Από τους Ολυμπιακούς Αγώνες στο ναυάγιο της Λαμπεντούζα. Της Γιούλης Ιεραπετριτάκη*
Θα σας διηγηθώ την τραγική ιστορία της Σαμία Γιουσίφ Ομάρ, που oι εφημερίδες σ’ ολόκληρο τον κόσμο αιχμαλώτισαν για μια στιγμή και που αμέσως μετά χάθηκε στη σιωπή, γλιστρώντας ανάμεσα στα κλικ και τα σχόλια της τρέχουσας επικαιρότητας. Η Σαμία ήταν ένα κορίτσι από τη Σομαλία, γεννημένο για να τρέχει. Ζούσε στο Μογκαντίσου σ’ ένα προάστιο πνιγμένο στη σκόνη, καμωμένο από λασπόσπιτα σκεπασμένα με λαμαρίνες και κλαδιά δέντρων.
Εκεί, λοιπόν, στα δαιδαλώδη δρομάκια, ανάμεσα σε μικρές αγορές και τα υπαίθρια σχολειά που διδάσκουν το κοράνι, τρέχουν τα μικρά παιδιά κάνοντας όνειρα. Σ’ αυτούς τους ίδιους δρόμους θα ξεκινήσει να τρέχει και η Σαμία. Η οικογένειά της δεν φοβάται να δείξει τον ενθουσιασμό της για το ταλέντο της κόρης της και τη στηρίζει με όποιον τρόπο μπορεί. Αυτό και μόνο ήταν αρκετό για να ριζώσει στη Σαμία η φιλοδοξία να ξεφύγει από τη φτώχεια, από το εχθρικό πρόσωπο της χώρας, τη σιωπή που μέσα της κρύβονται οι γυναίκες. Και πάνω απ’ όλα, ο εφιάλτης πως εκείνες οι δύο λεπτές, ξερακιανές γάμπες μπορούσαν κάποια στιγμή να σταματήσουν να τρέχουν. Για τίποτα στον κόσμο η μικρή Σαμία δεν θα σταματούσε. Τρυφερά προστατευμένη μέσα στο οικογενειακό της περιβάλλον σε μια κρίσιμη στιγμή που η Σομαλία ξεπέφτει στον ολοκληρωτισμό, ματώνει από την καταστολή και σπαράζεται από τους τρομοκράτες, εξακολουθεί να είναι αισιόδοξη μέχρι που χάνει τον καλύτερό της φίλο, βλέπει τον πατέρα της να πεθαίνει και την αδελφή της να μεταναστεύει στην Ευρώπη για ένα καλύτερο αύριο. Κι όμως, όλη αυτή η δυστυχία γύρω της δεν την κάνει να νιώθει ότι οι πιθανότητες για τη μελλοντική της ευτυχία λιγοστεύουν. Άλλωστε, τι θα μπορούσε να κάνει μια μικρή αθλήτρια, απέναντι σ’ όλο αυτό που συμβαίνει γύρω της;
Όσοι τη γνωρίζουν, αναρωτιούνται πώς είναι δυνατόν ένα τόσο αδύνατο κοριτσάκι που θυμίζει μια ακακία που μόλις φυτεύτηκε, με δυο ποδαράκια που μοιάζουν περισσότερο με τρυφερά κλαδιά ελιάς, μπορεί να κερδίζει πάντοτε στους αγώνες.
«Ήμουν πιο γρήγορη από τους άλλους», απαντά η Σαμία, «ή τουλάχιστον από αυτούς με τους οποίους έπρεπε ν’ αναμετρηθώ». Έτσι, λοιπόν, με τον καιρό η Σαμία συνειδητοποιεί πως ο άμεσος στόχος πρέπει να είναι τα διακόσια μέτρα.
Να ‘την, λοιπόν, απόλυτα συγκεντρωμένη στο σώμα της. Έξω, η σιωπή, ο ήλιος που καίει και μέσα στο σώμα της βαθιά, η νεαρή αθλήτρια υφαίνει το μελλοντικό της κόσμο. Έναν κόσμο ανάμεικτο από προσευχές, όνειρα κι ελπίδες που εναποθέτει στον Σομαλό πρωταθλητή Μο Φαράκ, τρεις φορές Ολυμπιονίκη. Αυτός είναι το αγαθοποιό πνεύμα που θα τη συνοδεύσει στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Πεκίνου. Εκεί η Σαμία θα τα καταφέρει χωρίς σπόνσορα, χωρίς προπονητές, γιατρούς και μασέρ να καταξιωθεί ως αθλήτρια. Τ’ όνειρό της έχει ξεκινήσει να παίρνει σάρκα και οστά.
Ο αληθινός της όμως στόχος είναι το Λονδίνο, γιατί ξέρει πως εκεί θα είναι ήρεμη και γαλήνια κοντά σε αγαπημένα πρόσωπα. Για να τα καταφέρει λοιπόν προπονείται τη νύχτα, πνίγεται μέσα στην μπούργκα. Μοναδικός μάρτυρας του αγώνα της Σαμία, ο έναστρος ουρανός. Κι όταν το να κρύβεται δεν είναι πια αρκετό, όταν η χώρα της δεν μπορεί να της προσφέρει τίποτε πια, όταν οι ίδιες γυναίκες της Σομαλίας, στις οποίες θα είχε προσφέρει ευχαρίστως όλες της τις νίκες, βυθίζονται στο σκοτάδι της ιστορίας τους, τότε εκείνη τη στιγμή το πεπρωμένο της Σαμία εισέρχεται στον επικό του κύκλο.
Η Σαμία ξέρει καλά ένα πράγμα, πως για να ζήσει πρέπει να τρέχει, για να τρέχει πρέπει να γυμνάζεται, και πάνω απ’ όλα πρέπει να ‘ναι ελεύθερη. Για να ζήσει ελεύθερα, πρέπει να φτάσει πάση θυσία στην Ευρώπη, αλλιώς το μέλλον της έχει τελειώσει.
Έτσι θα πάρει την απόφαση να κάνει το μοιραίο ταξίδι, μαζί με τους μετανάστες από το κέρας της Αφρικής, από τους δρόμους του Σουδάν, της Αντίς Αμπέμπα που διασχίζουν τους δρόμους της ερήμου, αναζητώντας σωτηρία στη θάλασσα.
Για να φτάσει στην Ευρώπη θα χρειαστούν 72 ώρες και οι λαθρέμποροι ζητούν απ’ όλους να πετάξουν τα περιττά βάρη. Κανείς δεν θέλει ν’ αποχωριστεί τα αγαπημένα του αντικείμενα, όμως δεν υπάρχει εναλλακτική λύση και η Σαμία, ως ομηρική ηρωίδα, κυνηγώντας απεγνωσμένα τ’ όνειρό της, αλαφρώνει απ’ όλα κι αποφασίζει να κρατήσει μονάχα τη φωτογραφία του αγαπημένου της Μο, αφήνοντας τα υπόλοιπα στη λήθη. Συγκράτησε τα δάκρυά της και έσφιξε τα χείλη. Προσευχήθηκε στον Θεό να βρει το δρόμο, το δικό της δρόμο και πάτησε στη βάρκα της ελπίδας.
Πώς τέλειωσε το ταξίδι της Σαμία το μαθαίνουμε από τα λόγια του πρώτου μεγάλου αθλητή από τη Σομαλία, Αμπί Μπιλέ, παγκόσμιου πρωταθλητή στα 1.500 μ. το 1987 στη Ρώμη. Πανηγυρίζοντας για το θρίαμβο του Μο Φαρά στους Ολυμπιακούς του Λονδίνου, θυμάται την τραγική ιστορία της Σαμία που πνίγηκε στα νερά της Λαμπεντούζα προσπαθώντας να φτάσει στην Ευρώπη για να προκριθεί στους Ολυμπιακούς Αγώνες.
Η ιστορία της νεαρής αθλήτριας είναι μια ιστορία που καμιά φαντασία δεν θα μπορούσε να επινοήσει. Είναι μια τραγική ανθρώπινη ιστορία για την οποία δεν μιλήσαμε όσο θα ‘πρεπε. Δεν μας απασχόλησε στις κουβέντες με τους φίλους μας στη δουλειά, το σχολείο, το καφενείο.
Το τραγικότερο είναι που δεν νιώσαμε ενοχές για τη δραματική της κατάληξη. Ευτυχώς για μας, η Σαμία και το όνειρό της θα παραμείνουν ζωντανά μέσα από τις σελίδες του μυθιστορήματος του G. Cattozzella, Μη μου πεις πως φοβάσαι (Feltrineli) όπου ο συγγραφέας ζωντανεύει την ιστορία της άτυχης αθλήτριας από τη Σομαλία, που ξεκίνησε από τους δρόμους του Μογκαντίσου για να πνιγεί στη θάλασσα των μεταναστών, γυρεύοντας ένα μέλλον ακόμα αδιόρατο. Όσο τουλάχιστον οι σειρήνες της φρίκης εξακολουθούν να τους πνίγουν στα νερά, διαλαλώντας πως είναι παιδιά ενός κατώτερου θεού.
* Η Γιούλη Ιεραπετριτάκη
είναι ιστορικός – αρχαιολόγος