατινική Αμερική.
Η κοινωνική οργή σχετίζεται απόλυτα με την τερατώδη ανισοκατανομή του πλούτου που παράγουν οι εργαζόμενοι. Στις χώρες που εξετάστηκαν, το μερίδιο των κερδών στο Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (ΑΕΠ) αυξήθηκε κατά 83% ανάμεσα στο 2000 και το 2009, ενώ οι παραγωγικές επενδύσεις έμειναν στάσιμες την ίδια περίοδο παγκοσμίως. Στις αναπτυγμένες χώρες, η μεγέθυνση των εταιρικών κερδών στις μη χρηματοπιστωτικές εταιρίες απέδωσε αυξημένα μερίσματα στους μετόχους (από 29% των κερδών το 2000 σε 36% το 2009) και χρηματοπιστωτικές επενδύσεις/τζόγο (από 81,2% του ΑΕΠ το 1995 σε 132,2% το 2009), με την κρίση να μειώνει ελάχιστα αυτές τις τάσεις. Η μεταβλητότητα των τιμών των τροφίμων, από την άλλη, διπλασιάστηκε την περίοδο 2006-2010 σε σχέση με την προηγούμενη πενταετία, επηρεάζοντας τις εργασιακές προοπτικές στις αναπτυσσόμενες χώρες. Οι «χρηματοπιστωτικοί επενδυτές» επωφελούνται περισσότερο από τη μεταβλητότητα των τιμών, σημειώνει η ΔΟΕ, σε σχέση με τους παραγωγούς, ιδίως τους μικρούς.
Κορυφαίο παράδειγμα ανισοκατανομής πλούτου είναι οι ΗΠΑ, στις οποίες αυξήθηκε ραγδαία το ποσοστό του πρόσθετου ΑΕΠ που καρπώνεται το εισοδηματικά ανώτερο 1% του πληθυσμού κατά τη διάρκεια της τελευταίας εικοσαετίας. Σύμφωνα με τους New York Times, επί Κλίντον (δεκαετία του 1990) το 1% των πλουσίων απορρόφησε το 45% της αύξησης του ΑΕΠ. Στα χρόνια του Τζορτζ Μπους (2001-2008) το ποσοστό αυτό αυξήθηκε στο 65% και επί προεδρίας του Μπαράκ Ομπάμα, εν μέσω της βαθιάς οικονομικής κρίσης, το αντίστοιχο ποσοστό έφτασε, το 2010, στο ασύλληπτο 93% (Γ. Δελαστίκ Έθνος 23/4).

(Πηγές: ιστοσελίδα της ΔΟΕ, WSWS)
Αρ.Α.

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!