Οι δανειστές ανασυντάσσονται ενόψει Ευρωεκλογών, δίνουν μια ευκαιρία στην κυβέρνηση και συνεχίζουν να υφαίνουν τα δεσμά της χώρας για την μετα-τρόικα εποχή. Του Γιάννη Κιμπουρόπουλου.
Ενώ η κυβέρνηση μοιράζει ήδη το «κοινωνικό μέρισμα» του απατηλού πλεονάσματος και τα επιτελεία Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ αναζητούν τη συνταγή της μέγιστης εκλογικής απόδοσης των 500 εκατ. ευρώ σε περίπου 1 εκατ. αναξιοπαθούντες, τα τεχνικά κλιμάκια της τρόικας και του υπουργείου Οικονομικών καθαρογράφουν τα κείμενα της «ιστορικής συμφωνίας» της περασμένης Τρίτης.
Είναι άγνωστο αν θα μάθουμε τις λεπτομέρειές της ακόμη και αφού κατατεθεί και ψηφιστεί στη Bουλή το πολυνομοσχέδιο στο οποίο θα ενσωματώνονται μερικές από τις νέες δεσμεύσεις έναντι των δανειστών. Δεσμεύσεις που έχουν και επόμενα στάδια ελέγχου, αξιολογήσεων και νομοθετήσεων, πολύ πέρα από το τυπικό τέλος ισχύος του Mνημονίου και των δανειακών δόσεων, η τελευταία από τις οποίες (του ΔΝΤ) αναμένεται στις αρχές του 2016.
Η κυβέρνηση βιάστηκε να κηρύξει την «αλλαγή σελίδας» που σηματοδοτεί η συμφωνία και την έναρξη της «μεταμνημονιακής εποχής». Με μια στροφή 180 μοιρών στη ρητορική τους, οι εκπρόσωποι των δανειστών συγκατένευσαν σ’ αυτό. Τι ακριβώς μεσολάβησε, άραγε, και οι δηκτικότατες επιφυλάξεις της τρόικας, του Eurogroup, της Eurostat, της Κομισιόν για το πρωτογενές πλεόνασμα των 3 δισ. έγιναν έπαινοι και βεβαιότητες για το επίτευγμα; Τι έπεισε τον άκαμπτο επίτροπο Όλι Ρεν, που μέχρι προ ημερών σύστηνε στην κυβέρνηση να περιμένει την εκτίμηση της Eurostat για το πλεόνασμα τον Απρίλιο, ώστε τώρα να τη συγχαίρει και να δηλώνει ότι «η ελληνική κυβέρνηση είναι ελεύθερη (sic!) να διαθέσει όπως νομίζει το πλεόνασμα στις ευάλωτες ομάδες»;
Τι έκανε τους κοινοτικούς αξιωματούχους, που την προηγούμενη εβδομάδα κατσάδιαζαν την ελληνική κυβέρνηση για κωλυσιεργία και μεταρρυθμιστική απροθυμία, να της αποδίδουν σήμερα εύσημα και να της πιστώνουν ως επιτυχία ακόμη και τη συμφωνία για την τραπεζική ένωση; Η απάντηση είναι ότι ήλθε απλώς το πλήρωμα του πολιτικού χρόνου, για την ακρίβεια του εκλογικού.
Προεκλογική ανασύνταξη
Περίπου δυο μήνες πριν από τις Eυρωεκλογές, η ευρωπαϊκή νομενκλατούρα και οι κυβερνήσεις της Ε.Ε. ανασκουμπώνονται για να αποτρέψουν μια πολιτική ζημιά τον Μάιο. Οι κοινές αλλά και οι ιδιαίτερες εκλογικές ανάγκες κάθε πλευράς επιβάλλουν συμβιβασμούς. Το ΔΝΤ πήρε τη διαβεβαίωση που ήθελε για την κάλυψη του χρηματοδοτικού κενού του 2014, θα δώσει μια-δυο δόσεις και θα κάτσει ήσυχο μέχρι το καλοκαίρι, οπότε οι Ευρωπαίοι θα συζητήσουν τη νέα αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους και θα αποφασίσουν πώς θα καλυφθεί το υπόλοιπο χρηματοδοτικό κενό μέχρι το 2016, ώστε το ΔΝΤ να συνεχίσει να καταβάλει τις επόμενες δόσεις δανείου και να εισπράττει και τις εξοφλήσεις του. Η Κομισιόν, η ΕΚΤ και το Ευρωκοινοβούλιο κατέληξαν σε έναν πρόχειρο και φθηνό συμβιβασμό για την τραπεζική ένωση και τον μηχανισμό εκκαθάρισης προβληματικών τραπεζών, κλείνοντας τη μείζονα εκκρεμότητα με έναν «κουμπαρά» μόλις 55 δισ. που θα συγκεντρωθούν σε 8 χρόνια (θα ήταν ενδιαφέρον, εδώ, να μάθουμε πώς ακριβώς βοήθησε η «ελληνική προεδρία» σ’ αυτόν τον συμβιβασμό, ώστε να δέχεται τα συγχαρητήρια των εταίρων). Η ουκρανική κρίση είναι μια ανοιχτή πληγή, αλλά οι κυβερνήσεις φαίνεται να επενδύουν στην αντιρωσική ρητορική, προσδοκώντας να αντισταθμίσουν τις εκλογικές απώλειες προς τις δυνάμεις που αποκαλούν συλλήβδην «εθνικιστικές, λαϊκιστικές, ευρωσκεπτικιστικές».
Επιτήρηση και χωρίς τρόικα
Κοντά στον βασιλικό, ποτίστηκε κι η γλάστρα. Η πανευρωπαϊκή εκλογική ανασύνταξη δεν μπορούσε παρά να περιλάβει και την ελληνική κυβέρνηση, παρά τις απογοητευτικές δημοσκοπικές επιδόσεις των κυβερνητικών εταίρων. Έτσι κι αλλιώς οι σημαντικές αποφάσεις για το «ελληνικό ζήτημα» θα ληφθούν μετά τις Ευρωεκλογές, το καλοκαίρι, ίσως και μέχρι το τέλος του χρόνου. Άλλωστε, αμέσως μετά τις εκλογές, υπάρχει μια ακόμη αξιολόγηση από την τρόικα για τις τελευταίες ευρωπαϊκές δόσεις του δανείου ύψους 11,7 δισ. ευρώ, ενώ ακόμη και έπειτα από αυτές το ΔΝΤ διατηρεί ελεγκτικό δικαίωμα μέχρι τις αρχές του 2016, μέχρι να δώσει την τελευταία δανειακή δόση που του αναλογεί και να πάρει πίσω και το τελευταίο ευρώ που έχει δανείσει.
Επομένως, η «μεταμνημονιακή» εποχή που ευαγγελίζεται η κυβέρνηση περιλαμβάνει και μια ιδιότυπη «μετα-τροϊκανή» επιτήρηση, στην οποία το ΔΝΤ θα έχει σταθερό λόγο, ενώ η Ε.Ε. θα εκπροσωπείται από τους σταθερούς ελεγκτικούς της θεσμούς, την Κομισιόν, το Eurogroup, την ΕΚΤ, αλλά και τον EFSF, στην περίπτωση που καταστεί αναπόφευκτο ένα τρίτο δάνειο και, άρα, ένα τρίτο μνημόνιο.
Επομένως, αυτό που περιγράφει η κυβέρνηση ως σταδιακή απαγκίστρωση από το Μνημόνιο και την τρόικα είναι στην πραγματικότητα η μετάβαση σε ένα μετα-μνημόνιο που θα έχει τα ίδια ταξικά και οικονομικά χαρακτηριστικά, αλλά χωρίς την ενοχλητική τελετουργία των επισκέψεων της τρόικας. Έτσι κι αλλιώς, στην τελευταία επίσκεψη της τρόικας τον Ιούνιο, η αναθεώρηση του Μνημονίου θα συμπληρωθεί με όλες τις «μεταρρυθμίσεις» που θα δεσμεύουν για πολλά χρόνια την ελληνική κοινωνία και οικονομία (ομαδικές απολύσεις, μόνιμη «κινητικότητα» στο Δημόσιο, «εργαλειοθήκη» ΟΟΣΑ κ.ά.) κι οποιαδήποτε κυβέρνηση δεν σπεύσει να τις καταργήσει. Το νεοφιλελεύθερο «μεταρρυθμιστικό ευαγγέλιο» και την τήρησή του θα αναλάβουν πια να ελέγχουν οι νέοι μηχανισμοί ελέγχου του δημοσιονομικού συμφώνου, του αιώνιου πανευρωπαϊκού μνημονίου.
Επιχείρηση «χειραφέτηση»
Παρ’ όλα αυτά, ένα βήμα χειραφέτησης η κυβέρνηση το έχει, πράγματι, επιτύχει. Είναι ένα βήμα εκλογικής χειραφέτησης, δηλαδή η τελευταία ευκαιρία που της δίνουν οι εταίροι-δανειστές να διασωθεί και να διασώσει το μνημονιακό πολιτικό μπλοκ. Να αποτρέψει μια ευρεία εκλογική ήττα ή, αν είναι δυνατόν, να αντιστρέψει τους συσχετισμούς, με κορμό την υπό μετάλλαξη Ν.Δ., πλαισιωμένη από παλαιές και νέες φίλιες-μεταμνημονιακές- δυνάμεις, αφού η κατάσταση του ΠΑΣΟΚ θεωρείται μη αναστρέψιμη.
Τα μέσα που έχει ήδη επιστρατεύσει η κυβέρνηση γι’ αυτό είναι ήδη λίγο-πολύ γνωστά: Πρώτα, είναι η επιχείρηση ανάκτησης εκλογικής πελατείας με τα ψιχία του «κοινωνικού μερίσματος». Πρόκειται για φθηνή, παλαιοκομματική, εξευτελιστική τεχνική, αλλά μπροστά στην απελπισία στην οποία έχουν περιέλθει ευρύτατα στρώματα, το «κάτι» είναι καλύτερο από το «τίποτα». Δεύτερη έρχεται η επιχείρηση κάλυψης των χρηματοδοτικών κενών με εσπευσμένη έξοδο στις αγορές. Η τρόικα ήταν επιφυλακτική σ’ αυτό, το ίδιο και η Κομισιόν ή το Eurogroup, το ΔΝΤ είναι αδιάφορο, αλλά η γερμανική ηγεσία μάλλον καλοβλέπει μια τέτοια εξέλιξη που θα της επιτρέψει να «αναστήσει» το ημιθανές εδώ και ένα χρόνο ελληνικό success story, δίπλα στο πορτογαλικό και το ιρλανδικό. Σε περίπτωση, μάλιστα, που στο Eurogroup της 1ης Απριλίου αποφασιστεί η σταδιακή εκταμίευση της δόσης των 10 δισ., η κυβέρνηση θα επισπεύσει τη δοκιμαστική (και ήδη προσυμφωνημένη με την Goldman Sachs) έκδοση ομολόγων 2 δισ., θα συμπληρώσει τυχόν ανάγκες με repos 3 δισ. που θα φορτώσει σε δημόσιους φορείς και Ταμεία, θα καλύψει τα ομόλογα 9 δισ. που λήγουν τον Μάιο και θα «πουλήσει» στους ψηφοφόρους και την έξοδο στις αγορές ως «ψήφο εμπιστοσύνης» στην ελληνική ανάκαμψη.
Αν το «πείραμα» επιτύχει χωρίς δυσβάστακτο κόστος (επιτόκιο), η ελληνική κυβέρνηση θα επιχειρήσει να αποφύγει και στο μέλλον τις πιέσεις για τρίτο δάνειο- τρίτο μνημόνιο με προσφυγή στον δανεισμό. Αυτό, βεβαίως, προϋποθέτει μια πολύ γενναιόδωρη απόφαση των εταίρων για νέα αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους, ειδάλλως η έξοδος στις αγορές απλώς θα το ξαναφουσκώσει.