Πιο «ψαγμένη» η φετινή, 64η Μπερλινάλε

Ανταπόκριση από το Βερολίνο, Ιφιγένεια Καλαντζή

 

Διαφορετικές και άνισες οι 23 ταινίες που διεκδικούν απόψε τη Χρυσή Άρκτο, στην 64η Μπερλινάλε, ενώ η συμμετοχή πολιτικών ντοκιμαντέρ και πειραματικών προβολών μιας εναλλακτικής αντι-κουλτούρας, καθιστούν αυτό το Φεστιβάλ πιο «ψαγμένο», συγκριτικά με τα άλλα κοσμοπολίτικα ευρωπαϊκά. Με τιμονιέρη της Διεθνούς Κριτικής Επιτροπής τον Τζέιμς Σάμους, κινηματογραφικό παραγωγό, η ελληνική παρουσία στο παραδόξως ηλιόλουστο Βερολίνο ξεπέρασε κάθε προηγούμενο, διαγράφοντας νέα κατεύθυνση, κινηματογραφικά και κυρίως πολιτικά, μακριά από εσωστρέφειες.
Την αυλαία άνοιξε το φαντασμαγορικό The Grand Budapest Hotel του Γουές Άντερσον, ενώ προβλήθηκαν εκτός συναγωνισμού το Monuments Men του Τζορτζ Κλούνεϊ και η εξαιρετική Nymphomaniac Vol.1 του Λαρς Φον Τρίερ. Αξιοπρόσεκτες στο Διαγωνιστικό ήταν, εκτός από την ταινία του Οικονομίδη και δυο άλλες έντιμες προσπάθειες:
Το μικρό ψάρι, τίτλος της εκρηκτικής ταινίας του Γιάννη Οικονομίδη, θυμίζει το λογότυπο του αξέχαστου περιοδικού Αντί, όπου το μεγάλο ψάρι έτρωγε το μικρό, μετουσιώνοντας στον αντιθετικό τίτλο όλη τη μεταπολιτευτική διάθεση εναντίωσης στη Νέα Τάξη πραγμάτων. Αυτή την ουτοπική προσέγγιση καταβαραθρώνει ο στιβαρός σκηνοθέτης και μας γειώνει σε ένα σκληρό φιλμ νουάρ, με τον Βαγγέλη Μουρίκη να ενσαρκώνει έναν λιγομίλητο φονιά, με θλιμμένο βλέμμα. Με τα πιο σαρκαστικά «μπινελίκια», ανάμεσα στην αποστροφή και στο γέλιο, και την αργκό να δίνει ύφος και ρυθμό στην ταινία, η σεναριακή κατασκευή μιας προδοσίας μεταφέρει τους μηχανισμούς επιβολής του ισχυρού, στην ανθρώπινη φύση. Στα χέρια του Οικονομίδη, το περιθώριο και ο κόσμος της νύχτας αποχτούν προλεταριακή υπόσταση, δημιουργώντας ένα καυστικό, ταξικό και σεξιστικό σχολιασμό.
Πρώτη ταινία του Αργεντίνου Μπέντζαμιν Νάιστατ το History of fear, εστιάζει στην άνιση κατανομή του πλούτου στη μετά-ΔΝΤ Αργεντινή, με τα εγκαταλελειμμένα νοσοκομεία και τους πλούσιους, εγκατεστημένους σε περιοχές-οχυρά, να πετούν τα φιλανθρωπικά τους αποφάγια στους αόρατους εξαθλιωμένους, που επιβιώνουν στις παρυφές, υπηρετώντας και φυλάσσοντας μοιρολατρικά τα αφεντικά. Αιχμηρό πολιτικό σχόλιο, με σταθερά πλάνα, έντονους ήχους σειρήνων, δράση εκτός κάδρου και τη θλιμμένη μπαλάντα του μεγάλου Αργεντίνου τραγουδοποιού Αταχουάλπα Γιουπάνκι, στο κλείσιμο της ταινίας.
Το Black Coal, Thin Ice, του Κινέζου Ντιάο Γινάν, περιστρέφεται γύρω από το αδιέξοδο ενός αστυνομικού που καταλήγει αλκοολικός, μετά τον έρωτά του για την απαρηγόρητη σύζυγο ενός εκ των θυμάτων τού κατά συρροήν δολοφόνου που καταδιώκει. Με πολύ έντονο το κιτς στην εργατική κινέζικη τάξη, σκηνές βίας εκτός κάδρου και γυρίσματα στους νυχτερινούς σκοτεινούς δρόμους, με τους πολύχρωμους -γκονταρικής έμπνευσης- φωτισμούς νέον, δημιουργείται μια ποιητική ταινία, με αγγελοπουλικά χωροχρονικά μονοπλάνα, μια σκηνή φόρο τιμής στην Αναπαράσταση και ένα ανατρεπτικό, αλά Ζαν Βιγκό, φινάλε με πυροτεχνήματα.
Δυο χρόνια μετά το εμβληματικό ντοκιμαντέρ για τους Μαύρους Πάνθηρες, ο Σουηδός Γκόραν Χιούγκο Όλσον επανέρχεται στο Πανόραμα, με το εξαιρετικό Concerning Violence, για τη νεοαποικιοκρατική κατάσταση στην αφρικάνικη ήπειρο. Βασισμένος στο περίφημο βιβλίο του Φραντς Φανόν Της γης οι κολασμένοι, ο Όλσον ακονίζει ένα πολιτικό λόγο, επικίνδυνα επίκαιρο. Ατάκες όπως «Η αποικιοκρατία δεν είναι ένας μηχανισμός σκέψης, αλλά η βία στην φυσική της κατάσταση και θα κλονιστεί μονάχα αν αντιμετωπιστεί με μεγαλύτερη βία» συνδυάζονται με ένα πολύ εντυπωσιακό οπτικοακουστικό υλικό, από τα αρχεία της Σουηδικής Τηλεόρασης. Εικόνες στρατιωτικών αποστολών και φρίκης απʼ τα ανθρακωρυχεία, συνεντεύξεις ηγετών, κατά την 20ετία 1966-1984, αλλά και απελευθερωτικά κινήματα που συνθέτουν την κατά τον σκηνοθέτη αντι-ιμπεριαλιστική αυτοάμυνα. Τα επιλεγμένα πολιτικά αποφθέγματα του συγγραφέα διαβάζονται με αγωνιστικό πάθος, παράλληλα με ρυθμική αναγραφή και στην οθόνη. Αυτό το γκονταρικό, γραφιστικό στυλ λειτουργεί όπως οι εξεγερσιακοί λόγοι των Μαύρων Πανθήρων. Υπό τους ήχους αφροτζάζ χορευτικών ρυθμών, με τύμπανα και ψυχεδελικά φλάουτα της πειραματικής σκηνής του ʼ60, η ταινία επαναφέρει το ζήτημα της αυτοάμυνας, ξεκαθαρίζοντας κάθε ομιχλώδη ηθική αναστολή, καλώντας ένα ευρύτερο κοινό να δώσει τις δικές του νοηματοδοτήσεις στη βία, απέναντι σε μια λυσσαλέα επιδρομή.
Σε ανάλογο πλαίσιο κινείται και το We come as friends, του Χούμπερτ Σόπερ (Ο εφιάλτης του Δαρβίνου), με μια ευγενή, αλά Ζαν Ρους προσέγγιση, με έρευνα και καταγραφή εθνογραφικών στοιχείων. Ο Σόπερ διασχίζει το Σουδάν με ένα ειδικής κατασκευής υδροπλάνο, για να ανακαλύψει εξωγήινους -υπονοώντας τους εκτοπισμένου αυτόχθονες- παραπέμποντας στο Σταρ Τρεκ και στον Πόλεμο των Άστρων. Οι Κινέζοι, πλάι στους Αγγλογερμανούς προσφέρουν φιλανθρωπία αντί για Βίβλο και ωφέλιμες «αναπτυξιακές» επενδύσεις, αντί για χάντρες και καθρεφτάκια, στρατολογώντας εξαθλιωμένους Κινέζους και αυτόχθονες, ως φτηνό εργατικό δυναμικό.
Το ντοκιμαντέρ The square, της Τζεχάνε Νούτζαϊμ, αποτελεί συγκλονιστικό χρονικό της εξέγερσης, που ξεκίνησε πριν δυο χρόνια στην Πλατεία Ταχρίρ και ακόμα δεν έχει τελειώσει.
Οι κάμερες μιας παρέας νεαρών που ξεχύνονται στους δρόμους, καταγράφουν με καταιγιστική ορμή τα γεγονότα: Το πανηγυρικό πρώτο ραντεβού, με την κατάληψη της πλατείας από το ογκώδες πλήθος που ζητούσε με τραγούδια και ρυθμικά συνθήματα την πτώση του δικτάτορα Μουμπάρακ και την πολύμηνη εξέλιξη που την διαδέχτηκε, με ταραχές, οδοφράγματα και νεκρούς από σφαίρες στρατιωτών.
Συζητήσεις με ιδιαίτερα συγκροτημένο πολιτικό λόγο παρουσιάζονται σε παράλληλο μοντάζ με την κατασκευή ενός γκράφιτι και τραγουδιών εμπνευσμένων απ αυτή την εξέγερση. Η ζωντανή καταγραφή των καταιγιστικών μεταβολών της σύγχρονης Ιστορίας βρίσκει πρόσφορο μέσο στο σινεμά, μετουσιώνοντάς το σε όπλο.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!