Ποιοι είναι οι όροι μιας εναλλακτικής προοπτικής
Πώς διαμορφώνεται το «τοπίο» στη σημερινή Ευρώπη; Το ερώτημα έχει μεγάλη σημασία για πολλούς λόγους και μας αφορά ιδιαίτερα ως χώρα, κοινωνία, κίνημα αλλά και ως «δυνατότητα» για μια άλλη πορεία.
Μια προσπάθεια ανοικοδόμησης της χώρας από τα μνημονιακά-τροϊκανά ερείπια, αναγκαστικά θα αναμετρηθεί με την ευρωκρατία, τις «αγορές», τη νέα αρχιτεκτονική της Ε.Ε., τους νεοφιλελεύθερους θεσμούς της και τη γερμανική-μερκελική Ευρώπη. Μια κυβέρνηση γύρω από τον ΣΥΡΙΖΑ έχει να ξεπεράσει τον κάβο μιας «διαπραγμάτευσης» που δεν θα είναι κάτι εύκολο και η έκβασή της θα εξαρτηθεί από πολλούς παράγοντες. Το αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης δεν μπορεί να προαναγγελθεί. Eδώ δεν χωρά ούτε καταστροφολογία ούτε όμως και η αντίληψη ενός εύκολου περίπατου.
Ο ευρωπαϊσμός σε αμφισβήτηση
Στη γενική οπτική μας δεν πρέπει να αφεθούμε στην ειδυλλιακή αντίληψη που καλλιεργούσε ο ευρωπαϊσμός ώς σήμερα. Ότι, δηλαδή, η πορεία προς μια σύγκλιση, παρά τις αντιφάσεις και τις δυσκολίες της, είναι η μεγάλη λεωφόρος για να διανυθεί από τους Ευρωπαίους πολίτες. Ο ευρωπαϊσμός, ως γενική ιδέα, έχει χάσει την αίγλη που είχε και τίθεται σε ανοικτή αμφισβήτηση. Η αιτία βρίσκεται στην καρδιά της Ευρώπης: Δεν υπάρχει ένα ενιαίο σχέδιο, καθώς η ετερογένεια των σκοπών, οι διαφορετικές πολιτικές που ακολουθεί κάθε κέντρο, οδηγεί όχι σε σύγκλιση αλλά σε μεγαλύτερη απόκλιση και θέτει σε κρίση όλους τους μηχανισμούς και θεσμούς που είχαν μέχρι πρόσφατα, από κοινού, υιοθετηθεί.
Η αμφισβήτηση της Ευρώπης, που οικοδομείται υπό την ηγεμονία της Γερμανίας και του νεοφιλελευθερισμού είναι ποικίλης πολιτικής μορφής. Έντονη, χωρίς όμως τη δυνατότητα να χαράξει έναν άλλο προσανατολισμό της Ευρώπης, περιοριζόμενη έτσι σε μια εθνική αναδίπλωση. Η αμφισβήτηση αυτή είναι όμως παρούσα, δίνει τον τόνο, προκαλεί εκνευρισμό και φόβο στους ευρωκράτες και τους αποδυναμώνει σημαντικά.
Έτσι, η Ευρώπη κλυδωνίζεται από πολλές αντιθέσεις και τάσεις που δεν είναι εύκολο να χαλιναγωγηθούν, ούτε δημιουργούν εύκολο έδαφος για μια διαφορετική πορεία. Κυρίως οδηγούν στη διαπίστωση ότι θα δοθούν λύσεις μέσω αναγκαστικών συμβιβασμών με δύο ισχυρές ενεργές τάσεις εντός των κυρίαρχων κύκλων της Ευρώπης:
– Με την τάση προς τον ευρωατλαντισμό που ακυρώνει κάθε δυνατότητα για μια πορεία αυτόνομη από τις πολιτικές και τις επιδιώξεις των ΗΠΑ, αφού οι όροι υπαγορεύονται από τις τελευταίες και η Ευρώπη σύρεται πίσω από τους αμερικανικούς σχεδιασμούς. Χαρακτηριστική περίπτωση ο ακολουθητισμός της Ευρώπης στον πόλεμο της Ουκρανίας. Η ατζέντα της Ουάσιγκτον επιβάλλεται και ο λογαριασμός πληρώνεται κυρίως από τους Ευρωπαίους.
– Με τη γερμανική κηδεμονία σε όλα τα επίπεδα. Η Γερμανία είναι ο «άρχοντας της Ευρώπης» και μόνο υπό τη σκέπη της εμφανίζεται να είναι εφικτό οποιοδήποτε σενάριο. Πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η εξαγγελθείσα πολιτική του Ολάντ που αποδέχεται, πλέον, ένα ρόλο της Γαλλίας υποτελή προς τη Γερμανία. Μπορεί κανείς, λοιπόν, να κάνει το παραμικρό, αμφισβητώντας τις πολιτικές που υποβάλλει το Βερολίνο ή σε σύγκρουση μαζί του;
Πολιτική κρίση
Αυτές οι δύο τάσεις, μαζί με την αμφισβήτηση που καταγράφηκε στις Ευρωεκλογές, οδηγούν σε έντονη κρίση και επανασχεδιασμό όλων των όρων της υπαρκτής Ευρώπης. Όχι σε προοδευτική κατεύθυνση, αλλά το αντίθετο. Ακόμα, αυτοί οι όροι δεν επηρεάζουν απλά την οικονομική σφαίρα αλλά φέρνουν στο επίκεντρο μεγάλα γεγονότα που η φύση τους δεν είναι απλά οικονομική.
– Φέρνουν πρώτα τη μετακύλιση της γενικής κρίσης στο γεωπολιτικό επίπεδο. Δυναμώνει η τάση για τον πόλεμο και ενισχύεται ο ευρωατλαντισμός, ως κέντρο που αμύνεται απέναντι στην βαρβαρότητα και την εξάπλωση του φονταμενταλισμού, αλλά κυρίως, και στο βάθος, απέναντι στις «αναδυόμενες» δυνάμεις (Κίνα, Ρωσία, Ινδία, Βραζιλία κ.λπ.).
– Δεύτερον, οδηγούν σε μεγάλη πολιτική κρίση εντός της Ευρώπης και ιδιαίτερα των μεγάλων κέντρων της. Ο μεγάλος ασθενής, η Γαλλία, κλυδωνίστηκε, αντικαταστάθηκε ολόκληρη κυβέρνηση, ενώ ο Ολάντ κήρυξε επίσημα την υποτέλεια στη Γερμανία. Η πολιτική κρίση δοκιμάζει τη συνοχή του οικοδομήματος και ωθεί στη διάσπαση σε στρατόπεδα και σε έντονες διεργασίες ανάμεσα στους ισχυρούς. Επισήμως ομολογείται ότι μιλάμε για την Ευρώπη δύο ή πολλών ταχυτήτων και αυτό είναι ένα ισχυρό δεδομένο που υπαγορεύεται από το μερκελισμό.
Η Γερμανία έστειλε ηχηρό μήνυμα στην Κύπρο για το τι είδους συμπεριφορά περιμένει τις χώρες του Νότου και ιδιαίτερα τις αποικίες χρέους, ενώ αυτή τη βδομάδα είχαμε τις συναντήσεις της Μέρκελ με τον Γάλλο και στη συνέχεια τον Έλληνα πρωθυπουργό, με τα γνωστά αποτελέσματα.
Παρ’ όλες τις μεγαλοστομίες των ελληνικών κυβερνήσεων, η χώρα δεν είναι ένας ισότιμος εταίρος μιας συμμαχίας που θέλει την πρόοδο όλων των μελών της, αλλά μια αποικία χρέους στην οποία εφαρμόζονται σύγχρονες νεοαποικιακές πολιτικές διάλυσής της. Αυτό είναι το πείραμα που τόσα χρόνια ζούμε.
Οι γεωπολιτικές ανακατατάξεις αφορούν άμεσα την Ελλάδα, αφού βρίσκεται σε μια περιοχή συνάντησης τόξων και σύνθετων στρατηγικών επιδιώξεων (βαλκανικός, μεσανατολικός, ευρασιατικός χώρος). Αυτή και μόνο η διάσταση σημαίνει ότι στο τραπέζι της όποιας διαπραγμάτευσης δεν θα κάτσουν αθώοι και καλοσυνάτοι Ευρωπαίοι ηγέτες, αλλά κυνικοί ισχυροί που υποβάλλουν όρους στους αδύναμους σε ένα πεδίο που δεν αφορά μόνο οικονομικά μεγέθη αλλά και «οικόπεδα» και σφαίρες επιρροής.
Άρα, απέχει πολύ από την πραγματικότητα, η προοπτική μιας λογικής συνεννόησης για μια άλλη πορεία της Ευρώπης. Κυρίως δεν συμπίπτουν οι στοχεύσεις των χωρών του Νότου με αυτές των ευρωκρατών.
Με ποιους όρους;
Η δημιουργία μιας ευρωπαϊκής εναλλακτικής πρότασης -απαραίτητης για μια διαφορετική πορεία- οφείλει να δημιουργήσει τους δικούς της όρους. Μπορεί να στηριχθεί στην πολιτική κατ’ αρχάς, δηλαδή να θέσει ξεκάθαρους πολιτικούς στόχους (δημοκρατική επανάσταση, τέλος της γερμανικής Ευρώπης, σθεναρή αντίσταση στον ευρωατλαντισμό), στην καλλιέργεια συμμαχιών ειδικά στον Ευρωπαϊκό Νότο, στη δημιουργία πολιτικών γεγονότων και ρήξεων σε επίπεδο κρατών με προοδευτικό πρόσημο και όχι στην κατεύθυνση μιας λαϊκίστικης νεοδεξιάς αμφισβήτησης.
Αυτά σημαίνουν ότι δεν μπορούμε να μείνουμε στο έδαφος ενός μπαγιάτικου ευρωπαϊσμού, σαν να ζούσαμε στα χρόνια της δεκαετίας του ’80, του Μιτεράν ή του Γκονζάλες. Άρα, και μια πιθανή διαπραγμάτευση χρειάζεται πολιτικά εργαλεία και την ισχύ της πολιτικής για να μπορέσει να φέρει αποτελέσματα. Στην περίπτωσή μας πρόκειται για μια μεγάλη πολιτική αλλαγή, που ακριβώς θα αξιοποιούσε την ασυμμετρία πολιτικής και οικονομικής δύναμης για να ανοίξει δρόμους σε μια μετάβαση. Αυτό αναγκαστικά οδηγεί σε μια πολιτική ρήξεων με την υπάρχουσα αρχιτεκτονική της Ευρώπης. Πρόκειται για μια σκληρή μάχη που χρειάζεται προετοιμασία σε όλα τα επίπεδα. Η καλλιέργεια μιας εικόνας εύκολης και λογικής διαπραγμάτευσης ή συμφωνίας σε ένα υποτιθέμενο ευνοϊκό περιβάλλον, δεν ωφελεί κανέναν και ιδιαίτερα την υπόθεση της Ελλάδας.