του Φραντσέσκο Πιτσιόνι

Συνεχίζουμε, με αφορμή την επέτειο των 100 χρόνων από την Ρώσικη Επανάσταση, τη δημοσίευση άρθρων και απόψεων που κατά την γνώμη μας έχουν να θέσουν ζητήματα και δεν κινούνται σε μια νοσταλγική και δογματική κατεύθυνση.

Στο παρόν φύλλο δημοσιεύουμε το πρώτο μέρος της εισήγηση του Φραντσέσκο Πιτσιόνι που παρουσιάστηκε στο συνέδριο με θέμα «Το παλιό πεθαίνει, αλλά το καινούριο δεν μπορεί ακόμη να γεννηθεί» που έγινε το Δεκέμβρη του 2016 στη Ρώμη.

 

Ιδέες για ένα ερευνητικό πρόγραμμα

Αν ξαναδούμε σήμερα την ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος, έχουμε συχνά την εντύπωση πως βρισκόμαστε μπροστά σε έναν ερημωμένο ερειπιώνα, μέσα στον οποίο περιπλανώνται διάφορα φαντάσματα, που αν τύχει και συναντηθούν, στέλνει το ένα το άλλο στον αγύριστο…

Έναν αιώνα μετά, όμως, πρέπει ή να βάλουμε μεγάλους στόχους ή να αποδεχτούμε υποτακτικά την εξαφάνιση μας. Κι αυτό θα ήταν έγκλημα, γιατί μόνο σήμερα ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής λειτουργεί ακριβώς όπως το είχε προβλέψει ο Μαρξ.

Αλλά όσο κι αν είμαστε απροετοίμαστοι για κάτι τέτοιο, πρέπει να αναλάβουμε την ευθύνη να αναλύσουμε τη φάση στην οποία βρίσκεται η ιστορία του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος και να ορίσουμε τις συνιστώσες της μελλοντικής του ανάπτυξης.

Επαναλαμβάνω τα λόγια του Μάο τσε Τουνγκ: δεν μπορούμε να κάνουμε ούτε ένα βήμα προς τα εμπρός αν κόψουμε το πόδι για να χωρέσει στο παπούτσι. Δηλαδή: μπορεί και να ‘μαστε μια μικρή ομάδα ηττημένων νοσταλγών του παρελθόντος, αλλά είμαστε υποχρεωμένοι να βάλουμε μεγάλους στόχους για το μέλλον.

Και να ενεργήσουμε ανάλογα. Φυσικά, οι μεγάλες προσδοκίες είναι το αντίθετο της αλαζονείας. Σημαίνει να αναμετρηθούμε με τεράστια καθήκοντα, χωρίς ίχνος επαρχιωτισμού, συναισθανόμενοι κάθε στιγμή πως είμαστε πάρα πολύ μικροί για να «δώσουμε μαθήματα στον κόσμο». Αλλά είναι εντελώς άχρηστο για μας και για όλους, να κάνουμε το αντίθετο, δηλαδή να προσαρμόσουμε το μέγεθος των καθηκόντων στη δική μας μικρότητα.

Γι’ αυτό το λόγο, εδώ, δεν διατυπώνουμε μια τελική πρόταση, αλλά ένα ερευνητικό πρόγραμμα. Μια σωστή προσπάθεια θα χρειαζόταν έναν συλλογικό διανοούμενο –αυτονόητα διεθνούς επιπέδου– που να επιχειρήσει να ξεπεράσει την κρίση του κομμουνιστικού κινήματος.

 

Μεθοδολογικές προϋποθέσεις

  1. Πρέπει να επικεντρωθούμε στα προβλήματα, όχι στα πρόσωπα. Οι αναποδιές και οι ήττες, όπως και οι νίκες, ξεπερνούν κατά πολύ τις ατομικές ικανότητες ακόμη και των πιο φωτισμένων. Τα πρόσωπα εξαφανίζονται σύντομα από τη ζωή, ενώ τα ιστορικά προτσές διαρκούν πολύ περισσότερο. Μερικές φορές αυτά τα τελευταία εμφανίζονται ξανά, αν και με διαφορετική μορφή, ενώ τα πρόσωπα όχι. Για τούτο θα ήταν απαραίτητο να κάνουμε έναν ιστορικό απολογισμό χωρίς αναφορά σε ονόματα. Τόποι, ημερομηνίες και προβλήματα είναι παραπάνω από αρκετά και φτάνουν για να κατανοήσουμε τα γεγονότα, χωρίς να παρασυρόμαστε ασχολούμενοι με αναχρονιστικές προσωποποιήσεις.
  2. Η ιστορία δεν γράφεται με εάν... Ερευνώντας τις αιτίες της κρίσης του κομμουνιστικού κινήματος –κρίση παγκόσμια, χωρίς προηγούμενο, με προφανείς και αβυσσαλέες διαφορές ανάμεσα στην αργή κατάρρευση της ΕΣΣΔ και την αντίσταση της Κούβας– είναι εύκολο να κάνουμε δύο λογικά, θεωρητικά λάθη:

α) Να χρεώσουμε την «ευθύνη» για το ότι πήρε έναν δρόμο που αποδείχθηκε λαθεμένος σε ένα θεωρητικό λάθος σε κάποιο από τα βασικά ζητήματα που χρειάστηκε το κομμουνιστικό κίνημα να αντιμετωπίσει στην πορεία του φτάνοντας έως και διαίρεσή του.

β) να ταλανιζόμαστε αναρωτώμενοι τι θα είχε συμβεί «αντίθετα εάν» είχε υιοθετηθεί ένας διαφορετικός δρόμος, αναποδογυρίζοντας έτσι τη σχέση αίτιο-αιτιατό και κάθε άλλη πλευρά της επαναστατικής δράσης.

  1. Η ιστορία προχωρά με το δικό της τρόπο. Δεν υπάρχει κανένας ιστορικο-πολιτικός ντετερμινισμός που να καθορίζει εκ των προτέρων αν μια επαναστατική απόπειρα έχει προοπτική νίκης ή όχι. Όλα –κατά τον Μαρξ– εξαρτώνται από συγκεκριμένες συνθήκες, επίπεδα ανάπτυξης (οικονομικό, βιομηχανικό, πολιτισμικό κλπ), συσχετισμό κοινωνικών δυνάμεων και ικανότητες του υποκειμένου.

Νίκες υπήρξαν εκεί όπου κάτι τέτοιο έμοιαζε ανέφικτο, και σημειώθηκαν ήττες εκεί όπου υπήρχε θεωρητική επάρκεια και ικανότητα εκπροσώπησης και οργάνωσης των μαζών. Αποτελούμε τη μία από τις αντιτιθέμενες πλευρές: δεν εξαρτώνται τα πάντα από εμάς, και δεν έχει όλα τα πλεονεκτήματα ο αντίπαλος. Επιτέλους, στις κρίσιμες στιγμές μιας σύγκρουσης που καθορίζουν την έκβαση μιας μάχης, πρώτα δίνει κανείς τη μάχη και μετά απολογίζει τα όποια αποτελέσματα. Είμαστε υποχρεωμένοι από τις περιστάσεις, να ρίχνουμε στον αγώνα τις δυνάμεις που έχουν οικοδομηθεί στην προηγούμενη φάση, και να τα παίζουμε όλα για όλα, ή σχεδόν. Ως γνωστόν, η κουκουβάγια, το ιερό πουλί της Αθηνάς, πετούσε μόνο μετά τη δύση του ήλιου.

  1. Ο διαλεκτικός υλισμός δεν είναι μια χαλύβδινη πανοπλία που πρέπει με το ζόρι να φορέσουμε στην πραγματικότητα. Η διαλεκτική είναι αυτο-κίνηση του πραγματικού και πρέπει να την αναγνωρίσουμε στην εξέλιξη του ίδιου του πραγματικού. Η συνειδητοποίηση της πραγματικότητας εξαρτάται εν τέλει από τη δική μας προσπάθεια αναγνώρισης (λαμβάνοντας υπόψη τις θεωρητικές κατηγορίες) και όχι από τη –λίγο πολύ ορθή– μηχανιστική εφαρμογή των θεωρητικών κατηγοριών. Η θεωρία, μας εφοδιάζει με μια μέθοδο και μερικούς νόμους της λειτουργίας του κεφαλαίου. Αλλά η ανάλυση της πραγματικότητας είναι δικιά μας δουλειά.

Με άλλα λόγια: πρέπει να αναλάβουμε το επίπονο καθήκον της έννοιας, πρέπει να παρατηρούμε τον κόσμο και να κατανοούμε την εξέλιξη του. Οι ερμηνευτικές κατηγορίες του πραγματικού, εξάλλου, προκύπτουν ή ανακαλύπτονται κατά τη διάρκεια της ανάλυσης της εξέλιξης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Εξελίσσονται και αυτές κατά κάποιον τρόπο.

Συνέβη και στον Μαρξ να ανακαλύψει απροσδόκητες νέες αυτονομημένες μορφές του κεφαλαίου κατά τη διάρκεια μιας ανάλυσης που είχε ξεκινήσει θεωρώντας ότι θα αντιμετωπίσει απλές εκφάνσεις του «ήδη γνωστού» (για παράδειγμα στα τρία άρθρα που έγραψε για την New York Daily Tribune με την αφορμή τη γέννηση, την ανάπτυξη και την κατάρρευση της Credit Mobilier, όπου το δεύτερο και το τρίτο άρθρο «διορθώνουν» αποφασιστικά το νόημα του πρώτου. (Δείτε στο https://www.dialetticaefilosofia.it/public/pdf/0tesi.pdf και στο Καρλ Μαρξ, Ο Αυτοκρατορικός σοσιαλισμός, Roma, Editori Riuniti, 1993). Επίσης αρκεί να σκεφτούμε την κατηγορία-όρο ιμπεριαλισμός, που διαμορφώθηκε και έγινε γνωστή μόλις 30 χρόνια μετά τον θάνατο του Μαρξ.

 

Το αντικείμενο της έρευνας

Το κομμουνιστικό κίνημα ήταν ο απόλυτος πρωταγωνιστής του 20ού αιώνα. Είχε αλλεπάλληλες νίκες, τέτοιες που έκαναν να φαίνεται πως πλησιάζει –τη δεκαετία του 1970– μια γενική αλλαγή σε όλον τον κόσμο. 10 χρόνια αργότερα είχαμε την κατάρρευση του Τείχους, τη διάλυση της ΕΣΣΔ, τη θλιβερή αποσύνθεση των κομουνιστικών, ή δήθεν κομουνιστικών, κομμάτων, όλων των χωρών.

Οι νίκες. Σχεδόν όλες σημειώθηκαν στον Τρίτο Κόσμο και, σε κάθε περίπτωση, στον λιγότερο ανεπτυγμένο κόσμο. Και η Ρωσία το 1917, ήταν μια χώρα μεσαιωνική στην ουσία (με πολλούς δουλοπάροικους, άντρες και γυναίκες δεμένους με τη γη, σε κατάσταση «υπ-ανθρώπων» στην ιδιοκτησία των μεγάλων γαιοκτημόνων), με ορισμένες νησίδες καπιταλιστικής ανάπτυξης συγκεντρωμένες κύρια γύρω από τη Μόσχα και την Αγία Πετρούπολη. Χωρίς προλεταριακές επαναστάσεις μεγάλης κλίμακας (εργατική τάξη και μισθωτή εργασία εξαιρετικά περιορισμένη, αν όχι ανύπαρκτη), αλλά εθνικοαπελευθερωτικά αντιαποικιακά κινήματα, που είχαν επικεφαλής πολιτικές πρωτοπορίες κομμουνιστικού προσανατολισμού.

Δηλαδή λαϊκά κινήματα προοδευτικού εκσυγχρονισμού, κατ’ ανάγκη, που δεν είχαν τη δυνατότητα να προβάλουν κάποιο θεωρητικό ή πρακτικό μοντέλο για την προώθηση της επανάστασης στις ανεπτυγμένες χώρες. Και εκτεθειμένα σε μια νέα επέλαση των «αγορών» –σε διαφορετική μορφή από τη στρατιωτική αποικιοκρατία– μετά τη διάλυση του «μετώπου του υπαρκτού σοσιαλισμού» (όπως π.χ. το Βιετνάμ).

Οι ήττες. Λίγο πολύ παντού, αλλά ιδιαίτερα στις ανεπτυγμένες χώρες, όπου, σε γενικές γραμμές, σαν αποτέλεσμα της Γιάλτας, τα υποταγμένα στη Σοβιετική Ένωση κομμουνιστικά κόμματα μεταλλάσσονται ουσιαστικά σε σοσιαλδημοκρατικά, αν και παραμένουν «θεωρητικά πιστά» στην ιδέα της επανάστασης. Και στη συνέχεια, σε γενικώς «αριστερά» πολιτικά μορφώματα, που προοδευτικά στρέφουν την προσοχή τους (σχετικά βέβαια) στα πολιτικά δικαιώματα των ατόμων ή των μειοψηφιών, αντί να απασχολούνται με τα κοινωνικο-οικονομικά δικαιώματα της τάξης ή του κοινωνικού μπλοκ (εργασιακά δικαιώματα, κράτος προνοίας, υγεία, παιδεία κ.λπ.).

Οι εξελίξεις στο εσωτερικό του κομμουνιστικού κινήματος. Αλλεπάλληλες αποσχίσεις, φράξιες, συγκρούσεις (ακόμη και αιματηρές), παγίωση σεχταρισμών. Συν, την περίοδο ανάκαμψης του «επαναστατικού πνεύματος» μετά τη νίκη της Κούβας, τη ρήξη των σχέσεων Κίνας-ΕΣΣΔ, τις νίκες στο Βιετνάμ και πολλές πρώην αποικίες, τον πολλαπλασιασμό των επαναστατικών οργανώσεων (ακόμη και στις βιομηχανοποιημένες χώρες, των ΗΠΑ συμπεριλαμβανομένων, κατά τη διάρκεια ή μετά τα γεγονότα του 1968).

Μια αδιάκοπη σπατάλη δυνάμεων, διαλυτική και εσωστρεφής, που δεν επιτρέπει την εκμετάλλευση της δεύτερης μεγάλης κρίσης του τρόπου παραγωγής τον 20ό αιώνα (δεκαετίες 1960-1970) και διευκολύνει τη νίκη του ιμπεριαλισμού, μέχρι την τελική πτώση του «υπαρκτού σοσιαλισμού», και τη σχεδόν ολοκληρωτική εξαφάνιση των «κομμουνιστικών» κομμάτων ή κινημάτων. Παντού.

Σε αυτές τις περιοχές παραμένουν σήμερα κάποιες ομάδες κύρια σεχταριστικές και ξένες προς τις μορφές οργάνωσης του κοινωνικού μπλοκ. Ή σε μερικές περιπτώσεις, αντίθετα, που έχουν πέσει με τα μούτρα στους κοινωνικούς αγώνες και στα οικολογικά κινήματα, αλλά έχουν διαστάσεις και προγράμματα που δεν δημιουργούν πολιτικό πρόβλημα στον εχθρό και δεν συγκροτούν μια πειστική προοπτική για το κοινωνικό μπλοκ των καταπιεσμένων.

 

Ποιοι είναι οι λόγοι αυτής της βαριάς ήττας;

Ας ξεκόψουμε με τις ανοησίες. Για παράδειγμα: την «προδοσία των ηγετικών ομάδων». Η ανάδειξη των ηγετών των οργανώσεων είναι αναπόσπαστα δεμένη με τα αντικειμενικά ιστορικά προτσές και δεν έχει καμία σχέση με αιτίες ψυχολογικές ή ευκαιριακές (ατομική λαχτάρα για πλουτισμό, επιβίωση κ.λπ.). Κίνητρα που υπάρχουν πάντα στην ψυχή των ανθρώπων σε κάθε ιστορική περίοδο και σε κάθε οργάνωση: κατά συνέπεια, η επικράτηση τους σε μια επαναστατική οργάνωση είναι ένα φαινόμενο που πρέπει να ερμηνευτεί, αλλά από μόνο του δεν μπορεί να ερμηνεύσει κάτι.

Ας εντοπίσουμε, με μη σχολαστικό τρόπο, και τα «λάθη του υποκειμένου». Όλες οι πολιτικές και κοινωνικές οργανώσεις πέφτουν σε λιγότερο ή περισσότερο σοβαρά λάθη, που μπορούν να καταστρέψουν ακόμη και την πιο ριζοσπαστική και μαχητική οργάνωση. Όμως, οι αγωνιστικές πρωτοπορίες είναι με τη σειρά τους προϊόν συγκεκριμένων ιστορικών συνθηκών, που είναι διαφορετικές σε κάθε χώρα και σε κάθε χρονική περίοδο. Είναι το αποτέλεσμα της ιστορίας των κινημάτων σε κάποιες χώρες, του πολιτισμού τους, της πολιτικής και ταξικής τους παράδοσης κ.λπ. Τα λάθη του υποκειμένου εντέλει μπορούν να εξηγήσουν κάποιες μεμονωμένες ήττες, αλλά όχι την τελική και συνολική ήττα του κομμουνιστικού κινήματος.

Εκτός και αν σημειώνονται στον τόπο και τη χρονική στιγμή μιας ιστορικής αλλαγής, δηλαδή τη στιγμή που κρίνεται το μέλλον της Ιστορίας.

Ξέρουμε, χάρη στη μαρξιστική θεωρία, πως η πραγματική σοσιαλιστική επανάσταση συνίσταται στην υπέρβαση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Ο ίδιος ο Μαρξ υποστήριζε πως εκεί όπου ήταν πιο πιθανή η Επανάσταση, όχι μόνο για να επικρατήσει στη μάχη για την κατάκτηση της εξουσίας, αλλά για να εφαρμόσει έναν σοσιαλιστικό τρόπο παραγωγής –σε ορισμένα πλαίσια επίσης ιστορικά καθορισμένα, αφού η ζωή δεν αλλάζει απλά με έναν νόμο– είναι οι χώρες με πιο ανεπτυγμένο καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής.

Όλη η ιστορία του 20ού αιώνα, όμως, κινήθηκε σε εντελώς διαφορετικά πλαίσια, τουλάχιστον φαινομενικά. Υπήρξαν νίκες εκεί όπου κάτι τέτοιο φαινόταν αδιανόητο, ακόμη κι αν στη συνέχεια η ιστορία πήρε την εκδίκηση της εκμηδενίζοντας τις απόπειρες «οικοδόμησης του σοσιαλισμού» σε υπανάπτυκτες χώρες. Ακόμη κι εκεί όπου, σαν την Σοβιετική Ένωση μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το επίπεδο ανάπτυξης είχε φτάσει σχεδόν αυτό του καπιταλισμού (κάτι που ίσχυε για τους στρατηγικούς, κύρια στρατιωτικούς, τομείς αλλά όχι και για τη συνολική μαζική παραγωγή).

Και λοιπόν;

Ή η θεωρία είναι λαθεμένη ή συνέβη κάτι που οδήγησε στην πλήρη διάσταση ανάμεσα στη δράση των κομμουνιστών και στην εξέλιξη του τρόπου της παραγωγής. Φυσικά αναφερόμαστε στον «πραγματικό μετασχηματισμό του κόσμου» στην πορεία για την «οικοδόμηση του σοσιαλισμού», και όχι για την υπεράσπιση των ταξικών συμφερόντων, ή τη συχνά ηρωική αφοσίωση στην επαναστατική υπόθεση και όλες τις άλλες κορυφαίες στιγμές που μας άφησε κληρονομιά η ιστορία του 20ού αιώνα.

Διαβάζοντας ακαδημαϊκά την ιστορία, θα έπρεπε να πούμε, για παράδειγμα, πως η Οκτωβριανή Επανάσταση υπήρξε ένα «βολονταριστικό» λάθος, που προχώρησε υπερβολικά πιο γρήγορα από τους ρυθμούς καπιταλιστικής ανάπτυξης μιας χώρας σαν τη Ρωσία. Και αυτό θα ήταν μια μεγάλη ανοησία. Μια κοινωνία εξεγείρεται λόγω των συγκεκριμένων συνθηκών που έχει μπροστά της, όταν η εξουσία δεν μπορεί πια να σταθεί στα πόδια της, λόγω μιας κρίσης που μπορεί να οφείλεται σε πολλούς λόγους (οικονομικούς, πολεμικούς, κλπ). Αλλά οι θεωρητικολογούντες το αντιλαμβάνονται πάντα κατόπιν εορτής

Η ίδια η πτώση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» αποδεικνύει πως είναι δυνατόν, βέβαια, να κατακτήσεις την πολιτική εξουσία και να επιχειρήσεις να οικοδομήσεις άλλου είδους κοινωνικές σχέσεις, αλλά δεν γίνεται να περάσεις ξαφνικά από τη δουλοπαροικία (τον Μεσαίωνα) στη σοσιαλιστική πραγματικότητα χωρίς να καταβάλεις ένα ακριβό αντίτιμο, που μπορεί να είναι ακόμη και η πλήρης αποτυχία της προσπάθειας αυτής. Θα μπορούσαμε να καταρτίσουμε έναν κατάλογο των προϋποθέσεων που θα ήταν αναγκαίες για μια διαφορετική εξέλιξη, κι αυτό είναι και ο στόχος της δουλειάς που προτείνουμε εδώ.

Αν αντίθετα συνέβη κάτι σοβαρό και καθοριστικόγια την ιστορική εξέλιξη αλλά και για τη θεωρία– τότε χρειάζεται να ψάξουμε την ιστορία για να καταλάβουμε πού και πώς διακόπηκε, μπλοκαρίστηκε ή λοξοδρόμησε η επαναστατική διαδικασία.

Μια τέτοια προσέγγιση είναι ριζικά διαφορετική από την εντολή «εξακολουθήστε να ψάχνετε» που κυριαρχούσε σε μεγάλο βαθμό στη «σκέψη» των μαρξιστών του 20ού αιώνα. Μια φράση που ερμηνεύτηκε γενικά σαν προτροπή για να «βρούμε το λάθος στη θεωρία του Μαρξ, που έφταιγε για τις τόσες ήττες» και μετά, ούτε λίγο ούτε πολύ, να την απορρίψουμε. Μια αντίληψη που καλούσε σε εσωστρεφή σχολαστική ενασχόληση με τη θεωρία, αντί να στρέφει την προσοχή στη μελέτη της ιστορικής πραγματικότητας.

Αφού τοποθετήσαμε έτσι τα πράγματα….

Συνέχεια στο επόμενο φύλλο

 Μετάφραση: Άβα Μπουλούμπαση

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!