Στάσου και συ! αναχωρείς; δεν με ακούεις; στάσου·
ολίγους λόγους θα σε πω για τα φορέματα σου.
Γάλλος, Γραικός, Οθωμανός, Έλλην, Ρωμαίος είσαι;
μ’ αλλόκοτα ενδύματα στους δρόμους τι κινείσαι;
φορείς στο σπήτι τίβενον, Ρωμαϊκήν χλαμύδα,
με γούναν Ασιατικήν πολλαίς φοραίς σε ίδα.
Σαν Τούρκος το κεφάλι σου το έχεις ξυρισμένο,
και με μπαρμπέταις Γαλλικαίς το έχεις στολισμένον
με λαιμοδέτι θωριακό το κούτελο σου δένεις,
εις σώβρακο δεκάπηχιν ολόκληρος εμβαίνεις
και κρύφτεις σ’ αντερί φαρδή το τρίπηχο κορμί σου,
ή Τουρκικά, ή Φράγκικα, ή Γραικικά ενδύσου.
Αν ήσουν σωστός Έλληνας πράγμα κακόν δεν ήτον
Γάλλος μισός, Γραικός μισός, Οθωμανός εν τρίτον,
Ρωμανός ένα τέταρτον είν’ εντροπή να ήσαι∙
κοσμοπολίτης μ ‘ έγινες; ωσάν τους άλλους ζήσε!
(Αλέξανδρος Σούτσος)
Στην Αθήνα που είχε το μέγεθος μιας επαρχιακής κωμόπολης, συντελούνταν γεγονότα και υπήρχαν καταστάσεις που την ξεπερνούσαν σε διαστάσεις και προεκτάσεις από τότε που ορίστηκε να γίνει η πρωτεύουσα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους και μάλιστα με αυθεντικό Ευρωπαίο γαλαζοαίματο βασιλιά!
Από την αρχή, όπως ήταν φυσικό, εκδηλώθηκε ένας μικρομεγαλισμός που σε πάμπολλες περιπτώσεις ξεπερνούσε τα όρια του γελοίου. Και πώς αλλιώς θα μπορούσε να είναι όταν σε μια μικρή φτωχή πόλη, με 170 όλες κι όλες κατοικίες, γεμάτο ερείπια από τον πόλεμο και την εγκατάλειψη, χτίζονται ανάκτορα και κυκλοφορούν από του Ψυρρή μέχρι του Μακρυγιάννη, κάτω και γύρω από την Ακρόπολη που ήταν η κατοικημένη της περιοχή, και κυκλοφορούν ξένοι αξιωματούχοι με ευρωπαϊκά κοστούμια, φανταχτερές στολές και άμαξες καθώς και κυρίες των τιμών με τουαλέτες;! Κι όλοι αυτοί, πλαισιωμένοι από ένα συνεχώς αυξανόμενο αριθμό παρατρεχάμενων, Ελλήνων και ξένων, που εγκαθίστανται σ’ αυτή την πολίχνη για να κάνουν την τύχη τους είτε σαν πολιτικοί, είτε σαν επιχειρηματίες, είτε σαν καλλιτέχνες, με προσκόλληση στη βασιλική αυλή και στις ξένες δυνάμεις που ορίζουν τις τύχες του κρατιδίου.
Όπως είναι λογικό, οι επιθυμίες και οι προσπάθειες των ξένων να μπορέσουν να συνεννοηθούν με τους ντόπιους και των Ελλήνων να πλησιάσουν κοινωνικά και πολιτισμικά τους Βαυαρούς και τους άλλους μουσαφίρηδες που είχαν έρθει για να μείνουν, να διοικήσουν, να επιβάλλουν την κουλτούρα τους και να αντλήσουν τα προσδοκώμενα οφέλη, δεν ήταν δυνατό να υλοποιηθούν κατά γράμμα και κατ’ ευχήν. Εξ αρχής, σε όλους αυτούς, δεν ήταν ξεκάθαρο για το πώς θα κατασκευαζόταν αυτό το συσταθέν κράτος, ούτε ακριβώς τι προσανατολισμό θα είχε. Όχι μόνο γιατί οι αντικειμενικές δυσκολίες ήταν πολλές και δυσεπίλυτες, αλλά και γιατί στην εξέλιξη του εγχειρήματος αφενός έπαιζαν πολλοί εσωτερικοί και εξωτερικοί παράγοντες με συμφέροντα και βλέψεις που δεν ταυτίζονταν σε πολλά θέματα και αφετέρου γιατί οι απόψεις για το είδος του κράτους και τους τρόπους πραγμάτωσής του συγκρούονταν μεταξύ τους.
Στο χώρο του πολιτισμού, εν ευρεία εννοία, αυτές οι διαφοροποιήσεις, ασυμφωνίες και αντιθέσεις είναι πολύ ευδιάκριτες. Από τη μουσική, το χορό, τη γλώσσα και την εκπαίδευση μέχρι την κουζίνα, την αρχιτεκτονική και την ενδυμασία.
Από τη μια ο βασιλιάς και η βασίλισσα, ο Όθων κι η Αμαλία, που προσπαθούν να εξελληνιστούν τουλάχιστον σε επίπεδο δημοσίων εμφανίσεων δίνοντας το καλό παράδειγμα σε όλους τους υπηκόους τους και απ΄ την άλλη οι ντόπιοι που προσπαθούν να εξευρωπαΐστούν και να εξευρωπαΐσουν τους συμπολίτες τους ακόμα και με το στανιό, για το καλό τους.
Στο πολύ ενδιαφέρον βιβλίο της φιλολόγου Βάνας Μπούσε «Η καθημερινή ζωή στην Ελλάδα του Όθωνα» (εκδ. Εστία, 2020), παρουσιάζονται πολλά στοιχεία για το πώς σκέφτονταν και συμπεριφέρονταν όχι μόνο οι κρατικοί αξιωματούχοι και οι προύχοντες, αλλά και οι απλοί άνθρωποι στην Αθήνα και, παρεμπιπτόντως, στην επαρχία.
Επί της ουσίας, πρόκειται για διαφορετικούς κόσμους που κάποιοι κάπου συγκλίνουν και κάποιοι σε πολλά σημεία αποκλίνουν, ενώ είναι πολύ εμφανείς οι εκφάνσεις που φανερώνουν όχι μόνο τις διαφορές, τα χάσματα και τα ρήγματα μεταξύ τους, αλλά και τις ατυχείς έως και κωμικές προσπάθειες όσων βιάζονται να εγκλιματιστούν στη νέα υπό διαμόρφωση πραγματικότητα.
Αισθητική δυσαρμονία
«Ο δυτικός τρόπος ντυσίματος βρήκε γρήγορα μιμητές, γιατί πολλοί ήταν πρόθυμοι για αλλαγές και, με δεδομένη την εχθρότητα προς τους Τούρκους, οι φιλοδυτικές τάσεις κέρδιζαν έδαφος» γράφει η Μπούσε. Όμως, επειδή οι φιλέλληνες που ασκούσαν μεγάλη επιρροή στις κυβερνήσεις τους προτιμούσαν τις ενδυμασίες που θεωρούνταν ελληνικές, με πρώτους τον βασιλιά και τη βασίλισσα που ντύνονταν ανάλογα, οι εντόπιοι αξιωματούχοι, προύχοντες και εν γένει παράγοντες στον πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό τομέα, είχαν σοβαρό δίλλημα. Από τη μια ήθελαν να ντύνονται ευρωπαϊκά, κατά το πρότυπο που έφεραν οι ξένοι αλλά και οι κοσμικοί Φαναριώτες που κατέφτασαν στην Αθήνα από την Κωνσταντινούπολη των 500 χιλιάδων κατοίκων για να αναλάβουν σημαντικούς ρόλους. Και απ’ την άλλη δεν ήθελαν να φαίνονται λιγότερο εθνικόφρονες από τους φιλέλληνες. Κι αυτό συχνά οδηγούσε σε κωμικές καταστάσεις.
Η Μπούσε αναφέρει ορισμένα χαρακτηριστικά παραδείγματα, όπως του στρατηγού Βάσου Μαυροβουνιώτη που εμφανίζεται στις δεξιώσεις του παλατιού φορώντας φουστανέλα ενώ συνοδεύει τη γυναίκα του από την Άνδρο που φοράει γαλλική τουαλέτα! Ή του άλλου στρατηγού, του Δημήτριου Καλλέργη που κυκλοφορούσε το 1850 στο Ναύπλιο με ένα κρεμασμένο από το κοστούμι του διαμαντόστικτο σπαθί που του είχαν χαρίσει Έλληνες έμποροι στο Λονδίνο! Μάλιστα, ο καταγόμενος από την Ύδρα πολλάκις πρωθυπουργός Δημήτριος Βούλγαρης συνέχισε να φοράει μέχρι την αποδημία του εν έτει 1877 τον τζουμπέ, ένα είδος παλτού ανατολίτικης προέλευσης που έφτανε μέχρι τους αστραγάλους, αδιαφορώντας για τα ειρωνικά σχόλια των πιο μοντέρνων συμπολιτών του!
Από τις πιο κωμικές και προβληματικές ως προς την πρόσληψη του «ευρωπαϊσμού» είναι η περίπτωση του δάσκαλου ενός χωριού από το οποίο θα περνούσε το βασιλικό ζευγάρι σε μια περιοδεία του στην Πελοπόννησο το 1848, ο οποίος έχοντας αναλάβει να εκφωνήσει σχετικό λογίδριο κατά την υποδοχή, θεώρησε ότι η καταλληλότερη ενδυμασία για την εξαιρετική αυτή και άκρως τιμητική περίσταση ήταν να φοράει τη λουλουδάτη ρόμπα που είχε αγοράσει στην Αθήνα, ίσως από κάποιο Βαυαρό ράφτη απ’ αυτούς που είχαν ραφτάδικα στην πρωτεύουσα!
Τουρλού-τουρλού
Στους χορούς, τους μπάλους, στους οποίους οι καλεσμένοι από το βασιλικό ζεύγος ήταν πάνω από 400, υπήρχαν όλα, τουρλού-τουρλού. Έβλεπες, φράγκικα ντυσίματα με κόκκινο φέσι και φούντα από μετάξι, φουστανέλες σε συνδυασμό με στρογγυλό ψάθινο καπέλο, βράκες, κοντογούνια και μαντίλες μέχρι τη χρυσοκέντητη φουστανέλα που φορούσε ο Αυλάρχης. Όλη αυτή η πανδαισία ενδυμασιών στον ίδιο χώρο, εξέφραζε την κατάσταση, εθνική, κοινωνική και πολιτισμική, στην οποία βρισκόταν η ελίτ του νέου κρατιδίου. Σε μερική ή πλήρη σύγχυση ως προς την ταυτότητα και το δέον γενέσθαι.
Βέβαια, ανεξάρτητα από το τι φορούσαν όσοι ήταν και όσοι επιδίωκαν να είναι μέλη της νέας ελίτ, ευρωπαϊκής ή εντόπιας αισθητικής, το μόνο σταθερό ήταν ότι όλοι ντύνονταν με τρόπο και μέσα που τους διαφοροποιούσαν όσο πιο έντονα γινόταν από το λαό, τον εργαζόμενο που ανήκε στην πλειονότητα, δηλαδή στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα.
Και ήταν ιδιαιτέρως εμφανές ότι οι εντόπιοι παράγοντες, κοτζαμπάσηδες, έμποροι, εφοπλιστές, αξιωματούχοι, δεσπότες και γραμματικοί ακολουθούσαν τη γραμμή των διακρίσεων που είχαν στην οθωμανική εποχή. Όπως ντύνονταν με φορεσιές που αντέγραφαν από τους Οθωμανούς άρχοντες και αξιωματούχους, στην μετεπαναστατική περίοδο ντύνονταν μιμούμενοι όλο και πιο πολύ τους καινούργιους ευρωπαϊκής κοπής κηδεμόνες. Πολλοί απ’ αυτούς, κυρίως οι προύχοντες από την ύπαιθρο που έγιναν πρωτευουσιάνοι, είχαν εμφανιστεί με ό,τι τότε θεωρείτο ως εθνική ενδυμασία μόνο για μια σύντομη περίοδο, όσο διαρκούσε ο επαναστατικός αγώνας. Όταν πήραν μερίδιο από τη νέα εξουσία, μικρό ή μεγάλο, γρήγορα εξευρωπάισαν την γκαρνταρόμπα τους. Εν ολίγοις, στο νεοσύστατο κράτος, η ενδυμασία ήταν πολύ σημαντική και στα δύο ταμπλό, στο εθνικό και το κοινωνικό.
Το Έλληνας ή Ευρωπαίος, το τι μπορεί να είναι ή να γίνει ελληνικό, το πώς μπορεί κανείς να γίνει Ευρωπαίος με τα δυτικά στάνταρντ και ταυτόχρονα να μην αφελληνισθεί εντελώς, ασφαλώς και θα περνούσε ως προβληματισμός από το μυαλό πολλών απ’ αυτούς που συμμετείχαν σ’ αυτή τη μικρή ελίτ, αλλά και παραέξω στην κοινωνία που ανάλογα ρεύματα, απορίες και προσανατολισμοί, ήταν υπαρκτοί και ενεργοί. Είναι σχεδόν θεατρικό να φανταστεί κανείς κυρίες και κυρίους του λεγόμενου καλού κόσμου της εποχής, στον ίδιο χώρο να συναγελάζονται με ρούχα εντελώς ανόμοια, έως και αντίθετα εθνικά και αισθητικά, με παντελόνια, φουστανέλες, βράκες, φέσια και καπελαδούρες, με τσαρούχια, πασούμια και μπότες! Και αν η φαντασία γίνει πιο τολμηρή, μπορεί κανείς να φανταστεί κάποιους απ’ αυτούς που φορούσαν φουστανέλες, φέσια και τσαρούχια, να χορεύουν ευρωπαϊκούς χορούς, ή έστω να ακούν και να παρακολουθούν τους άλλους που χόρευαν, γιατί στις δεξιώσεις στο παλάτι οι μουσικοί της στρατιωτικής μπάντας έπαιζαν μόνο ευρωπαϊκούς χορούς. Ούτε συρτούς, ούτε μπάλους, ούτε πεντοζάλη, ούτε τσάμικο! Αυτοί οι παραδοσιακοί χοροί χορεύονταν από τους αγροίκους, τους χωριάτες, τους εργάτες και τους οικιακούς βοηθούς που δεν συγκινούνταν από τις ευρωπαϊκές κουλτούρες. Δεν ταίριαζαν σε αριστοκράτες, ούτε καν σε αξιωματούχους της αυλής με φουστανέλα και τσαρούχια! Και μάλιστα, μέσα σε μια ανακτορική αίθουσα που τονιζόταν το αρχαιοελληνικό κάλλος με απομιμήσεις κιόνων ιωνικού ρυθμού!
Γυναίκες
Απ’ την άλλη, στα νησιά, από την Εύβοια ως τη Σύρο και την Αμοργό, οι γυναίκες αποσπούσαν το θαυμασμό των ξένων επισκεπτών με τις ωραίες τοπικές φορεσιές τους που αναδείκνυαν και τη φυσική τους ομορφιά, σε αντίθεση με μια μεταγενέστερη αντίληψη ότι όλες και παντού εξέπεμπαν συντηρητισμό. «Η Φρεντρίκα Μπρέμερ εντυπωσιάζεται από τον πλούτο των ελληνικών ενδυμασιών που είδε σε γάμο στην Τρίπολη. Οι καθημερινές φορεσιές μπορεί να μην ήταν το ίδιο εντυπωσιακές, αλλά ήταν κι αυτές καλαίσθητες, κατάλληλες για τη χρήση τους και επέτρεπαν σ’ αυτόν που τις φορούσε να κινείται άνετα και ελεύθερα.» Είναι ενδιαφέρουσα η παρατήρηση μερικών περιηγητών ότι «οι γυναίκες της υπαίθρου άφηναν το μπούστο τους σχετικά ακάλυπτο χωρίς να προσπαθούν να αποκρύψουν το μέγεθος του στήθους τους. Το πουκάμισο που όλες φορούσαν είχε μεγάλο άνοιγμα μπροστά και δεν χρησιμοποιούσαν εσώρουχα και κορσέδες, όπως στη δυτική Ευρώπη, με αποτέλεσμα να επικρατήσει η άποψη ότι είχαν πολύ μεγάλο στήθος.»
Αλλά και στην Αθήνα, παρ’ όλο το κυρίαρχο στο εποικοδόμημα πνεύμα του εκσυγχρονισμού, οι πολίτες για πολλές δεκαετίες είχαν σε περίοπτη θέση τις τοπικές τους ενδυμασίες. Το 1850, το Πάσχα, ο κόσμος που έβγαινε στους δρόμους φορώντας τα καλά του, ντυνόταν με τις παραδοσιακές φορεσιές, τις οποίες ενδεχομένως πολλοί δεν συνήθιζαν να φορούν τις άλλες μέρες. Αυτός ο κόσμος δεν χρειαζόταν ραφτάδες, αφού, όπως επισημαίνει η Μπούσε, ακόμα και «οι γυναίκες των πόλεων ήξεραν να γνέθουν, να πλέκουν, να κεντούν και να ράβουν». Και, βέβαια, στα χωριά, «οι γυναίκες επεξεργάζονταν οι ίδιες το μαλλί, το έβαφαν και το ύφαιναν σε λεπτά υφάσματα ή χοντρά κιλίμια». Η ενδυματολογική ποικιλία, ειδών, σχεδίων, υλικών, χρωμάτων, κοσμημάτων και αξεσουάρ, με υψηλή αισθητική σε όλο τον ελληνικό κόσμο, μέσα κι έξω από τα σύνορα του μικρού κράτους, ήταν εκπληκτική.
«Οι εθνικές ενδυμασίες ήταν πολύ πιο πλούσιες, πολυτελείς και εντυπωσιακές από τα ευρωπαϊκά φορέματα, που ήταν βέβαια πιο οικονομικά, εύχρηστα και πρακτικά. Η Χριστιάνα Λυτ γράφει πως η κοπέλα που είχαν για τις δουλειές του σπιτιού (1847-8) εντυπωσίαζε με την ελληνική φορεσιά της τους ξένους, που την παρομοίαζαν με Γαλλίδα μαρκησία.»
Και μία από τις πιο αρνητικές συνέπειες του εξαναγκαστικού εξευρωπαϊσμού ήταν η απώλεια, η εξαφάνιση αυτού του πελώριου πολιτισμικού θησαυρού καθώς και της εξαιρετικής τεχνογνωσίας που τον συνόδευε. Όλα αυτά, απ’ άκρη σ’ άκρη, σταδιακά, αντικαταστάθηκαν από μια τυποποιημένη ομοιομορφία που αφαιρούσε όχι μόνο την τέχνη και την ατομική τεχνική από την ενδυμασία, αλλά και όλα τα αποτυπωμένα σε κάθε λεπτομέρεια των ενδυμάτων ιστορικά, πολιτισμικά, γεωγραφικά και άλλα ίχνη που αποτελούσαν το ξεχωριστό γνώρισμα κάθε κοινότητας του βορρά, του νότου, της δύσης ή της ανατολής, του κάμπου, του βουνού ή της θάλασσας, του χωριού ή της πόλης, της γλώσσας ή της διαλέκτου, της μουσικής και των χορών.
Σύγχυση και δουλοπρέπεια
Τα παραθέτει αυτά η Μπούσε, σταχυολογημένα από τα απομνημονεύματα και τις ταξιδιωτικές αφηγήσεις που έγραψαν οι ξένοι από πολλές χώρες της Ευρώπης που περιφέρονταν με περιέργεια στην ελληνική ύπαιθρο. Αντιθέτως, στα νησιά που έδιναν πολλές κοπέλες ως οικιακές βοηθούς, κοινώς υπηρέτριες, στα πλούσια σπίτια της Κωνσταντινούπολης και της Σμύρνης, αλλά και της Αθήνας, νησιά όπως η Τζια και η Άνδρος, οι παραδοσιακές φορεσιές είχαν –τουλάχιστον μεταξύ των νέων- αντικατασταθεί από τις ευρωπαϊκές που ήταν πιο φτηνές και πιο εύκολες για τις δουλειές του νοικοκυριού στα αστικά σπίτια. Αλλά και σε άλλα μέρη στην Ελλάδα, για παράδειγμα στην Ελευσίνα ή την Τρίπολη, στην περίοδο της βασιλείας του Όθωνα, μέχρι το 1862, φαίνεται ότι κυρίαρχες –αν και υπάρχουν αντιφατικές μαρτυρίες περιηγητών- ήταν οι εθνικές φορεσιές, χωρίς να λείπουν οι ευρωπαϊκές.
Είναι δε αξιοσημείωτο ότι ο Όθωνας ακόμα και στο γάμο του με την Αμαλία που έγινε στο Ολδεμβούργο της Κάτω Σαξονίας, στη Γερμανία, το 1836, φορούσε την ελληνική εθνική ενδυμασία ασημοκεντημένη και χρυσοποίκιλτη. Όχι, όμως, και η Αμαλία της οποίας η επίσης λεπτοδουλεμένη ελληνική ενδυμασία δεν είχε φτάσει έγκαιρα με συνέπεια η μέλλουσα βασίλισσα να παντρευτεί τον Όθωνα φορώντας ένα νυφικό ευρωπαϊκού τύπου.
Σε ένα άλλο γάμο, στην Αθήνα, το Πάσχα του 1860, όταν ο υιός Χατζηπέτρου παντρεύτηκε την κόρη του Λεβίδη, εκδότη της εφημερίδας «Ελπίς», «η νύφη ήταν ντυμένη στα άσπρα με δαντελένιο πέπλο και άνθη πορτοκαλιάς στα μαλλιά της, σαν Γαλλίδα νύφη, σχολιάζει η Φρεντρίκα Μπρέμερ, ενώ ο γαμπρός που ήταν υπασπιστής του Όθωνα φορούσε την εθνική ενδυμασία». Αντίθετα από τον υπασπιστή του βασιλιά, «ο αρχαιογνώστης και αρχαιοφύλακας Πιττάκης, η ψυχή των αρχαιοτήτων της Ακρόπολης, ήταν ντυμένος φράγκικα.»!
Οι ξένοι, από τους βασιλιάδες μέχρι τους συγγραφείς, τους ποιητές, τους ζωγράφους και τους περιηγητές, θαυμάζουν τις ελληνικές ενδυμασίες, αλλά οι Έλληνες που θέλουν να μοιάσουν στους Ευρωπαίους, θαυμάζουν ακόμα περισσότερο τις φράγκικες!
Σε ορισμένους τομείς η επιρροή του δυτικού τρόπου ζωής αποδείχτηκε ισχυρότερη από την επιβολή της πολιτικής δια των όπλων και των χρημάτων. Ακόμα και σε πτυχές όπως η ενδυμασία, της οποίας οι ξένοι ήταν από ελαστικοί έως ένθερμοι υποστηρικτές, θεωρώντας ότι το «ελληνικό στοιχείο» μπορεί να συνυπάρχει με το ευρωπαϊκό, το γαλλικό, το ιταλικό, το ρώσικο ή το αγγλικό, ήταν οι εντόπιοι φιλοευρωπαίοι που βιάστηκαν να το ξεφορτωθούν ως παρωχημένο και ενοχλητικό!
Σε όλα τα ζητήματα, από τα πολιτικά και τα οικονομικά ως τα καλλιτεχνικά και τα εθιμικά, εκδηλώνεται με διάφορους τρόπους η διαμάχη, η σύγχυση, η αμφιταλάντευση, το δέος, η δουλοπρέπεια και η σκοπιμότητα γύρω από το ποιο δρόμο ακολουθεί το κράτος, το έθνος, ο λαός, αλλά κι ο καθένας ατομικά. Τον ελληνικό, τον ευρωπαϊκό ή κάποιο μικτό που πρέπει να εφευρεθεί;
Τελικά, όπως αποδείχτηκε στα 200 χρόνια που πέρασαν, ο δρόμος για ένα ελληνικό κράτος και όχι για ένα προτεκτοράτο, αγόμενο και φερόμενο από ξένους δυνάστες και εντόπιους υποτακτικούς, θα είναι πολύ πιο μακρύς και δύσβατος απ’ ό,τι μπορούσαν να διανοηθούν και οι πιο απαισιόδοξοι τον καιρό του Όθωνα. Όπως κι ο ίδιος ο βασιλιάς, που αποπέμφθηκε κακήν κακώς από τους Άγγλους και τους εντόπιους αντίπαλους του.
Υ.Γ. Στο βιβλίο της Μπούσε, η ενδυμασία είναι μόνο ένα από τα πενήντα θέματα στα οποία αναφέρεται η συγγραφέας, από τα εδέσματα και τα γιατροσόφια μέχρι τα λουτρά, τα καφενεία και τα σπίτια, από τη μουσική, τα τραγούδια και τα παιχνίδια μέχρι τα χάνια, τα ορφανοτροφεία και τα σχολεία.