Το Folk 17 ήταν ένα μικρό μαγαζί, κάτι μεταξύ μπουάτ, καφενείου και κλαμπ, στην Πλάκα. Το όνομά του μαρτυρούσε και τον χαρακτήρα του.
Το είχαν ανοίξει δυο φίλοι, ένας Έλληνας κι ένας Βρετανός, μισός Ινδός και μισός Εγγλέζος, ο Χιου, που γύριζε τον κόσμο με την γυναίκα του, τη Τζάνετ, πουλώντας χάντρες, χειροποίητες καρφίτσες και χαϊμαλιά. Ερωτευμένοι με την Ελλάδα, όπως όλοι οι νέοι που έφταναν με σαγιονάρες και ένα σακίδιο στην πλάτη γοητευμένοι από την ιστορία της και τα εξωτικά νησιά της, γνώρισαν τον Δημήτρη και αποφάσισαν να ανοίξουν το πρώτο «φολκ» στέκι στην Αθήνα. Από εκεί περνούσαν οι χίπις με τα μακριά μαλλιά, τα λινά φουστάνια, τα πολύχρωμα μαντίλια και τις κιθάρες, κάνοντας μια στάση στο δρόμο για την Κρήτη και τα νησιά του Αιγαίου, κατά προτίμηση τα Μάταλα και την Ίο. Και εκεί, εμείς, οι εντόπιοι, απολαμβάναμε τα τραγούδια που έφερναν μαζί τους. Απ’ αυτούς ακούγαμε για πρώτη φορά πολλά τραγούδια του Μπομπ Ντίλαν, της Τζόαν Μπαέζ, του Φιλ Οκς, του Τζέιμς Τέιλορ, του Ντόνοβαν, των Πίτερ, Πολ και Μαίρη, του Ρίτσι Χέιβενς, του Γούντι Γκάθρι και του Άρλο Γκάθρι, αλλά και του Πιτ Σίγκερ. Κιθάρα-φυσαρμόνικα-τραγούδι. Ό,τι άλλο δεν χώραγε στο Folk 17. Τα χορευτικά, ποπ, ροκ και σόουλ, παίζονταν ζωντανά στα κλαμπ που ήταν σκόρπια στην πόλη, από το Whiskie-a-go-go, στο Πεδίον του Άρεως, ως το Οn the Rocks, στη Βάρκιζα, και στις πρώτες ντισκοτέκ που άνοιγαν τότε στην Αθήνα με ντι-τζέι. Δούλευα τότε στο «Φαληρικό Δέλτα», αλλά περνούσα πολύ συχνά από τα διάφορα στέκια για να δω τους φίλους μου που είχαμε τα ίδια γούστα και για να κάνω νέες γνωριμίες. Κι όταν άκουγα κάποιον ξένο να παίζει και να τραγουδάει ωραία, τον καλούσα να εμφανιστεί σαν γκεστ σταρ στις ροκ συναυλίες που κάναμε στους κινηματογράφους, τα πρωινά της Κυριακής. Ξέροντας καλά αγγλικά και όντας ενημερωμένος γύρω από τα μουσικά πράγματα διεθνώς, διάλεγα καλλιτέχνες που είχαν εντονότερη πολιτική χροιά στα τραγούδια τους. Όχι μόνο γιατί μας αφορούσαν, αλλά και γιατί ο μόνος τρόπος για να περάσουμε κάποια μηνύματα στο κοινό των συναυλιών ήταν μέσα από τους Άγγλους και τους Αμερικάνους μουσικούς, που δεν κινδύνευαν να συλληφθούν από τη χούντα λόγω της υπηκοότητάς τους, αλλά δεν έβαζαν και σε κίνδυνο εμάς, τους οργανωτές, αφού οι ασφαλίτες που παρακολουθούσαν όλες τις εκδηλώσεις που μαζεύονταν νέοι, και δη «γιεγιέδες», δεν καταλάβαιναν λέξη από τα αγγλόφωνα τραγούδια. Ούτε τα περισσότερα παιδιά που αγαπούσαν αυτές τις μουσικές καταλάβαιναν τα λόγια, αλλά ήταν υποψιασμένα κι αυτό αρκούσε για να νιώσουν τον ηλεκτρισμό τους.
Απ’ αυτούς τους περαστικούς από την Αθήνα, μάθαιναν και τα τραγούδια που δεν μπορούσαμε να τα βρούμε στους λίγους δίσκους που κυκλοφορούσαν στην αγορά, και οι δικοί μας μουσικοί, όπως ο Λάκης Τυπάλδος που είχε προτίμηση στον Ντόνοβαν, που ήταν πιο βατός. Ενώ ο Ντίλαν, με τη στριγκή φωνή και τα δυσνόητα τραγούδια, απευθυνόταν μόνο στους πιο μυημένους. Από το Like a rolling stone στο Mellow Yellow υπήρχε μεγάλη απόσταση. Δίσκοι του Γούντι Γκάθρι και του Πιτ Σίγκερ ήταν πολύ σπάνιοι, αλλά μερικά από τα τραγούδια τους μπορούσες να τα ακούσεις εάν έκανες παρέα με τα χιπαριά που μαζεύονταν στα Αναφιώτικα, στις σπηλιές και τις παραλίες των νησιών. Ούτε, βέβαια, μπορούσε κανείς να φανταστεί τότε, ότι ενώ ο κόσμος θα άλλαζε τόσο δραματικά, τα τραγούδια αυτά θα συνέχιζαν να μας συγκινούν μετά από μισό αιώνα, ακόμα κι όταν οι δημιουργοί τους θα αποσύρονταν, θα άλλαζαν ιδέες ή θα πέθαιναν. Ότι ο Ντίλαν, θεός μας τότε, με το Blowin’ in the wind, το The times they are a-changin’ και το Masters of war, θα μεταλλασσόταν, ο Τζον Λένον θα πλήρωνε με τη ζωή του τις ευαισθησίες που εκφράζονταν υπέροχα με το Give peace a chance και το Working class hero και ο Πιτ Σίγκερ, από τους πιο παλιούς, θα έμενε υγιής, σταθερός στις αντιλήψεις του και μαχητικός με τα τραγούδια και τον ακτιβισμό του για την ειρήνη, την εργασία, τα δικαιώματα, τη δικαιοσύνη και το περιβάλλον, ώς τα 94 του, που εγκατέλειψε τα εγκόσμια.
Στ. Ελλ.