Του Μάρκου Δεληγιάννη
Εκλογές πάλι κι οι επώνυμοι, μα κι οι ψευδώνυμοι θίασοι, ανασκουμπώνονται στη δουλειά. Επιστρατεύουν ό,τι καλύτερο διαθέτουν: Σκηνοθέτες, ηθοποιούς, ενδυματολόγους. Όλους τους συντελεστές μιας πετυχημένης παράστασης. Αυτοί ξέρουν. Θα βάλουν σ’ ενέργεια κάθε είδους κατεργαριές, φτάνει το αφελές κοινό να προστρέξει, την παράσταση να χειροκροτήσει. Είναι έμπειροι. Πάντα, τους ικανούς φωνάζουν. Μήπως, αυτοί δεν υπηρέτησαν τους εργολάβους -αυτούς, που ανέλαβαν την κατεδάφιση της αξιοπρέπειας των ιθαγενών- του χθες με συνέπεια μοναδική; Η παστρική δουλειά πάντα εκτιμάται. Κι ύστερα, είναι οι διαφημιστές. Αυτοί χρησιμοποιούν τα κατάλληλα λεκτικά ευρήματα, τις καίριες εικόνες. Βέβαια, μπορεί σε κάποιους να προκαλούν έκπληξη ή θυμηδία, μα, ακόμη κι οργή. Τη δουλειά τους όμως την κάνουν και με το παραπάνω. Είναι διασκεδαστικό ν’ ακούει κανείς τους επαγγελματίες γυρολόγους, με λέξεις που έχουν χάσει προ καιρού το νόημά τους, να βρίζουν αυτούς που μόλις πριν λίγο καιρό υμνούσαν. Προσχωρήσεις, αποσκιρτήσεις, στην ημερησία διάταξη. Κι ειν’ η συνείδησή τους ήσυχη για το αψήφιστο της εκλογής. Βλάπτουν όλοι την προσφιλή πατρίδα μας Συρία το ίδιο – παράφραση του Καβαφικού στίχου.
Τώρα που τα είδωλα γκρεμίσθηκαν και τα όνειρα χλευάζονται από πληρωμένους ρήτορες στις πλατείες, εύκολα κανείς κι όνομα και περιβολή, μα και θρησκεία, αλλάζει χωρίς συνέπεια καμιά στης συνείδησης την επικράτεια. Άλλωστε, την άφιξη καλύτερων θεών, ο λαός περιδεής αναμένει, γιατί έτσι, άνετα θα μπορεί και να δυσανασχετεί, και να ονειρεύεται, μα και να ελπίζει. Επαγγελματίες σωτήρες, αλλά κι απροσδόκητοι μεσσίες, στήνουν πάλι καρτέρι στο αύριο. Φορούν τη μάσκα της ντροπής, χωρίς κανέναν ενδοιασμό, στα καλοθρεμμένα πρόσωπά τους. Προβάρουνε κοστούμια πανάκριβα, γραβάτες πλουμιστές, όπως αρμόζει στο παζάρι των συνειδήσεων. Είναι αλήθεια πως τα στολίδια τα φανταχτερά, πάντα τους ιθαγενείς θαμπώνουν. Έτσι, που ξέπεσαν πια οι ιδέες, κανείς δεν νοιάζεται τώρα για δόξες παλιές ή ακόμα και πρόσφατες, ούτε για βιογραφίες ηρώων.
Οι νύχτες του χειμώνα, ατέλειωτες κι οι φωνές των μεταπρατών, κυκλώνουν τους ανυπεράσπιστους δρόμους. Τα ξεφτισμένα συνθήματα των νεόκοπων σωτήρων διαλαλούν το τέλος των ιδεολογιών και το νικηφόρο καλπασμό της αυταπάτης. Μας συμβουλεύουνε με ύφος θριαμβικό, τ’ ακρωτηριασμένα αγάλματα να τυλίξουμε με σάβανα σταχτιά κι ύστερα σε υπόγειες αποθήκες, όπως-όπως να καταχωνιάσουμε. Με κωδωνοκρουσίες το πρόγραμμά τους αναγγέλλουν διά στόματος νέου, ευσταλούς, της τηλεοπτικής εικόνας δημιούργημα. Ούτε λίγο-ούτε πολύ με χαμόγελο ειρωνικό μας πληροφόρησε ο ανατέλλων αστέρας, πως προγράμματα και λοιποί λαϊκισμοί, ο σύγχρονος κόσμος δεν χρειάζεται. Εσείς, ω αφελείς ιθαγενείς, γρήγορα θα απαλλαχτείτε, μας είπε, απ’ τη διαδικασία της σκέψης, του στοχασμού. Θ’ αποκτήσετε τη χαμένη υγεία σας. Δεν θα σκέπτεσθε πλέον! Θ’ αντικαταστήσουμε τις φλέβες σας με το Διαδίκτυο και θα εναποθέσουμε το ερωτικό σας σμίξιμο στα χέρια της Vodafone και της Nokia. Όσο για τις συγκινήσεις της ποίησης, της μουσικής, του θεάτρου, τις σαϊτιές της μνήμης; Ξεχάστε όλα αυτά! Μία είναι η συγκίνηση, η χαρά. Όταν με καπατσοσύνη θαυμαστή, στα κόλπα και εσύ εισχωρήσεις, τότε θα δεις, ω αφελή, πως η τσέπη η γεμάτη, προσφέρει δονήσεις της ψυχής μοναδικές!
Θα μου πείτε, υπάρχουν ωστόσο ακόμα κάμποσοι που δεν ανέχονται άλλοι να μιλούνε για λογαριασμό τους. Είναι αυτοί που εξακολουθούν να τρέχουν μεσ’ τη μοναξιά της νύχτας κρατώντας με σεβασμό τη δάδα ψηλά για να φωτίζει τους κακοτράχαλους δρόμους της αντίστασης. Είναι οι θρυλικές, πια, καθαρίστριες. Πόσο στ’ αλήθεια μεγάλωσε το μπόι τους. Καθώς διασχίζουν την ερημιά της πολύβουης πόλης, απελπιστικά μόνες, μα τόσο σίγουρες για την πορεία τους, νιώθεις τη μεγαλοσύνη του βηματισμού των. Οι λέξεις ξαφνικά απέκτησαν ξανά το χαμένο βάρος τους. Το ρήμα αγωνίζομαι, το ουσιαστικό αξιοπρέπεια, απέκτησαν μια άλλη διάσταση. Αλήθεια, τι έχουν να μας πουν όλοι αυτοί οι ουρανόπεμπτοι σωτήρες, που ξαφνικά συνειδητοποίησαν πως το έρμο το κράτος δεν μπορεί πλέον βήμα να κάνει προς τα εμπρός, χωρίς τη δική τους συμβολή. Για τις καθαρίστριες όμως, κουβέντα καμιά, αλλά ούτε και για τους δασκάλους, ούτε για τη θλιβερή πορεία των μοιραίων αυτόχειρων, ούτε για το στεναγμό της ματαιωμένης νιότης.
Καιρός να υψώσουμε οδόφραγμα και πάνω σ’ αυτό να στήσουμε το φλάμπουρο της πραγματικότητας κι ύστερα όλοι μαζί ν’ αναθερμάνουμε τις στάχτες των ονείρων μας, εκεί είναι θαμμένοι κάτι σπόροι, θα περιμένουμε ν’ ανθίσουνε σε κάποια αυλή, κάποιο δειλινό. Θα περιμένουμε, σύντροφοι, τραγουδώντας, με φωνή σταθερή τα ξεχασμένα τραγούδια της νιότης.