Ο «αριστερός ΣΥΡΙΖΑ» και τα πραγματικά διλήμματα
Αυτή τη βδομάδα δόθηκε στη δημοσιότητα ένα κείμενο που 53 μέλη της Κεντρικής Επιτροπής και της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ απηύθυναν στην Κ.Ε. του κόμματος. Όσοι και όσες υπογράφουν το κείμενο έχουν την ιδιαίτερή τους διαδρομή ή και έχουν διατυπώσει, κατά καιρούς, τις απόψεις τους για μια σειρά θέματα. Αναγκαστικά, μια τοποθέτηση παίρνει υπ’ όψιν όσα διατυπώνονται στο κείμενο αλλά και όσα έχει υποστηρίξει το βασικό δυναμικό και οι τάσεις (ΑΝΑΣΑ και τμήμα της ΑΡΕΝ) μέσα από τις οποίες εκφράζεται.
Με ποια πολιτική;
Σχετικά με τα πολιτικά ζητήματα που τίθενται, το κείμενο φαίνεται να υποτιμά τον κίνδυνο της κεντροαριστερής ανασύνθεσης. Αυτή συσχετίζεται μόνο με τη δυνατότητα της Κεντροαριστεράς να διαχειρίζεται καταστάσεις σε ορισμένους χώρους (αυτοδιοίκηση, σύλλογοι κ.λπ.) και όχι τόσο με το κεντρικό επίπεδο. Η αντιμετώπισή της φαίνεται περισσότερο να γίνεται με την απόκρουση εισβολής στελεχών της στον ΣΥΡΙΖΑ ή με την απόρριψη κάποιας «λαϊκομετωπικής» πολιτικής, πράγμα που δεν τεκμηριώνεται.
Οι «53» αναφέρονται στις κινητοποιήσεις των πλατειών αλλά φαίνεται σαν να ξεχνούν τα πολιτικά ζητήματα που αυτές έθεσαν. Τα περισσότερα προτάγματα των πλατειών (που είχαν να κάνουν με το πολιτικό σύστημα, τη χώρα, τον ξένο παράγοντα, το τροϊκανό καθεστώς, την πραγματική δημοκρατία) στην πραγματικότητα είτε ξεχνιούνται είτε, κυρίως, μπαίνουν στο στόχαστρο της κριτικής τους.
Η αντίληψη που εκτίθεται δεν παίρνει υπ’ όψιν το ριζοσπαστισμό που υπάρχει ιστορικά, αλλά και εκφράστηκε συγκεκριμένα τα τρία-τέσσερα τελευταία χρόνια. Δεν φαίνεται αν ο ριζοσπαστισμός αυτός έθεσε προωθητικά ζητήματα, με συνέπεια να αντιμετωπίζεται η «κοινή γνώμη» και ο «κοινωνικός μέσος όρος» γενικώς, χωρίς να υπολογίζονται οι διεργασίες της πρόσφατης περιόδου.
Το κείμενο δημιουργεί ένα ερωτηματικό: Άλλαξε κάτι στη χώρα τα τελευταία χρόνια ή βρισκόμαστε κάπου στο 1990 ή στο 2000; Περάσαμε σε μια νέα καθεστωτική φάση με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και τι σημαίνει αυτό για την Αριστερά; Αρκούν όσα η Αριστερά διατύπωνε την προηγούμενη δεκαετία και τι από αυτά δεν ανταποκρίνεται στις σημερινές συνθήκες;
Συνεχίζεται μια φιλολογία γύρω από την πολιτική συμμαχιών που αντιμετωπίζει το θέμα με έναν μάλλον απλοϊκό τρόπο. Επαναλαμβάνεται ότι αρκεί ο ΣΥΡΙΖΑ να επεκτείνει την επιρροή του στους μισθωτούς και τους άνεργους που αποτελούν την πλειοψηφία της κοινωνίας. Αν το πρόβλημα ήταν τόσο εύκολο, μάλλον τσάμπα ταλαιπωρήθηκε η Αριστερά τον τελευταίο αιώνα. Ακόμα και η επέκταση της επιρροής σε αυτά τα στρώματα είναι προφανές ότι σχετίζεται με τη συνολική πρόταση και απήχηση του φορέα. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα αυξήσει, για παράδειγμα, την επιρροή του στους άνεργους, υπερασπίζοντας τα δικαιώματά τους σε μια ανατιναγμένη χώρα και θεωρώντας δεξιά παρέκκλιση την παραγωγική ανασυγκρότηση.
Ο πατριωτισμός και κάθε αναφορά στη χώρα ως οντότητα βρίσκεται στο στόχαστρο αυτού του χώρου. Στο συγκεκριμένο κείμενο, αυτά υπονοούνται κυρίως με κάποιες αναφορές στην προεκλογική συνθηματολογία («Νέα Ελλάδα», «Ελλάδα ή Μέρκελ» κ.λπ). Με τρόπο που αγνοεί όχι μόνο την ιστορία του τόπου και της Αριστεράς αλλά κυρίως τη σύγχρονη πραγματικότητα. Ο πατριωτισμός συνήθως βαφτίζεται, από αυτές τις αντιλήψεις, εθνικισμός και η θέληση του λαού να υπερασπιστεί την πατρίδα του από το μαρασμό και το ξεπούλημα ταυτίζεται παράλογα με το σωβινισμό.
Για ποια δημοκρατία;
Το κείμενο περιορίζει τα θέματα της δημοκρατίας στο ποιος από τα ανώτερα κλιμάκια αποφασίζει για ορισμένα κεντρικά θέματα ή θέσεις στο μηχανισμό του κόμματος. Δεν είναι πρώτη φορά που διατυπώνεται αυτή η αντίληψη. Οι «53» κάνουν λόγο για αδρανοποίηση εκλεγμένων οργάνων και εξωθεσμικά κέντρα αποφάσεων. Αυτό είναι, όμως, το βασικό πρόβλημα πολιτικής λειτουργίας του ΣΥΡΙΖΑ; Η αδρανοποίηση των Οργανώσεων Μελών και η πλήρης υποτίμησή τους; Η έλλειψη οποιασδήποτε λειτουργίας που να αναδεικνύει τη γνώμη τους; Η αποπομπή, ουσιαστικά, του νέου κόσμου που μετά το 2012 προσέγγισε το ΣΥΡΙΖΑ;
Κι όμως, αυτό το κεφαλαιώδες πρόβλημα του ΣΥΡΙΖΑ δεν αντιμετωπίζεται. Το βάρος πέφτει στις αυθαιρεσίες του γραφείου του προέδρου ή στις διαδικασίες διαμοίρασης κομματικών θέσεων και ελάχιστο δίνεται στο κατά πόσο οικοδομείται ο ΣΥΡΙΖΑ των μελών. Όμως, το βασικό θέμα δημοκρατίας στο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι η ισοτιμία των στελεχών και των τάσεων. Δεν είναι η δημοκρατία των στελεχών αλλά κυρίως η λειτουργία του κόμματος από τα «κάτω» προς τα «πάνω» και η δημοκρατία των μελών.
Η ευαισθησία, μάλιστα, είναι πολλές φορές επιλεκτική και επιδεικνύεται ανάλογα με το αν οι διάφορες αποφάσεις ή ο ορισμός θέσεων, υποψηφιοτήτων κ.λπ. είναι σύμφωνος ή όχι με τις προτιμήσεις της τάσης. Και, παράλληλα, λείπει η συζήτηση και ο προβληματισμός για το τι θα σήμαινε σήμερα ένα κόμμα της Αριστεράς του 21ου αιώνα, πόσο θα ήταν κόμμα και πόσο κίνημα, πώς αξιολογούνται οι διεθνείς εμπειρίες κ.λπ.
Ρήξεις και «ρήξεις»
Γιατί, λοιπόν, μπορούν να θεωρηθούν οι απόψεις που προβάλλονται παρελκυστικές στην ουσία τους; Γιατί δεν επιδιώκουν την αναγκαία σήμερα αλλαγή της κατάστασης του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά τη διαφύλαξη μιας υποτιθέμενης ριζοσπαστικής ταυτότητας. Γιατί δεν προσεγγίζουν κάποιες πιο προωθητικές απαντήσεις στο ζήτημα του κόμματος αλλά το περιορίζουν, κυρίως, στην επίλυση των διαφορών στο πλαίσιο του μηχανισμού. Γιατί δεν βλέπουν καθόλου τις νέες συνθήκες που διαμορφώνονται στη χώρα αλλά παρουσιάζουν μια πλατφόρμα που σχεδόν αυτούσια θα μπορούσε να υποστηριχθεί και πριν την κρίση και τη μνημονιακή εποχή.
Υπάρχει, όμως, ένα θέμα που μάλλον είναι το σημαντικότερο. Ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται μπροστά σε μεγάλα διλήμματα. Η κεντροαριστερή ανασύνθεση δεν είναι μια εξωτερική προς αυτόν διαδικασία. Ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ θα πιεστεί να μετατραπεί σε Κεντροαριστερά, με ό,τι αυτό σημαίνει. Μια πιθανή έλλειψη συμμάχων και δυναμικής θα τον σπρώχνει να πάρει μέρος σε ένα υποτιθέμενο αντιδεξιό μέτωπο.
Όσα φαίνεται να προβάλλει αυτός ο χώρος, ενώ καταγράφονται ως αρκετά ριζοσπαστικά και αριστερά, δεν βάζουν εμπόδια στις πιέσεις ενσωμάτωσης. Όχι μόνο αυτό, αλλά συχνά παρουσιάζουν σαν δήθεν σημάδια προσαρμογής σε κάποια «κοινή γνώμη», ακριβώς όσα μπορούν να συνδέσουν το ΣΥΡΙΖΑ με το λαϊκό ριζοσπαστισμό. Έτσι, αναδεικνύεται ένα πλαστό δίλημμα που εν ολίγοις καλεί τον κόσμο της Αριστεράς να διαλέξει ανάμεσα σε ένα κόμμα συμβιβασμένο με τα απομεινάρια του πολιτικού συστήματος και σε ένα καθαρό αλλά μάλλον μικρότερο και απομονωμένο «αριστερό ΣΥΡΙΖΑ». Ο ΣΥΡΙΖΑ, όμως, δεν θα αποφύγει την προσαρμογή επειδή κάποια στελέχη του θα διαφυλάξουν εκείνο που οι ίδιοι ορίζουν σαν δική τους ριζοσπαστική ταυτότητα, αλλά στο βαθμό που θα αναζωπυρώσει το ριζοσπαστισμό πλειοψηφικών τμημάτων της κοινωνίας και θα συνδεθεί μαζί τους.