Του Ανέστη Ταρπάγκου
Αν στο επίπεδο του πολιτικού κινήματος της ελληνικής Αριστεράς, διαγράφεται η προοπτική κατάκτησης της πολιτικής διακυβέρνησης από τον ΣΥΡΙΖΑ, με την ταυτόχρονη ωστόσο απουσία διαμόρφωσης των αντίστοιχων συμμαχιών με τις άλλες αριστερές δυνάμεις, πώς τίθενται τα ζητήματα στο πεδίο του λαϊκού, εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος; Από την άποψη των κινηματικών αντιδράσεων του εργατικού συνδικαλισμού στα αλλεπάλληλα μέτρα των αντιδραστικών μεταλλάξεων της μνημονιακής πολιτικής, μπορεί να διαπιστώσει κανείς δύο διακριτές φάσεις εξέλιξης: Στην πρώτη περίοδο (Μάιος 2010 – Νοέμβριος 2011) καταγράφηκε ένα ευρύ φάσμα πανελλαδικών κινητοποιήσεων, ορισμένες από τις οποίες διασφάλιζαν μια σημαντική εργατική συμμετοχή (π.χ. Μαΐου 2010, Οκτωβρίου 2011), που θα μπορούσε κάτω από ορισμένους όρους να επιφέρει την ανατροπή των πολιτικών των μνημονίων. Παρ’ όλα αυτά το πανεργατικό απεργιακό κίνημα αποδείχθηκε αναποτελεσματικό να αντιπαλέψει την πολιτική του ακραίου νεοφιλελευθερισμού, για μια σειρά παραγόντων, μεταξύ των οποίων:
1. Η συναινετική και εργοδοτική στάση των πλειοψηφικών δυνάμεων που κυριάρχησαν στο επίπεδο των ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ, αλλά και των κατώτερων μορφών οργάνωσης του εργατικού κινήματος. Ενώ από τη μια πλευρά προχωρούσαν αναγκαστικά στην κήρυξη πανεθνικών απεργιακών κινητοποιήσεων, από την άλλη πλευρά ήταν απρόθυμες να προχωρήσουν στην κλιμάκωση και τη συνέχειά τους, με αποτέλεσμα οι πανεργατικές απεργίες να λειτουργούν περισσότερο ως μορφές «διαμαρτυρίας» έναντι της ασκούμενης κυβερνητικής πολιτικής, παρά ως λαϊκές αντιδράσεις που επεδίωκαν τη ματαίωση και την απόκρουσή της.
2. Πέραν αυτού του καθοριστικού παράγοντα, πολυσήμαντη ήταν η συστηματική αστυνομική κρατική καταστολή, με αποκορύφωμα το χημικό πόλεμο για τη διάλυση των απεργιακών συλλαλητηρίων και του κινήματος της Πλατείας Συντάγματος, μέσα στην καρδιά του καλοκαιριού 2011, καταδεικνύοντας κατ’ αυτό τον τρόπο την εγκαθίδρυση ενός καθεστώτος «ημι-δικτατορίας», που χαρακτηρίζει πλέον σήμερα τον αποκαλούμενο «κοινοβουλευτικό ολοκληρωτισμό».
3. Τέλος, σ’ αυτή την πρώτη διετία του αντιμνημονιακού εργατικού κινήματος και με δεδομένη την αναξιοπιστία και αφερεγγυότητα των τριτοβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων, καίρια πρόβαλε η ανάγκη ανάδειξης ενός είδους Εργατικού Ταξικού Μετώπου από τις αγωνιστικές κοινωνικές δυνάμεις (του ΠΑΜΕ, της Αυτόνομης Παρέμβασης, των Συσπειρώσεων, των δυνάμεων που διαχωρίζονταν από την ΠΑΣΚΕ και αυτονομούνταν σε μια αντιπολιτευτική τροχιά), πράγμα που όμως δεν πραγματοποιήθηκε. Σε κάθε περίπτωση, η προβολή στο προσκήνιο ενός τέτοιου είδους αγωνιστικής εργατικής συμπαράταξης παραμένει ζητούμενο για την αποτελεσματικότητα των οργανωμένων λαϊκών αντιδράσεων στη μνημονιακή πολιτική.
Μια δεύτερη περίοδος «υποχώρησης» του λαϊκού κινήματος
Ακολούθησε η δεύτερη περίοδος εξέλιξης του σύγχρονου εργατικού απεργιακού κινήματος, μετά τον σχηματισμό της πρώτης τρικομματικής διακυβέρνησης Λ. Παπαδήμου, η οποία ωστόσο χαρακτηρίστηκε (από τις αρχές του 2012 μέχρι το τέλος του 2013) από τη σχετική υποχώρηση και «καθίζηση» του πανεργατικού απεργιακού κινήματος. Βέβαια, σ’ αυτό το διάστημα αναπτύχθηκαν επιμέρους κλαδικοί κινηματικοί αγώνες με αφορμή κυρίως είτε την κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων, είτε τις μαζικές απολύσεις εργαζομένων, είτε με την εν ψυχρώ παύση της λειτουργίας επιχειρήσεων του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα της οικονομίας. Εντούτοις, σ’ όλες αυτές τις περιπτώσεις δεν μπόρεσε εξίσου να επιτευχθεί η αποτελεσματικότητα του απεργιακού κινήματος, παρά τη μαζική εργατική συμμετοχή σ’ αυτές, εξαιτίας της απουσίας του ευρύτερου συντονισμού των μερικών απεργιακών δράσεων.
Οι παράγοντες που ενήργησαν καταλυτικά σ’ αυτή την υποχώρηση του εργατικού κινήματος στην τελευταία διετία, πέραν της έλλειψης του πανεργατικού συντονισμού των επιμέρους απεργιακών κινητοποιήσεων, και πέρα από το γεγονός ότι αναδείχθηκε πλέον μια ορισμένη αντίληψη και συνείδηση για την «αναποτελεσματικότητα» αυτών των αγώνων ήταν:
α) Από τη μια πλευρά, η εν τω μεταξύ προϊούσα αλματώδης αύξηση της ανεργίας στο 28%, η οποία πλέον επενεργούσε παραλυτικά σε οποιαδήποτε διαθεσιμότητα αγωνιστικής κινητοποίησης της εργατικής τάξης, ιδιαίτερα στον καπιταλιστικό τομέα της οικονομίας. Η ανεργία και η συνδικαλιστική πυκνότητα είναι μεγέθη αντιστρόφως ανάλογα: Όταν λειτουργεί μια πλήρης σχετικά απασχόληση (π.χ. δεκαετία του 1980), η συνδικαλιστική πυκνότητα ξεπερνάει το ένα-τρίτο των εργαζομένων, ενώ στη σημερινή περίοδο της υψηλής ανεργίας, η συνδικαλιστική πυκνότητα μόλις και μετά βίας (πάντα στον πλειοψηφικό ιδιωτικό τομέα) αγγίζει το ένα-δέκατο του εργατικού πληθυσμού.
β) Από την άλλη πλευρά, η συστηματική προσφυγή σε κυβερνητικά μέτρα άμεσης καταστολής των εργατικών κινητοποιήσεων και ιδιαίτερα της εφαρμογής της μεθοδολογίας της πολιτικής επιστράτευσης των απεργών, καθώς επίσης και των ποινικών διώξεων των αντίστοιχων συνδικαλιστικών ηγεσιών. Όσο και αν πολιτικά μια τέτοια αυταρχική πρακτική των μνημονιακών συγκυβερνήσεων ενίσχυε την απονομιμοποίησή τους, εντούτοις κατόρθωνε να ανακόπτει την κινηματική εργατική δυναμική και να συνθλίβει με «δικτατορικούς» όρους την άσκηση των συνδικαλιστικών ελευθεριών.
γ) Τέλος και μπροστά στο αδιέξοδο των κοινωνικών κινητοποιήσεων εθνικής κλίμακας, η λαϊκή οργή και αγανάκτηση έστρεψε το εκλογικό σώμα των εργατικών, ανέργων και νεολαιίστικων στρωμάτων προς τα αριστερά, με τον εξαπλασιασμό των εκλογικών επιδόσεων του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογικές αναμετρήσεις Μαΐου-Ιουνίου 2012. Το ζήτημα ήταν από εκεί και πέρα και μέχρι σήμερα, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αντί να λειτουργήσει πολιτικά προκειμένου να μετατρέψει το 27% σε κοινωνικό λαϊκό κίνημα, το εξέλαβε αποκλειστικά ως το εφαλτήριο ανόδου στην πολιτική διακυβέρνηση και μόνον, με αποτέλεσμα να ακολουθήσει ο ακατάσχετος «εκλογικισμός» του. Το αποτέλεσμα ήταν η φαντασμαγορική εκλογική απογείωση του ΣΥΡΙΖΑ να μην αντανακλασθεί και να μη συνοδεύεται από μια αντίστοιχη ανάταξη του αντιμνημονιακού λαϊκού κινήματος, με τεράστιες πλέον συνέπειες.
Μπροστά στην πρόκληση της νέας κινηματικής ανάταξης
Στο 2014, τη χρονιά που προβλέπεται η κατάκτηση της εκλογικής πρωτοκαθεδρίας του ΣΥΡΙΖΑ, προβάλλει κατά τον πλέον επιτακτικό τρόπο η αναγκαιότητα «κοινωνικοποίησης» της πολιτικής του παρέμβασης, πάνω στο έδαφος των λαϊκών προσδοκιών για την ανάδειξη της αριστερής λαϊκής διακυβέρνησης.
Είτε πρόκειται για κινητοποιήσεις αποτροπής απολύσεων και διαθεσιμοτήτων στις δημόσιες υπηρεσίες, είτε πρόκειται για τη διάσωση της παραγωγής ζημιογόνων επιχειρήσεων που οδηγούνται στην εκκαθάριση, είτε πρόκειται για την ακύρωση των «χαρατσιών» στο εισόδημα και στην κατοικία, είτε πρόκειται για τη στέρηση των βασικών δημόσιων αγαθών από τα λαϊκά νοικοκυριά (πλειστηριασμοί κατοικιών, διακοπές ρεύματος και υδροδότησης, στέρηση θέρμανσης κ.λπ.): Η προϊούσα κοινωνική εξαθλίωση των λαϊκών τάξεων προδιαγράφει ένα ευρύτατο πεδίο ενεργοποίησης των εργαζομένων, που είναι σε θέση να διευρύνει ακόμη περισσότερο την πολιτική επιρροή της Ριζοσπαστικής Αριστεράς.
Το γεγονός ότι η δρομολόγηση τέτοιου είδους κοινωνικών δράσεων αγωνιστικού χαρακτήρα έχει σήμερα απτές και συγκεκριμένες πολιτικές προοπτικές πραγμάτωσης των εργατικών συμφερόντων και των λαϊκών αναγκών, είναι σε θέση να δώσει άλλον «αέρα» στην κοινωνική κινηματικότητα, επιφέροντας την ακόμη παραπέρα απονομιμοποίηση της αστικής μνημονιακής πολιτικής. Κατ’ αυτό τον τρόπο μπορεί να αναδειχθεί αυτός ο δεύτερος πυλώνας της αντιμνημονιακής ριζοσπαστικής αλλαγής στο προσκήνιο, αυτός της ισχυρής παρουσίας του λαϊκού παράγοντα, παράλληλα με την κατάκτηση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας από τις δυνάμεις του ελληνικού αριστερού κινήματος.