Τουρκία και Ιράν διατηρούν μεταξύ τους περισσότερες σχέσεις απ’ όσο φαίνεται. Του Μανχτί Ντάριους Ναζεμροάγια
Η εσωτερική διαμάχη μεταξύ του Τούρκου πρωθυπουργού Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και των οπαδών του Γκιουλέν απειλεί να εκτροχιάσει τη διαδικασία εναρμόνισης των σχέσεων της Τουρκίας με το Ιράν.
Στη σύγκρουση της Συρίας, η κυβέρνηση του ΑΚΡ (Κόμμα για τη Δικαιοσύνη και την Ανάπτυξη) μπορεί να βρίσκεται στο απέναντι στρατόπεδο από την Τεχεράνη, αλλά και τη Μόσχα. Όμως οι δεσμοί της Τουρκίας με το Ιράν και τη Ρωσία έχουν βάθος που ξεπερνά κατά πολύ αυτή την κρίση.
Τεχεράνη και Μόσχα είναι δύο από τους σημαντικότερους εμπορικούς εταίρους της Τουρκίας, αλλά και βασικές πηγές ενέργειας για τη χώρα. Αν εξαιρεθεί η Γερμανία, ο συνολικός όγκος του εμπορίου της Τουρκίας με το Ιράν και τη Ρωσία μαζί, υπερβαίνει τις διμερείς εμπορικές συναλλαγές της Άγκυρας με κάθε άλλη χώρα.
Ακόμα και στο πλαίσιο των κυρώσεων που έχουν επιβάλει οι ΗΠΑ στο Ιράν σαν μορφή χειραγώγησης και οικονομικού πολέμου, οι τουρκικές επιχειρήσεις και η κυβέρνηση του ΑΚΡ κατέβαλαν κάθε δυνατή προσπάθεια να διατηρήσουν τους οικονομικούς και ενεργειακούς τους δεσμούς με το Ιράν. Φανερά και υπόγεια. Η Τουρκία λειτούργησε ακόμα και ως αφανές «κανάλι» για το Ιράν προκειμένου να παρακάμψει τις κυρώσεις που επέβαλαν οι ΗΠΑ και η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Μεταξύ άλλων, το σκάνδαλο διαφθοράς που ξέσπασε στις 17 Δεκεμβρίου 2013 και στο οποίο εμπλέκεται ο επικεφαλής της κρατικής τράπεζας Halk Bankasi (Λαϊκή Τράπεζα), αντανακλά τη συνέχιση των επιχειρηματικών και εμπορικών δεσμών Τουρκίας και Ιράν. Οι πωλήσεις από το Ιράν διευκολύνθηκαν υπογείως από την τουρκική τράπεζα μέσω της αγοράς χρυσού που παραδιδόταν στην Τεχεράνη ως πληρωμή αντί για νόμισμα, όταν απαγορεύθηκε στο Ιράν να χρησιμοποιεί το σύστημα διεθνών νομισματικών μεταφορών SWIFT τον Μάρτιο 2012.
Στην εσωτερική μάχη εξουσίας που έχει ξεσπάσει στην Τουρκία, το σκάνδαλο της Halkbank είναι, στην ουσία, μία παράπλευρη υπόθεση αλλά και σύμπτωμά της.
«Χειμώνας» στην τουρκική εξωτερική πολιτική
Από το 2011, το οικονομικό πλήγμα για την Τουρκία από τις κυρώσεις κατά του Ιράν έχει επιδεινωθεί λόγω ενός συνδυασμού κακών υπολογισμών της Τουρκίας και δικών της εσωτερικών προβλημάτων. Σε μεγάλο βαθμό, οι εσφαλμένοι αυτοί υπολογισμοί οφείλονται στη μεταμόρφωση που υπέστη η φιλο-επιχειρηματική εξωτερική πολιτική «μηδενικών προβλημάτων» με τους γείτονες, του Τούρκου υπουργού Εξωτερικών, σε μία πιο επιθετική «νεο-οθωμανική» εξωτερική πολιτική. Σημαίνοντες πολιτικοί πίστεψαν ότι η αποκαλούμενη Αραβική Άνοιξη θα αναδείκνυε την Άγκυρα σε αδιαμφισβήτητη περιφερειακή «ατμομηχανή», από τα σύνορα του Μαρόκου μέχρι το Ιράκ. Την προσδοκία αυτή ενθάρρυναν οι ΗΠΑ αλλά και κύκλοι της Ε.Ε., με την προώθηση του αποκαλούμενου «τουρκικού μοντέλου» για τον αραβικό κόσμο. Ένα μοντέλο που κατηύθυνε την κυβέρνηση του ΑΚΡ να παρεκκλίνει από την πολιτική των «μηδενικών προβλημάτων» προκειμένου να ακολουθήσει το νεο-οθωμανικό όραμα της τουρκικής κυριαρχίας στον αραβικό κόσμο, στο οικονομικό και πολιτικό πεδίο.
Στο πλαίσιο του νεο-οθωμανικού σχεδίου η Άγκυρα εγκατέλειψε τον άξονα Άγκυρας-Δαμασκού-Τεχεράνης που ήταν υπό διαμόρφωση και τη σημαντική πρόοδο που είχε σημειωθεί στις σχέσεις με Λιβύη, Συρία, Ιράκ και Λίβανο. Μία περίοδος «ψύχους» είχε επέλθει πλέον στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής. Σταδιακά οι σχέσεις της Τουρκίας με το σύνολο των όμορων χωρών της ψυχράνθηκαν, ενώ ιδιαίτερα αισθητή ήταν και η επιδείνωση των σχέσεων με την Τεχεράνη και το Κρεμλίνο.
Η νεο-οθωμανική εξωτερική πολιτική εγκαινιάστηκε με τη στήριξη της τουρκικής κυβέρνησης στον πόλεμο του ΝΑΤΟ για την ανατροπή του καθεστώτος στη Λιβύη, που είχε σαν αποτέλεσμα τη διακοπή των τουρκικών εμπορικών σχέσεων με τη Λιβύη.
Τα γεγονότα στη Λιβύη ακολούθησε εν τέλει το πάγωμα του τουρκικού εμπορίου με τη Συρία, έναν ακόμα σημαντικό εμπορικό εταίρο της Τουρκίας. Η διακοπή των επίσημων εμπορικών σχέσεων με τη Συρία ήταν το αποτέλεσμα της ριψοκίνδυνης στήριξης του Ερντογάν στην αλλαγή καθεστώτος στη Δαμασκό.
Την ίδια στιγμή, οι σχέσεις της Τουρκίας με το Ιράκ, άλλον ένα εμπορικό εταίρο, υποβαθμίζονταν λόγω της αλαζονείας και της έπαρσης του Ερντογάν και του ΑΚΡ. Πεποίθηση της Άγκυρας ήταν ότι την ιρανική επιρροή στη Μέση Ανατολή και τη Μεσοποταμία θα αντικαθιστούσε η επιρροή της Τουρκίας και για το λόγο αυτό δεν έπαψε να πιέζει τους συμμάχους της να υπονομεύσουν τις κυβερνήσεις σε Δαμασκό και Βαγδάτη.
Ακόμα κι όταν η κυβέρνηση του ΑΚΡ αντιλήφθηκε πως μία ισχυρή Ευρασιατική συμμαχία Ρωσίας, Ιράν και Κίνας δεν θα άφηνε τη Δαμασκό να καταρρεύσει υπό το βάρος της αντι-κυβερνητικής εξέγερσης που είχε τη στήριξη της Τουρκίας και των συμμάχων της του ΝΑΤΟ και του Συμβουλίου Συνεργασίας των χωρών του Κόλπου, ο Ερντογάν προτίμησε να παραμείνει στο στρατόπεδο των πολέμιων της Δαμασκού αντί να αντιστρέψει την καταστροφική πολιτική του στη Συρία.
Η αστάθεια στη Συρία στην οποία συνέβαλε η Άγκυρα με την εκπαίδευση, τον εξοπλισμό και τη χρηματοδότηση ανταρτών, άρχισε να έχει επιπτώσεις και μέσα στην ίδια την Τουρκία. Καθώς η τουρκική οικονομία άρχισε να πλήττεται και να μεγαλώνουν οι πολιτικές εντάσεις στο εσωτερικό της χώρας, οι ανισότητες που τροφοδοτούσε η νεοφιλελεύθερη οικονομική πολιτική του ΑΚΡ έγιναν πιο αισθητές και η συμπεριφορά του ΑΚΡ έγινε πιο αυταρχική προκειμένου να υπερασπίσει την κυριαρχία του.
Οι διαδηλώσεις στο Πάρκο Γκεζί που από την Κωνσταντινούπολη μεταδόθηκαν σε ολόκληρη την Τουρκία το 2013, αποτελούσαν αντανάκλαση της πυροδότησης αυτών των εσωτερικών εντάσεων.
* Ο Μαχντί Ντάριους Ναζεμροάγια
είναι Ινδός κοινωνιολόγος, βραβευμένος συγγραφέας και γεωπολιτικός αναλυτής.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο RT
Μετάφραση: Ελεάννα Ροζάκη