Ρώσοι, Ουκρανοί, Λευκορώσοι και Ρουθήνοι έχουν κοινό πρόγονο τούς Ρως του Κιέβου στον Μεσαίωνα. Μόλις πριν από εκατό χρόνια, αρχές του 20ού αιώνα, η μεγάλη πλειονότητα των αγροτών που μιλούν την ουκρανική διάλεκτο δεν έχουν ξεχωριστή εθνική συνείδηση από τους Ρώσους. Το εθνικό ξύπνημα μιας διακριτής ταυτότητας συντελείται πολύ αργοπορημένα, εξαιτίας της αγροτικής κοινωνικής καθυστέρησης και γιατί οι ελίτ που αναδείχνονται αναζητούν την ταυτότητά τους στις ηγεμονεύουσες ελίτ των Ρώσων, των Πολωνών, της Αυστροουγγαρίας. Ο εθνικός αυτοπροσδιορισμός «Ουκρανοί» εμφανίζεται μόλις τον 19ο αιώνα.
Μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα ο Δνείπερος ήταν το ανατολικό όριο της Πολωνο-Λιθουανικής Κοινοπολιτείας με την τσαρική επικράτεια, ενώ οι παρευξείνιες περιοχές αποτελούσαν το Χανάτο της Κριμαίας των Τατάρων. Οι Πολωνο-Λιθουανοί άρχοντες εξαναγκάζουν την ορθόδοξη Εκκλησία στην περιοχή τους να υπαχθεί στον Πάπα που συγκροτεί την Ελληνοκαθολική Εκκλησία, τους Ουνίτες, πηγή δυτικής επιρροής και αναφοράς μέχρι και σήμερα. Με τον διαμελισμό της Πολωνίας, τέλη του 18ου αιώνα, περνά στην Τσαρική Αυτοκρατορία το σύνολο της σημερινής Ουκρανίας εκτός από την ανατολική Γαλικία που περνά στην Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία.
Περιοχή κυριαρχίας της πολωνικής αριστοκρατίας, η Γαλικία του 19ου αιώνα έγινε κοιτίδα του εθνικισμού των «Ουκρανόφιλων» (σε διάκριση με τους «Ρωσόφιλους») με τις ευλογίες της Ουνιτικής Εκκλησίας και την ώθηση των Αψβούργων, που οραματίζονταν να γίνει η Γαλικία ένα ουκρανικό Πεδεμόντιο, το εφαλτήριο για την αποτίναξη του τσαρικού ζυγού από όλη την Ουκρανία υπέρ της Αυστροουγγαρίας. Κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ οι Ουκρανοί ανατολικά πολέμησαν υπό τον Τσάρο στο πλευρό της Αντάντ, και η αντίπαλη Αυστροουγγαρία αντιμετώπιζε στη Γαλικία φιλορωσικά αισθήματα, οι Ουκρανοί εθνικιστές της περιοχής παρέμειναν πιστοί στους Αψβούργους.
Με την ξένη επέμβαση ενάντια στη Ρωσική Επανάσταση του 1917, Γαλικία και Βολινία, δηλαδή μεγάλο τμήμα της δυτικής Ουκρανίας, περνά στην Πολωνία.
Ο φιλοδυτικός εθνικισμός γίνεται μαύρος
Με τη ρωσική επανάσταση και αργότερα με την άνοδο του ναζισμού, το όποιο εθνικό ζήτημα εμπλέκεται από τους Ουκρανούς εθνικιστές με τη μέχρι θανάτου αντίθεσή τους στους μπολσεβίκους και στα σοβιέτ.
Συντάσσονται με τους Λευκούς και την ξένη δυτική επέμβαση ενώ πρωτοστατούν σε αντιεβραϊκά πογκρόμ. Χαρακτηριστική ήταν η συμφωνία που σύναψε ο εθνικιστής ηγέτης Πετλιούρα, που παραχωρούσε μεγάλο τμήμα της Ουκρανίας στους Πολωνούς, προκειμένου να βοηθηθεί στον αντισοβιετικό πόλεμο.
Στα κατοπινά χρόνια, ενώ στην ΕΣΣΔ αναγνωρίζεται για πρώτη φορά η ουκρανική οντότητα (Σοσιαλιστική Δημοκρατία) και ακολουθείται πολιτική «ουκρανοποίησης» στην εκπαίδευση, στον πολιτισμό και στο κράτος, και αντίθετα η Πολωνία των συνταγματαρχών καταστέλλει την ουκρανική πολιτική και γλωσσική ταυτότητα, κύριος προσανατολισμός του ουκρανικού εθνικισμού θα παραμείνει ο αντισοβιετισμός.
Όταν με τις συμφωνίες Μολότοφ-Ρίμπεντροπ, το 1939, Γαλικία και Βολινία επιστρέφουν στη Σοβιετική Ουκρανία (μέχρι την επίθεση της ναζιστικής Γερμανίας στην ΕΣΣΔ το 1941), οι Ουκρανοί εθνικιστές προτιμούν την κατεχόμενη από τους ναζί Πολωνία, όπου δρουν ελεύθερα και συνεργάζονται με την Γκεστάπο, και ακολουθούν τη Βέρμαχτ από πίσω όταν αυτή εισβάλλει στη Σοβιετική Ένωση. Ο Στέπαν Μπαντέρα -του οποίου τα αγάλματα «κοσμούν» σήμερα τη δυτική Ουκρανία και τώρα θα πολλαπλασιαστούν- κηρύσσει το 1941 στο Λβοβ την απελευθέρωση της Ουκρανίας που «θα συνεργαστεί στενά με την εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία υπό την ηγεσία του αρχηγού της Αδόλφου Χίτλερ που διαμορφώνει στην Ευρώπη και στον κόσμο μια Νέα Τάξη και βοηθά τον ουκρανικό λαό να απελευθερωθεί από τη μοσχοβίτικη κατοχή».
Μεταπολεμικά, οι Ουκρανοί εθνικιστές αποτέλεσαν τη μεγαλύτερη αριθμητικά εθνική «κοινότητα» εγκληματιών πολέμου και συνεργατών των Ναζί που υπέθαλψε η Δύση με ιδιαίτερη στοργή. Στην ίδια τη δυτική Ουκρανία το αντάρτικο ενάντια στους Σοβιετικούς συνεχίστηκε μέχρι το 1955.
Είναι, λοιπόν, για πρώτη φορά στα μέσα του 20ού αιώνα, μετά το 1944, που το σύνολο της Ουκρανίας ενώνεται σε ένα κράτος (μαζί με τη ρουθηνική Υπερκαρπαθία κι αργότερα την Κριμαία). Οι νεόφερτοι στην ΕΣΣΔ από τη δυτική Ουκρανία, όπως και από τις Βαλτικές χώρες, βιώνουν μεταπολεμικά μια «σοβιετική εμπειρία» λιγότερο ελκυστική από εκείνη της πρώτης μετεπαναστατικής περιόδου, ενώ στα δυτικά η περιοχή θα διατηρήσει τη βιομηχανική της υστέρηση έναντι Ανατολής και Νότου. Οι εθνικισμοί, αμφίπλευροι, δεν θα εξαλειφθούν, αλλά είναι στα χρόνια της περεστρόικα που ο Γκορμπατσόφ θα ξανακεντρίσει μεταξύ άλλων τον ουκρανικό εθνικισμό για να βρει στηρίγματα στο εγχείρημά του.
Μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ, η Ουκρανία αποτέλεσε ειδική περίπτωση παραγωγικής απαξίωσης, με την οικονομία της να συρρικνώνεται σε μια δεκαετία στο 40%. Η Πολωνία, με μικρότερο πληθυσμό και με ΑΕΠ τα 2/3 του ουκρανικού το 1990, διαθέτει σήμερα το τριπλάσιο ΑΕΠ. Η απαξίωση χτύπησε ανισόμετρα τις δυτικές περιοχές.
Λόγω της οξυμένης διελκυστίνδας Δύσης-Ρωσίας για τη χώρα, η ξένη ενίσχυση του παραδοσιακά δυτικόφιλου και αντιρωσικού ουκρανικού εθνικισμού, στην υποβαθμισμένη και φτωχή δυτική Ουκρανία, ήταν ζήτημα χρόνου. Στις εκλογές του 2012 το Σβόμποντα, το πρώην Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα, που πήρε 10,4% σε εθνική κλίμακα, απέσπασε στις τρεις περιφέρειες της Γαλικίας 38%, 31% και 34%, ενώ μέσα στο Λβοβ πήρε το 50% των ψήφων. Στις πιο ανατολικές περιφέρειες, μόλις που ξεπέρασε το 1%…
Γ.Τσ.