του Μπορίς Καγκαρλίτσκι

 

Ο Μπορίς Καγκαρλίτσκι ήταν τροτσκιστικών καταβολών αριστερός αντιφρονών στα χρόνια της Σοβιετικής Ένωσης. Από τους πιο γνωστούς ακτιβιστές και διανοούμενους της αριστερής αντιπολίτευσης αργότερα, ενάντια στο καθεστώς Γιέλτσιν και Πούτιν, είναι από τους πολέμιους των φιλοδυτικών τάσεων αυτής της αντιπολίτευσης. Ασκεί έντονη κριτική σε εκείνη την Αριστερά σε Ρωσία και Ουκρανία που «έχει αντικαταστήσει την πολιτική μαζών και την ταξική πολιτική» με την δυτικής προέλευσης «πολιτική ορθότητα και υπεράσπιση δικαιωμάτων μειονοτήτων». Όπως λέει, «σε επίπεδο κοινωνικής συνείδησης έχουμε γυρίσει πίσω ενάμισι αιώνα».

Στο παρακάτω απόσπασμα πολύ μεγαλύτερου κειμένου που δημοσιεύτηκε στον ιστότοπο Counterfire με τίτλο «Η λογική της εξέγερσης», υποστηρίζει ότι η εξέγερση που εξελίσσεται στην ανατολική Ουκρανία έχει λαϊκά στοιχεία και κοινωνικό χαρακτήρα και είναι γι’ αυτό που υπονομεύεται από τη Μόσχα. Η εκτίμηση αυτή επιβεβαιώνεται και από τις εξελίξεις που ακολούθησαν και δεν γνώριζε ο συγγραφέας όταν έγραφε το κείμενο: τη στήριξη και αναγνώριση από τη Μόσχα των επικείμενων προεδρικών εκλογών στην Ουκρανία, καθώς και την αναπάντεχα ήπια αντίδραση του Κρεμλίνου στη σφαγή της Οδησσού και στη χρήση του ουκρανικού στρατού ενάντια στις εξεγερμένες πόλεις.

 

 

 

Ο Δυτικός Τύπος αφηγείται αποκρουστικές ιστορίες της ρωσικής επιθετικότητας ενάντια στην Ουκρανία. Η τηλεόραση δείχνει συνεντεύξεις με υπουργούς και αξιωματούχους του Κιέβου που ικετεύουν σπαρακτικά την Ευρώπη να σώσει τη χώρα από την εξαγριωμένη αρκούδα.

Στη Ρωσία, οι άνθρωποι περίμεναν κάποια κριτική μετά την προσάρτηση της Κριμαίας. Αλλά ήδη έχει περάσει περισσότερος από ένας μήνας και το Κρεμλίνο δεν έχει στο μεταξύ επιχειρήσει κάτι καινούργιο. Επαναλαμβάνουν μονότονα πολλές φορές κάθε ημέρα ότι σέβονται την εδαφική ακεραιότητα της Ουκρανίας και ότι δεν σκοπεύουν να προσαρτήσουν κανέναν άλλον…

Τα επιχειρήματα του Κρεμλίνου σ’ αυτή τη διαμάχη δεν λειτουργούν, για τον απλούστατο λόγο ότι οι Δυτικοί διπλωμάτες δεν ενδιαφέρονται για το τι σκέφτεται ή κάνει η επίσημη Ρωσία. Γνωρίζουν πολύ καλά πως δεν υπάρχει καμία ρωσική εισβολή αλλά αυτό ακριβώς είναι το βασικό διεθνές πρόβλημα γι’ αυτούς. Αν το παραδεχτούν σημαίνει ότι παραδέχονται ότι η κυβέρνηση του Κιέβου έχει κηρύξει τον πόλεμο στο λαό της χώρας της. Αν αναφερθούν στη Λαϊκή Δημοκρατία του Ντονέτσκ ως ένα ανεξάρτητο πολιτικό φαινόμενο θα πρέπει να απαντήσουν στο ερώτημα ποιες είναι οι αιτίες αυτής της λαϊκής εξέγερσης και ποια τα αιτήματά της.

Οι νέες Αρχές του Κιέβου εκτοξεύουν ενάντια στις αντι-Μαϊντάν δυνάμεις στα νοτιοανατολικά τις ίδιες κατηγορίες και διαδίδουν τις ίδιες θεωρίες συνωμοσίας όπως έκανε αντίστοιχα η προπαγάνδα Γιανουκόβιτς πριν λίγους μήνες. Όμως αυτό συμβαίνει τώρα σε μια κλίμακα εκατό φορές μεγαλύτερη από τότε και παίρνει τερατώδεις διαστάσεις.

Οι βασικές διαφορές ανάμεσα στο Μαϊντάν και αντι-Μαϊντάν κίνημα δεν είναι ιδεολογικές αν και η σύγκριση ανάμεσα στα βασικά συνθήματα είναι απαραίτητη – φασιστικά στην περίπτωση του Μαιντάν, υπέρ των κοινωνικών δικαιωμάτων στο Ντονέτσκ, συνοδευόμενα από τον ύμνο της Διεθνούς στη δεύτερη περίπτωση. Οι ιδεολογικές διαφορές κυρίως αντανακλούν τη ριζικά διαφορετική κοινωνική φύση και ταξική βάση των δύο κινημάτων. Εννοείται ότι η εξέγερση στα νοτιοανατολικά δεν αποτελεί μόνο την άρνηση του κινήματος Μαϊντάν, αλλά και τη συνέχειά του. Από τη στιγμή που ξεσπά μια επαναστατική κρίση, προσελκύει στην τροχιά της νέα κοινωνικά στρώματα και τάξεις που μέχρι τότε δεν είχαν ασχοληθεί με την πολιτική.

Μέχρι πρόσφατα ο πολιτικός αγώνας ήταν προνόμιο της «ενεργούς κοινωνίας» που αποτελείτο από τους φιλελεύθερους διανοούμενους και τα μεσαία στρώματα της πρωτεύουσας, με την ενίσχυση περιθωριακών ομάδων, κυρίως νέων άνεργων από τη δυτική Ουκρανία. Η ιδέα ότι αυτή η μάζα των σιωπηλών και επιφανειακά απολίτικων ανθρώπων, απασχολημένη στη μάχη για την καθημερινή επιβίωση, θα μπορούσε να παίξει έναν ενεργό και ανεξάρτητο ρόλο στα πολιτικά δρώμενα, ούτε καν υπήρχε στα μυαλά των φιλελεύθερων διανοούμενων ή των πολιτικών ελίτ κάθε ιδεολογικής κατεύθυνσης.

 

Η εξέγερση των χούλιγκαν

Τα κύματα του αγώνα που σάρωσαν τις πόλεις της ανατολικής και νότιας Ουκρανίας, όπως ακριβώς οι διαμαρτυρίες στη Βοσνία, έχουν αλλάξει δραστικά την κοινωνιολογία της πολιτικής ζωής. Τώρα στο προσκήνιο βρίσκονται οι μάζες με αιτήματά τους, τα δικά τους ενδιαφέροντα, τις ελπίδες, τις αυταπάτες και τις προκαταλήψεις τους.

Θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι η εμπειρία του Μαϊντάν δεν πήγε χαμένη. Οι εξεγερμένοι της νοτιοανατολικής Ουκρανίας ενάντια στις Αρχές του Κιέβου χρησιμοποίησαν τις ίδιες μεθόδους. Οι διαδηλώσεις γρήγορα εξελίχθηκαν σε καταλήψεις κυβερνητικών κτιρίων. Όμως οι ακτιβιστές στο Ντονέτσκ και το Λουγκάνσκ, αρνήθηκαν να περιοριστούν σε καταλήψεις κτιρίων, και προχώρησαν στην ίδρυση λαϊκών δημοκρατιών. Ενώ η λαϊκή δημοκρατία στο Λουγκάνσκ από τα μέσα Απριλίου παρέμεινε κυρίως σύνθημα του μαζικού κινήματος, στο Ντονέτσκ άρχισε σύντομα να παίρνει τα χαρακτηριστικά ενός εναλλακτικού καθεστώτος. Σ’ αυτό βοήθησε και η κατάληψη τοπικών σταθμών της πολιτοφυλακής και άλλων κρατικών εγκαταστάσεων. Κάποιες από αυτές τις καταλήψεις οργανώθηκαν από το εξεγερμένο πλήθος, αλλά σε πολλές περιπτώσεις συμμετείχαν και οργανωμένες ένοπλες ομάδες – πρώην μέλη της ειδικής αστυνομίας Μπερκούτ και άλλων σωμάτων ασφαλείας της Ουκρανίας που είχαν καταργηθεί από τις νέες αρχές του Κιέβου ή είχαν αυτομολήσει.

Ωστόσο, η πραγματική αιτία της εξέγερσης δεν ήταν ούτε τα φιλορωσικά αισθήματα του πληθυσμού ούτε η δηλωμένη πρόθεση των Αρχών του Κιέβου να ανακαλέσουν το νόμο που αναγνώριζε τα ρωσικά ως «περιφερειακή γλώσσα». Η δυσαρέσκεια συσσωρευόταν από καιρό στα νοτιοανατολικά και η σταγόνα που έκανε το ποτήρι να ξεχειλίσει ήταν η δραματική χειροτέρευση της οικονομικής κρίσης μετά την κυβερνητική αλλαγή στο Κίεβο. Μετά την υπογραφή της συμφωνίας με το ΔΝΤ οι Αρχές προχώρησαν σε μεγάλες αυξήσεις στις τιμές των καυσίμων και των φαρμάκων και η κοινωνική έκρηξη ήταν αναπόφευκτη. Στα δυτικά της χώρας και στην πρωτεύουσα η αυξανόμενη δυσαρέσκεια περιορίστηκε χάρη στην εθνικιστική ρητορική και την αντιρωσική προπαγάνδα. Όταν όμως η μέθοδος αυτή εφαρμόστηκε στα ανατολικά, έφερε τα αντίθετα αποτελέσματα. Προσπαθώντας να σβήσει τη φωτιά στη Δύση η κυβέρνηση έριχνε λάδι στη φωτιά που έκαιγε στην Ανατολή.

Οι άνθρωποι που διαδήλωναν στο Ντονέτσκ, το Λουγκάνσκ και πολλές άλλες πόλεις στην Ουκρανία δεν γνώριζαν πολλά από πολιτική και δεν είχαν κάποιο ξεκάθαρο πρόγραμμα δράσης. Η σύγχυση στα συνθήματά τους και η ταυτόχρονη χρήση θρησκευτικών και σοβιετικών ή επαναστατικών συμβόλων σίγουρα ενόχλησε τους αυστηρούς υπερασπιστές της προλεταριακής ιδεολογίας. Το κίνημα βρήκε την πολιτική του κατεύθυνση αυθόρμητα και με δυσκολία, καταλήγοντας σε μια γενική έκφραση μιας διάθεσης αντι-ολιγαρχικής και κοινωνικής διαμαρτυρίας.

Ήταν απολύτως αναμενόμενο ότι η φιλελεύθερη διανόηση τόσο στην Ουκρανία όσο και στη Ρωσία θα αντιμετώπιζε τη λαϊκή εξέγερση με ένα ξέσπασμα μίσους και περιφρόνησης.

Πρέπει να σημειωθεί ότι στο διαγωνισμό ψεύδους των προπαγανδιστικών μηχανισμών της Μόσχας και του Κιέβου, οι Ουκρανοί κέρδισαν ξεκάθαρα το πρώτο βραβείο. Όχι ότι οι Ρώσοι είπαν λιγότερα ψέματα, αλλά οι Ουκρανοί λένε ψέματα με απόλυτη ανευθυνότητα και εφευρετικότητα, περιφρονώντας εντελώς την αλήθεια και χωρίς καν να τους απασχολεί το αν οι τηλεοπτικές εικόνες που προβάλλονται διαψεύδουν τον ίδιο το σχολιασμό. Ο σχολιασμός αποτελούνταν από δραματικές περιγραφές για το πώς ουκρανικά τεθωρακισμένα οχήματα απωθούσαν ηρωικά ρωσικές ειδικές δυνάμεις.

Δεν είναι καθόλου περίεργο που η φιλελεύθερη διανόηση είδε στους απλούς ανθρώπους του Ντονέτσκ εχθρούς και απειλή για την «πρόοδο». Ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον έχει να εξετάσουμε τις αιτίες που ένα τμήμα της Αριστεράς εκατέρωθεν των συνόρων ταυτίστηκε με τους φιλελεύθερους. Πήρε μια αδιάλλακτη θέση πλήρους ευθυγράμμισης με την κυβέρνηση του Κιέβου και τους ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σημαντικός αριθμός «Ευρω-αριστερών» εξέφρασε επίσης παρόμοιες απόψεις, ιδιαίτερα εκείνοι που νωρίτερα τόνιζαν την ανάγκη να επικεντρωθούμε σε ζητήματα όπως η πολυπολιτισμικότητα, η ανοχή και η πολιτική ορθότητα.

Ο Ουκρανός πολιτικός επιστήμονας Βλαντιμίρ Ιστσένκο παρατηρεί μελαγχολικά πως «είναι παράξενο να βλέπεις ακόμη και το στρατό να έχει περάσει με το λαό και πολλούς αριστερούς (και αναρχικούς!) να είναι ακόμα με τις Αρχές».

Για πολλά χρόνια η ανάληψη του ρόλου της πολιτικής ορθότητας και της υπεράσπισης των δικαιωμάτων των μειονοτήτων έχει πάρει τη θέση της ταξικής πολιτικής και πολιτικής των μαζών. Σε επίπεδο κοινωνικής συνείδησης έχουμε γυρίσει πίσω ενάμιση αιώνα. Μέρος της ευθύνης βαραίνει τη διανόηση που από καιρό έχει ξεχάσει τη λαϊκή της αποστολή και ασχολείται με ευγενή πολιτισμικά και ιδεολογικά παιχνίδια αντί να δουλέψει μαζί με το λαό και για το λαό.

Μπροστά μας έχουμε την αληθινή εργατική τάξη – ακατέργαστη, μπερδεμένη και χωρίς αντίληψη πολιτικής ορθότητας. Όποιος ενοχλείται από αυτή την ιδεολογική και πολιτισμική κατάσταση της εργατικής τάξης ας πάει να δουλέψει με τις μάζες. Το καλό είναι ότι κανείς δεν εμποδίζει όσους πηγαίνουν προς τον κόσμο με κόκκινες σημαίες και σοσιαλιστικά φυλλάδια (σε αντίθεση με τη Μαϊντάν όπου οι σημαίες σκίζονταν και οι αριστεροί ξυλοκοπούνταν και διώχνονταν από την πλατεία).

Το μέλλον της Δημοκρατίας του Ντονέτσκ παραμένει αβέβαιο και αυτό συνιστά μια μεγάλη ιστορική ευκαιρία που ούτε κατά διάνοια δεν υπήρχε στις διαδηλώσεις στο Μαϊντάν, όπου οι ηγέτες μπορεί να μην είχαν πάντα τον έλεγχο του πλήθους αλλά έλεγχαν πλήρως και αποτελεσματικά την πολιτική ατζέντα. Αντίθετα η δημοκρατία του Ντονέτσκ σχηματίζει την ατζέντα της από κάτω, κυριολεκτικά αυθόρμητα, ανάλογα με τις διαθέσεις του κόσμου και εξελίξεις. Ακριβολογώντας, η δημοκρατία αυτή δεν συνιστά καν κράτος – μάλλον αντιστοιχεί με έναν συνασπισμό διαφόρων κοινοτήτων που είναι αυτοοργανωμένες. Στην ουσία είναι η τέλεια ενσάρκωση της αναρχικής ιδέας για την επαναστατική τάξη. Κατά περίεργο τρόπο οι ίδιοι οι αναρχικοί δεν θέλουν καμία σχέση με αυτή την κατάσταση και προτιμούν να παπαγαλίζουν την κρατική και πατριωτική ρητορική των νέων αρχών του Κιέβου.

 

Η καταστροφή της μεσαίας τάξης

Τα γεγονότα που ξεκίνησαν το χειμώνα του 2013 στο Κίεβο μπορούν να περιγραφούν ως η πιο πρόσφατη «εξέγερση της μεσαίας τάξης». Παίρνοντας ως αφετηρία το ξεκίνημα του νέου αιώνα, αυτές οι εξεγέρσεις έχουν σαρώσει όλο τον κόσμο, από τις ΗΠΑ μέχρι τη Βραζιλία και τις Αραβικές χώρες. Η Ρωσία και η Ουκρανία δεν αποτέλεσαν εξαίρεση. Σε κάποιες περιπτώσεις γενικόλογα δημοκρατικά συνθήματα συνδυάστηκαν με την απαίτηση για προοδευτικές κοινωνικές μεταρρυθμίσεις προς όφελος της πλειοψηφίας ενώ σε άλλες περιπτώσεις αυτά τα δημοκρατικά συνθήματα συνδυάστηκαν με τα πιο συντεχνιακά συμφέροντα μετατρέποντας στην ουσία τη δημοκρατική ρητορική σε προκάλυμμα για προγράμματα που ήταν ξεκάθαρα αντιδημοκρατικά.

 

Όμηροι του Μαϊντάν

Σχολιάζοντας τα γεγονότα οι ιδεολόγοι της πεφωτισμένης μεσαίας τάξης περιορίστηκαν σε κοινότυπες δικαιολογίες του τύπου «οι φασίστες και οι οπαδοί του Μπαντέρα δεν ήταν οι μόνοι στην πλατεία Μαϊντάν». Λες και το πρόβλημα ήταν η σύνθεση του πλήθους και όχι το ποιος είχε τον κυρίαρχο ρόλο μέσα στο πλήθος και την ιδεολογική και πολιτική ηγεμονία.

Κατά κάποιο τρόπο η κατάσταση θα ήταν λιγότερο επικίνδυνη αν το πλήθος στο Κίεβο αποτελούνταν αποκλειστικά από φανατικούς φασίστες. Ακόμα και ανάμεσα στις «εκατονταρχίες» του Μπαντέρα δεν ήταν όλοι συνειδητοποιημένοι φασίστες. Το Μαϊντάν εξελίχθηκε σε πραγματική απειλή για τη δημοκρατία κυρίως επειδή οι ακροδεξιοί κατάφεραν να κερδίσουν την ηγεσία της μάζας των καθημερινών ανθρώπων από τη μεσαία τάξη της πρωτεύουσας καθώς και των φοιτητών κι ενός τμήματος της διανόησης. Οι αριστεροί-φιλελεύθεροι διανοούμενοι αν και έβλεπαν καθαρά τα συστατικά του κοκτέιλ του Μαϊντάν και ποιος υποκινούσε το πλήθος, συντάχθηκαν μαζί τους αντί να τοποθετηθούν ενάντιά τους.

Ενάμιση μήνα μετά τα γεγονότα στο Κίεβο, άλλου είδους άνθρωποι βγήκαν στους δρόμους των ουκρανικών πόλεων, άνθρωποι πολύ διαφορετικοί από τη μεσαία τάξη της πρωτεύουσας, και τότε το ύφος και το στυλ ρητορικής των διανοούμενων άλλαξε ριζικά. Ενώ είχε δοθεί συγχωροχάρτι στην ακραία βία στη Μαϊντάν και στις βόμβες μολότοφ που εκτοξεύονταν ενάντια όχι σε τεθωρακισμένα οχήματα αλλά ενάντια σε ανθρώπους, την ίδια στιγμή η δημοκρατία του Ντονέτσκ καταδικαζόταν για τις προσπάθειες των υποστηρικτών της να σταματήσουν τα τανκς με γυμνά χέρια, χωρίς οπλισμό και χωρίς να πυροβολούν κανέναν. Εδώ τίποτα δεν συγχωρέθηκε.

 

22-23_ukraine2

 

Το Ντονέτσκ στη σκιά της Μόσχας

Δεν είναι μυστικό ότι οι εξεγερμένοι της νοτιοανατολικής Ουκρανίας στηρίζονταν στην υποστήριξη της Μόσχας. Ήλπιζαν ειλικρινά ότι ξεδιπλώνοντας τις τρίχρωμες σημαίες και φωνάζοντας συνθήματα για την αγάπη τους προς τη Ρωσία θα εξασφάλιζαν την υποστήριξη της αδελφής χώρας. Αυτή η ελπίδα ενώνει όσους ονειρεύονται την ένωση με την Ρωσία, αυτούς που επιδιώκουν την ομοσπονδοποίηση της Ουκρανίας και εκείνους που απλά ελπίζουν ότι η ρωσική ισχύς θα εγγυηθεί την προστασία της περιοχής από την καταπίεση του Κιέβου. Αλλά από την πρώτη στιγμή η επίσημη Μόσχα κράτησε μια διφορούμενη στάση απέναντι στα γεγονότα. Ενώ υποστηρίζει ξεκάθαρα το κίνημα ενάντια στην εχθρική κυβέρνηση του Κιέβου, δεν είναι διατεθειμένη να υποστηρίξει μια λαϊκή εξέγερση ακόμα κι αν το αποτέλεσμά της θα μπορούσε δυνητικά να επεκτείνει τη ρωσική επικράτεια.

Η Μόσχα δεν είχε ποτέ την πρόθεση να κατακτήσει ή να διαμελίσει την Ουκρανία, απλώς γιατί η ρωσική ηγεσία δεν έχει τέτοια στρατηγικά σχέδια. Ωστόσο, η ρωσική κοινωνία, αντίθετα από τη φιλελεύθερη διανόηση, υποστήριξε μαζικά τον ξεσηκωμό στο Ντονέτσκ φέρνοντας το Κρεμλίνο σε μια πολύ δύσκολη θέση. Η ενθάρρυνση τέτοιων διαθέσεων από τη Μόσχα θα σήμαινε την καλλιέργεια μιας κουλτούρας αντίστασης και εξέγερσης, στις μάζες. Αλλά και η ρητή άρνηση υποστήριξης των εξεγερμένων θα ήταν ριψοκίνδυνη καθώς τα πατριωτικά αισθήματα που καλλιεργούσαν οι ίδιες οι ρωσικές Αρχές θα έπαιρναν τον χαρακτήρα αντικυβερνητικής διαμαρτυρίας.

Σε μια τέτοια κατάσταση η πολιτική του Κρεμλίνου γίνεται αναγκαστικά διφορούμενη και αντιφατική. Γίναμε μάρτυρες μιας περίεργης «στιγμής της αλήθειας» όταν η Ρωσία, η Ουκρανία και η Δύση υπέγραψαν τη συμφωνία της Γενεύης, στις 17 Απριλίου. Το τελικό κείμενο ανέφερε ρητά πως η Μόσχα δεν θα εναντιωνόταν στη διάλυση της δημοκρατίας του Ντονέτσκ: «Όλες οι παράνομες ένοπλες οργανώσεις πρέπει να αφοπλιστούν, όλα τα παράνομα κατειλημμένα κτίρια πρέπει να επιστραφούν στους νόμιμους κατόχους τους και όλοι οι δρόμοι, πλατείες και άλλα δημόσια μέρη που τελούν υπό κατάληψη, σε όλες τις πόλεις της Ουκρανίας, πρέπει να εκκενωθούν».

Κατ’ αρχήν η κύρια ιδέα που κυριαρχεί πίσω από τη συμφωνία και ενώνει τις αντίπαλες πλευρές είναι η άρνηση αναγνώρισης της Δημοκρατίας του Ντονέτσκ ως πολιτικό γεγονός. Ακόμα πιο σημαντική όμως είναι η απαίτηση για την εκκένωση των υπό κατάληψη κτιρίων και την απομάκρυνση των οδοφραγμάτων από τους δρόμους και τις πλατείες. Εάν αυτός ο όρος εκπληρωθεί θα σημάνει την αυτοδιάλυση των Δημοκρατιών του Ντονέτσκ και του Λουγκάνσκ και την επιστροφή στη θέση τους των κυβερνητών των διορισμένων από το Κίεβο. Όμως ήταν ακριβώς αυτοί οι διορισμοί που προκάλεσαν την εξέγερση.

Είναι αξιοσημείωτο ότι αυτή η παραχώρηση της Μόσχας δεν αντισταθμίζεται από κάποια ανταλλάγματα. Με δυο λόγια η Μόσχα υπέγραψε μια συμφωνία που ανοίγει το δρόμο για τη συνθηκολόγηση της εξέγερσης με αντάλλαγμα μια αόριστη υπόσχεση για την έναρξη μιας ανοιχτής συνταγματικής διαδικασίας χωρίς καν να προβλέπονται απευθείας συνομιλίες με τους εξεγερμένους!

Για όλους όσοι στο Ντονέτσκ, στο Λουγκάνσκ, στην Οδησσό, στο Χάρκοβο (ακόμα και στο Κίεβο) εναπόθεσαν τις ελπίδες τους σε μια επέμβαση αλληλεγγύης της Ρωσίας του Πούτιν που θα έλυνε όλα τα προβλήματα, τα τελευταία γεγονότα ήταν μια πικρή απογοήτευση. Όχι μόνο πρέπει η εξέγερση να στηριχθεί στις δικές της δυνάμεις, αλλά ήδη έχει αρκετή δύναμη για να είναι νικηφόρα. Ιδιαίτερα όταν, ανεξάρτητα από τη θέση του Κρεμλίνου, η ρωσική κοινωνία τάσσεται στο πλευρό του εξεγερμένου λαού μιας αδελφής χώρας.

 

Μετάφραση: Νίκος Μαγνήσαλης

Επιμέλεια Γιώργος Τσίπρας

 

 

Δεν ήταν τελικά η αστυνομία που πυροβόλησε…

Σύμφωνα με προχθεσινή ανακοίνωση του επικεφαλής της αρμόδιας κοινοβουλευτικής εξεταστικής επιτροπής για το μακελειό στη Μαϊντάν στις 20 Φεβρουαρίου, τα μέχρι στιγμής εγκληματολογικά ευρήματα της έρευνας δείχνουν ότι τα πυρά που σκότωσαν δεκάδες αστυνομικούς και κυρίως διαδηλωτές την ημέρα εκείνη δεν προέρχονταν από αστυνομικούς της Μπερκούτ. Η επιτροπή που ελέγχεται απολύτως από δυνάμεις φίλα προσκείμενες στις νέες Αρχές του Κιέβου, αναγκάζεται έτσι να παραδεχτεί πως δεν ήταν η αστυνομία που επιτέθηκε με πυρά πυροβόλων όπλων στο πλήθος, περιστατικό που λειτούργησε ως προβοκάτσια για την πραξικοπηματική ανατροπή Γιανουκόβιτς.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!