Μεγάλος θαυμαστής της γαλλόφωνης κουλτούρας, ο 52χρονος Τεξανός Γουές Άντερσον, στη νέα του συναρπαστική κωμωδία «Γαλλική Αποστολή», με επίκεντρο το μικρόκοσμο της αμερικάνικης συντακτικής ομάδας του αγγλόφωνου περιοδικού «Γαλλική Αποστολή», που έχει έδρα μια φανταστική γαλλική κωμόπολη, την Ανουί-συρ-Μπλαζέ, προσανατολίζεται στο γαλλόφωνο γαλλοελβετικό σύμπαν, μέσα από το εκλεπτυσμένο του γούστο, πετυχαίνοντας ένα απολαυστικό εικαστικό αποτέλεσμα.
Στην ταινία ξεχωρίζουν τρεις διαφορετικές ιστορίες, με διαφορετικό στιλιστικό σύμπαν, για τα κείμενα και τις ξεχωριστές προσωπικότητες των αρθρογράφων του περιοδικού. Την πρώτη ιστορία «Ένα πραγματικό αριστούργημα» αφηγείται με μορφή διάλεξης σε γκαλερί, στο έγχρωμο παρόν, η επιδειξιομανής τεχνοκριτικός Μπέρενσεν (Τίλτνα Σουίντον), αναφερόμενη στο παρελθόν του έγκλειστου σε ψυχιατρικό άσυλο ζωγράφου Μόουζες Ρόζεντάλερ (Μπενίσιο Ντελ Τόρο), που παρουσιάζεται σε μελαγχολικό ασπρόμαυρο, εστιάζοντας στη σχέση του με την ψυχρής ομορφιάς δεσμοφύλακά του Σιμόν (Λεά Σεϋντού), μοντέλο και μούσα του, που τον ώθησε να ξαναπιάσει πινέλο. Ο πίνακας αφηρημένου εξπρεσιονισμού, αλά Πόλοκ, που προέκυψε μαγνήτισε την προσοχή του κρατούμενου για φοροδιαφυγή Καντάτζιο (Άντριεν Μπρόντι), ανιψιού γνωστών εμπόρων τέχνης, που προσφέρεται να τον αγοράσει.
Η δεύτερη ιστορία «Αναθεωρήσεις ενός μανιφέστου», της μοναχικής σαρανταπεντάρας χρονικογράφου Λουσίντα Κρέμεντζ (Φράνσις ΜακΝτόρμαντ), καταγράφει την νεολαιίστικη εξέγερση στο Ανουί, με ηγέτη τον φοιτητή-σκακιστή Τζεφιρέλι (Τιμοτέ Σαλαμέ), που μαζί με την Τζουλιέτ (Λινά Κουντρί), αρχηγό της αντίπαλης αντιμιλιταριστικής φράξιας, συνενώνονται στα οδοφράγματα, πριν πνιγούν στα δακρυγόνα. Η Κρέμεντζ τους ακολουθεί διορθώνοντας το φλογερό μανιφέστο τους, καταγράφοντας την «επανάσταση της σκακιέρας».
Η τρίτη ιστορία «Η ιδιωτική τραπεζαρία του Αστυνομικού Επιτρόπου» αποτελεί αφήγηση του γευσιγνώστη λογοτέχνη και αφροαμερικανού ομοφυλόφιλου συντάκτη Ρέμπακ Ράιτ (Τζέφρι Ράιτ), χαρακτήρας-αναφορά στον Τζέιμς Μπάλντουιν. Ο Ράιτ, αφηγείται το συναρπαστικό διήγημά του, για το επεισοδιακό δείπνο με τον Αστυνομικό Επίτροπο του Ανουί (Ματιέ Αμαλρίκ), από τον ασιατικής καταγωγής Υπολοχαγό, σεφ υψηλής μαγειρικής Νεσκαφιέ. Το δείπνο διακόπτει η απαγωγή του μικρού γιου τού Επιτρόπου, από μια εγκληματική συμμορία και η αφήγηση εξελίσσεται στην αστυνομική επιχείρηση διάσωσης. Σε μικρότερους ρόλους, ο Γούιλιαμ Νταφόε ενσαρκώνει τον λογιστή του υποκόσμου «Άβακα», ο Έντουαρντ Νόρτον τον σοφέρ Λεφέβρ της συμμορίας, που παίζει κιθάρα αλά Τζάνγκο, η Σίρσα Ρόναν θυμίζει την Σίρλεϊ Μακλέιν στην «Τροτέζα» (1963/Μπίλι Γουάιλντερ) και ο Μπιλ Μάρεϊ είναι ο Χάουτζερ, αρχισυντάκτης του περιοδικού, που αναφέρεται στο αμερικάνικο πολιτιστικό περιοδικό The New Yorker.
Στην ταινία, μέσα από τη γαλλική σχολή ενός πολύχρωμου παραμυθένιου σινεμά, τύπου «Αμελί» (2001/Ζαν-Πιερ Ζενέ), γεμάτου εμμονικές συμπτώσεις, γίνεται αναφορά στις παριζιάνικες γειτονιές της Μονμάρτρης και του Καρτιέ Λατέν, ενώ αναφέρονται τα τρία επίπεδα της πόλης, με τα ποντίκια στους υπονόμους, τις γατούλες στις στέγες και τα χέλια στο ποτάμι. Ο σκηνοθέτης μας ξεναγεί στο Ανουί, με τον ποδηλάτη-ρεπόρτερ (Όουεν Γουίλσον) σε μια διπλή αναφορά στην εξίσου γαλλικής λατρείας γουντιαλενική ταινία με τον ίδιο ερμηνευτή «Μεσάνυχτα στο Παρίσι» (2011), όσο και στη γαλλική ποδηλατική κουλτούρα, στο «Τρίο της Μπελβίλ» (2003/Συλβέν Σομέ). Χιουμοριστική αξία αποκτά η ακριβής αναγραφή της ταυτότητας προσώπων και αντικειμένων, όπου σχεδόν τα πάντα φέρουν επεξηγηματική πινακίδα, σαρκαστική διάθεση που συμπληρώνεται με τον χειμαρρώδη -στα όρια ψυχαναγκασμού- ρυθμό λεπτομερειακής αφήγησης.
Η πρώτη ιστορία με τον ζωγράφο και το μοντέλο του παραπέμπει στην «Ωραία Καβγατζού» (1991/Ζακ Ριβέτ), αλλά και σε αρκετές ταινίες για ζωγράφους στα όρια ψυχασθένειας και αυτοκτονίας, που πέθαναν στη Γαλλία, με αναφορά και στους «Εραστές του Μονπαρνάς» (1958/Ζακ Μπεκέρ), ενώ παράλληλα, θίγεται και η βασανιστική δημιουργία ενός έργου τέχνης, αναφορικά με τους παράγοντες που θα καθιερώσουν την οικονομική του αξία, διαμορφώνοντας και τη γενικότερη αντίληψη της καλλιτεχνικής του αξιολόγησης. Είναι ενδεικτικό πως ο φυλακισμένος καλλιτέχνης ζητά να πληρωθεί με τσιγάρα, ο έμπορος τέχνης κοστολογεί τον πίνακα για δεκάδες χιλιάδες φράγκα, ενώ η πλούσια συλλέκτρια τον πληρώνει στο πολλαπλάσιο.
Η πολυεπίπεδη παρουσίαση των ξεχωριστών ιστοριών παρουσιάζει ομοιότητες με το σχήμα εγκυβωτικής αφήγησης του Άντερσον στο «Ξενοδοχείο GrandBudapest» (2014). Η εκτός κάδρου αφήγηση του κάθε αρθρογράφου παρουσιάζεται με ποικίλους σκηνοθετικούς τρόπους -διάλεξη τέχνης, τηλεοπτική συνέντευξη- ενώ οτιδήποτε αναφέρεται στο παρελθόν παρουσιάζεται σε ασπρόμαυρους τόνους. Στην εισαγωγή, μέσα από το ποπ τέχνασμα της μοιρασμένης στα δυο οθόνης, παρουσιάζονται συγκριτικά εικόνες των συνοικιών της γαλλικής κωμόπολης στο παρελθόν, ταυτόχρονα με το έγχρωμο παρόν τους. Ο Άντερσον υιοθετεί όψη αρχιτεκτονικής τομής, παραπέμποντας σε παιδική εικονογράφηση, ενώ δημιουργεί ευφάνταστα ταμπλό βιβάν, όπως ο συνονόματός του Σουηδός σουρεαλιστής Ρόι Άντερσον.
Πέρα από τους ποικίλους τρόπους αφηγηματικής προσέγγισης, γίνεται αναφορά στον ένδοξο Μάη του ’68, που αποκαλείται σαρκαστικά «επανάσταση της σκακιέρας», εμμένοντας περισσότερο στη νοσταλγία για οτιδήποτε γαλλικό, παρά στην πολιτική διάσταση της εποχής. Η αναφορά στο αντιμιλιταριστικό κίνημα ενάντια στην επιστράτευση για τον πόλεμο της Αλγερίας, με τους λιποτάκτες και τους αντιρρησίες συνείδησης, ανακαλεί ταινίες της εποχής των Ανιές Βαρντά και Γκοντάρ. Το ερωτικό τρίγωνο Τζεφιρέλι-Κρέμενς-Τζουλιέτ παραπέμπει στην ταινία «Η Μαμά και η πουτάνα» (1973/Ζαν Εστάς). Οι φοιτητές του Άντερσον διαβάζουν το μανιφέστο παραπέμποντας στην «Κινέζα» (1967/Γκοντάρ), σε μια ταινία όπου τα σλόγκαν και τα συνθήματα της εποχής σατιρίζονται δίχως πολιτική διάσταση.
Η ταινία του Άντερσον γλιστράει από τη νουβέλ βαγκ στα γαλλικά φιλμ νουάρ, όπου εύστοχα εμπλέκονται οι γαστριμαργικές απολαύσεις της γαλλικής κουζίνας, με γαλλικές αστυνομικές ταινίες, όπωςτο δραματικό «Ξημερώνει» (1939/Μαρσέλ Καρνέ). Σε διαιρεμένη στα δυο οθόνη, παρουσιάζονται τα λαχταριστά πιάτα του Νεσκαφιέ σε έγχρωμο, ώστε να διαφαίνεται το εκλεπτυσμένο μενού, που ενέπνευσε το σχέδιο δράσης του Υπαστυνόμου. Η στυλιζαρισμένη κινηματογράφηση με μετωπικά και συμμετρικά πλάνα εντείνει την εικονογραφική διάσταση, όπως και τα οριζόντια ή κάθετα τράβελινγκ, σε μια ταινία γεμάτη αναφορές στα γαλλοβελγικά κόμικς. Η απόδοση των γαλλικών συνοικιών ζωντανεύει το πενάκι του Μορίς Τιγιέ, από το αστυνομικό γαλλόφωνο βέλγικο κόμικ «Ζιλ Ζουρντάν-Απίθανος Ντέτεκτιβ», ενώ στις αυτούσιες σκηνές κινουμένων σχεδίων της αστυνομικής καταδίωξης, διαφαίνονται επιρροές από τις «Περιπέτειες των Μπλέικ και Μόρτιμερ» (Έντγκαρ Τζάκομπς), όσο και από τον «Τεντέν» (Ερζέ).
Ο Γάλλος συνθέτης Αλεξάντρ Ντεσπλά επιμελήθηκε την πρωτότυπη μουσική, σκαρώνοντας μελωδίες διαφορετικών ενορχηστρώσεων για κάθε διαφορετική ιστορία. Αρχή και τέλος πλαισιώνονται από ρυθμικές μελωδίες με τσέμπαλο, ενώ στην ιστορία για τη μαγειρική της γαλλικής Αστυνομίας επικρατεί το μπάντζο. Στην ιστορία του ζωγράφου επικρατεί το πιάνο, σε αργού τέμπο μελωδικές συνθέσεις, που μεταφέρουν τη μονοτονία της φυλακής. Στις σκηνές με την Σιμόν που ποζάρει, οι πιανιστικές διέσεις προσδίδουν μυστηριακή χροιά, ενώ στις ασπρόμαυρες σκηνές με τον Καντάτζιο, τα αργά πιανιστικά μινόρε ανακαλούν μουσικές του βωβού κινηματογράφου.
Στην μαυρόασπρη αναφορά στον Παριζιάνικο Μάη, η προσεκτική επιλογή της μουσικής επένδυσης συμπληρώνεται από μουσικές που χαρακτήρισαν ευρύτερα τη δεκαετία του ’60, όπως το «L’ ultima volta», του Ένιο Μορικόνε, από την ταινία «I Malamondo» (1964/Πάολο Καβάρα) και το «Tu m’ as trop menti» (1965/ Σαντάλ Γκογιά), άμεση αναφορά στην ταινία «Αρσενικό-θηλυκό» (1966/Γκοντάρ), που ακούγεται στο φοιτητικό στέκι «Σαν Μπλαγκ». Η αναφορά στον αντιμιλατιρισμό του ’60, σφραγίζεται με το «J’ en déduis que je t’aime» (1964/Σαρλ Αζναβούρ), ενώ το «Aline» (1966/Κριστόφ) ακούγεται σε σύγχρονη διασκευή του Τζάρβις Κόκερ. Τα κλασικά ακούσματα συμπληρώνονται με Μπαχ, σε τζαζ διασκευή, Μότσαρτ, αλλά και το μπαρόκ αισθητικής «Αντάτζιο» του Ζωρζ Ντελρύ.
Η εικαστικότητα της σκηνοθεσίας του Γουές Άντερσον παραμένει γεμάτη από αναφορές σε ταινίες, ονόματα και έξυπνα λογοπαίγνια, όπως ο τίτλος της πρώτης ιστορίας, που αναφέρεται στην αμφισημία της λέξης σκυρόδεμα/συγκεκριμένο, εντείνοντας την ειρωνεία για ένα έργο αφηρημένης τέχνης, που φιλοτεχνήθηκε σε τσιμεντένιο τοίχο, ενώ το Ανουί-συρ-Μπλαζέ θα μπορούσε να μεταφραστεί «πλήξη πάνω από την αδιαφορία».
Αυτή η αψεγάδιαστη διαχείριση ενός προσεγμένου, αρμονικού συνόλου αποτελεί κατόρθωμα ενός δεινού δημιουργού, που νοιάζεται να δώσει το πάντα καλαίσθητο αποτέλεσμα, αποτελεί ίδιο ενός σκηνοθέτη που σέβεται το κοινό του.
Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου
[email protected]