Η τρόικα παζαρεύει σκληρά, αλλά χωρίς άγνοια πολιτικού κινδύνου Κρυφές επιβαρύνσεις πολλών δισ. στη δημοσιονομικά ουδέτερη «μεταρρυθμιστική ατζέντα». Του Γιάννη Κιμπουρόπουλου
Ενώ η τρόικα βρίσκεται στην Αθήνα και ξεσκονίζει τα διπλά βιβλία των διπλών πλεονασμάτων, η κυβέρνηση συνεχίζει τις φιλότιμες -πλην μάταιες- προσπάθειες να ξαναφιλοτεχνήσει ένα κάποιο success story που θα αποτρέψει μια εκλογική πανωλεθρία τον Μάιο. Ανακοινώθηκε η συμφωνία για τη μείωση της τιμής του φυσικού αερίου, αν και είναι ασαφές αν και πώς αυτή θα αποτρέψει τα προαναγγελθέντα, εκβιαστικά ή αναπόφευκτα, λουκέτα στη βαριά βιομηχανία. Ο κ. Σαμαράς έσπευσε να προεξοφλήσει έσοδα 150 δισ. ευρώ από τους πιθανούς υδρογονάνθρακες, αν και αυτά αφορούν την επόμενη, αγέννητη γενιά Ελλήνων. Προβλήθηκαν έντονα προβλέψεις tour operators για αύξηση τουριστικών αφίξεων πάνω από 50% φέτος, αν και αυτή οφείλεται στις εξευτελιστικές τιμές που έχει διαμορφώσει η εσωτερική υποτίμηση στη χώρα και δεν συνεπάγεται αύξηση των εσόδων. Με ανάλογο τρόπο προβλήθηκαν, επίσης, οι εκτιμήσεις της Κομισιόν για ανάπτυξη 0,6% φέτος και 2,9% το 2015 με παράλληλη μείωση της ανεργίας στο 26% φέτος και στο 24% του χρόνου. Η κυβέρνηση έσπευσε να τις υιοθετήσει, ως επιβεβαίωση της «προφητείας» της για το τέλος της κρίσης, για τον περίφημο πάτο του βαρελιού.
Η τρόικα αντιμετωπίζει με πολιτική κατανόηση την κυβέρνηση, αλλά φροντίζει πάντα να την επαναφέρει από την παράλληλη πραγματικότητα στην οποία ζει, στην πραγματικότητα του Μνημονίου. Ο «τυφλοσούρτης» λέει συγκεκριμένα πράγματα, κι όπως φροντίζει ο επίτροπος Όλι Ρεν να θυμίζει (τελευταία φορά, απαντώντας σε ερώτηση του Ν. Χουντή), ότι οι εταίροι θα εξετάσουν το ενδεχόμενο περαιτέρω συνδρομής της Ελλάδας (κάλυψη χρηματοδοτικού κενού, τρίτο πακέτο κ.λπ.), «υπό την προϋπόθεση της πλήρους εφαρμογής όλων των όρων του Μνημονίου». Η τρόικα όχι μόνο τηρεί απαρέγκλιτα τον «σιδηρούν κανόνα», αλλά και με ανταγωνιστική πλειοδοσία ανάμεσα στις επιμέρους συνιστώσες της. Ιδιαίτερα από το ΔΝΤ, που για δικούς του λόγους μπλοκάρει κάθε σκέψη να μπει χέρι στο μαξιλάρι των περίπου 9 δισ. που έχουν μείνει αχρησιμοποίητα από το πακέτο της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών (βλέπε παρακάτω).
Δικλίδες ασφαλείας
Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι η τρόικα λειτουργεί με άγνοια πολιτικού κινδύνου σ’ αυτή την αργόσυρτη, 4η αξιολόγηση των μνημονιακών επιδόσεων της κυβέρνησης. Από την οποία εξαρτάται η εκταμίευση δόσεων ύψους περίπου 10 δισ., απαραίτητες μέχρι τον Μάιο, οπότε λήγουν ομόλογα περίπου 9 δισ., ανάμεσά τους και δανεικά που πρέπει να επιστραφούν στο ΔΝΤ. Η πολιτική διαχείριση της τρέχουσας διαπραγμάτευσης από τους εκπροσώπους των δανειστών περιλαμβάνει δύο στοιχεία:
• Πρώτον, το γεγονός ότι γίνεται ένας διαχωρισμός ανάμεσα στις δημοσιονομικές «επιτυχίες» της κυβέρνησης, οι οποίες σε γενικές γραμμές γίνονται αποδεκτές έστω και με αστερίσκους και τη μεταρρυθμιστική υστέρησή της. Η τρόικα είναι πια το πιθανότερο να τοποθετηθεί θετικά απέναντι στο περίφημο πρωτογενές πλεόνασμα που περιφέρει ως άθλο η κυβέρνηση, και το οποίο θα κριθεί οριστικά τον Απρίλιο. Επιμένει, όμως, στη βαριά «μεταρρυθμιστική» ατζέντα (απολύσεις, απελευθερώσεις αγορών, μείωση μη μισθολογικού κόστους κ.λπ.) η οποία εμφανίζεται δημοσιονομικά ουδέτερη, αν και κρύβει επιβαρύνσεις πολλών δισ. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά 3,9% που ανοίγει τρύπα τουλάχιστον 500 εκατ. στο ασφαλιστικό σύστημα και οδηγεί σε κατάργηση σειράς προνοιακών επιδομάτων, ανάμεσά τους και αυτό της μητρότητας. Έτσι, ο τεχνητός διαχωρισμός μεταξύ δημοσιονομικών και «διαρθρωτικών» μέτρων χρησιμοποιείται σαν τρικ για αδιάκοπες επιβαρύνσεις εις βάρος των εισοδημάτων και κοινωνικών πόρων.
• Δεύτερον, η τρόικα ενθαρρύνεται πολιτικά από τη σχεδόν παράδοξη αντοχή που έχει επιδείξει το κοινωνικό σώμα στις πρωτοφανείς επιπτώσεις της εφαρμογής του μνημονίου και της ύφεσης που έχει προκαλέσει. Η κοινωνική δυσφορία εκτονώνεται μέχρι στιγμής σε μια θεαματική ανατροπή των πολιτικών συσχετισμών, σε μια ευρεία απονομιμοποίηση του πολιτικού συστήματος, αλλά όχι και σε μια διάθεση ρήξης με τις στρατηγικές επιλογές των εταίρων και της εγχώριας ελίτ. Σε γενικές γραμμές, η τρόικα και οι ηγεμόνες της χώρας, με την απόσταση (ασφαλείας ή αγνοίας) από τις υπόκωφες διεργασίες στην ελληνική κοινωνία που τους διακρίνει, αξιολογούν ως πολιτικά διαχειρίσιμη την κατάσταση. Και, προφανώς, παρακολουθούν με ενδιαφέρον τα αλλεπάλληλα πειράματα αναδιάταξης του πολιτικού σκηνικού με τους «58», την ατυχήσασα «Ελιά» ή τα «ποτάμια» που προς το παρόν δεν είναι ούτε ρυάκια.
Εφεδρικά τρικ
Στο πλαίσιο αυτό η τρέχουσα διαπραγμάτευση με την τρόικα είναι σε μεγάλο βαθμό πολιτική. Στο πεδίο των «διαρθρωτικών μέτρων», που περιλαμβάνουν τις σαρωτικές αλλαγές σε δεκάδες κλάδους και αγορές με βάση το «ευαγγέλιο» του ΟΟΣΑ, τις απολύσεις στο Δημόσιο, τις βραδυπορούσες αποκρατικοποιήσεις, την απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων κ.ά., η τρόικα φέρεται διατεθειμένη για κάποιους οριακούς συμβιβασμούς που θα επιτρέψουν στην κυβέρνηση να χρυσώσει το χάπι, με τρικ αναδιανομής του πρωτογενούς πλεονάσματος. Μια θετική εισήγησή της προς το Eurogroup της 10ης Μαρτίου είναι ενδεχόμενο να περιλαμβάνει έναν συμβιβαστικό καταμερισμό των υποχρεώσεων της κυβέρνησης ανάμεσα σ’ αυτά που θα ψηφιστούν και προωθηθούν τώρα και αυτά που θα αφεθούν για μετεκλογική διαχείριση. Σε έσχατη ανάγκη, υπάρχει και το άτυπο Ecofin της 1ης Απριλίου, στην Αθήνα, στο πλαίσιο της ελληνικής προεδρίας, που προσφέρεται για μια «πανηγυρική» ανακοίνωση εκταμίευσης των δανειακών δόσεων.
Πάντως, ακόμη και για την περίπτωση που το Eurogroup -μια και όλες οι κυβερνήσεις λειτουργούν υπό προεκλογικό άγχος- δηλώσει «μερικά ικανοποιημένο» και αποφασίσει μόνο «μερική εκταμίευση», η κυβέρνηση άνοιξε έναν πιστωτικό κουμπαρά ανάγκης για να καλύψει τις λήξεις ομολόγων 9 δισ. του Μαΐου. Ο ΟΔΔΗΧ, με απόφαση του Χ. Σταϊκούρα, θα μπορεί να δανειστεί από τους φορείς της Γενικής Κυβέρνησης μέσω repos ποσό 3 δισ. ευρώ για λίγες εβδομάδες ή μήνες έναντι επιτοκίου περίπου 1,70%, ενώ τους τόκους θα τους εισπράττει το Δημόσιο. Πρόκειται για μπακαλίστικη ταχυδακτυλουργία με την οποία το κράτος δανείζεται από τον εαυτό του, στραγγαλίζοντας από ρευστότητα άλλες ανάγκες του, για να πληρώσει τους δανειστές. Και η τρόικα, που κατά τα λοιπά ψειρίζει την αξιοπιστία του πρωτογενούς πλεονάσματος, κάνει τα στραβά μάτια και σ’ αυτό.
Το ΔΝΤ, οι τράπεζες και το «μαξιλάρι» του ΤΧΣ
Η παράταση των διαβουλεύσεων τρόικας-Προβόπουλου για τον υπολογισμό των κεφαλαιακών αναγκών των 4 συστημικών τραπεζών, τις οποίες η ΤτΕ και οι ευρωπαϊκοί βραχίονες της τρόικας περιορίζουν στα 6 δισ., ενώ το ΔΝΤ τα ανεβάζει στα 10 και πλέον δισ., είναι το πιο ιντριγκαδόρικο στοιχείο αυτής της διαπραγμάτευσης.
Παρά τη διάψευση σχετικού δημοσιεύματος των Financial Times από το ΔΝΤ, είναι προφανές ότι ο εγγυητής της τοκογλυφικής διεθνούς βρίσκει στο «μαξιλάρι» των 9 δισ. του ΤΧΣ ένα όπλο πίεσης προς τους Ευρωπαίους συνεταίρους του να τηρήσουν τα συμφωνηθέντα για την κάλυψη του χρηματοδοτικού κενού στο ελληνικό πρόγραμμα. Κομισιόν και Eurogroup έχουν ξεκαθαρίσει ότι αυτό δεν πρόκειται να συζητηθεί πριν από το καλοκαίρι, αλλά το ΔΝΤ διεκδικεί κάποιου είδους εγγύηση ότι η παράταση της εκκρεμότητας δεν θα θέσει εν αμφιβόλω τις επιστροφές των δανεικών που αναμένει από την Ελλάδα τον Μάιο, αλλά και τον Αύγουστο. Ανεβάζοντας τον πήχη για τις κεφαλαιακές ανάγκες των ελληνικών συστημικών τραπεζών, εκτιμά ότι ασκεί αποτελεσματική πίεση στους ευρωπαϊκούς βραχίονες της τρόικας να αναλάβουν, έστω και μονομερώς, πρωτοβουλία. Εξού και ο Γ, Προβόπουλος έσπευσε να προαναγγείλει τη δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων των stress tests την ερχόμενη εβδομάδα, για να προκαταλάβει το «παζάρι».
Στην πραγματικότητα, ακόμη κι αν στο πεδίο αυτό υπάρξει ένας συμβιβασμός, μόνον προσωρινός θα είναι, αφού η ΕΚΤ ετοιμάζει μια πλήρη επαναξιολόγηση των κεφαλαιακών αναγκών των τραπεζών με τα δικά της, πανευρωπαϊκά stress tests από τα οποία θα προκύψει μια άλλη πραγματικότητα, ίσως πιο δυσοίωνη από την παρούσα που θα φέρει πιο κοντά το bail in και τα κουρέματα στις καταθέσεις. Ο κ. Προβόπουλος και η κυβέρνηση το ξέρουν αυτό, γι’ αυτό και βιάζονται να επανιδιωτικοποιήσουν τις τράπεζες και να προβάλλουν τον νέο τους προορισμό ως μηχανισμό αναδιάρθρωσης του επιχειρηματικού τομέα, από την οποία θα προκύψουν χιλιάδες λουκέτα και μερικά «νέα τζάκια».