Κρίσιμα ζητήματα για την αποτελεσματικότητα και την απεύθυνση ενός αγώνα
Από βδομάδα σε βδομάδα κατατίθεται το νομοσχέδιο για την Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας. Το αποτέλεσμα θα είναι η αποχώρηση μεγάλης μερίδας των γιατρών του ΕΟΠΥΥ λόγω του ότι τους υποχρεώνει, για να παραμείνουν στο νέο φορέα, να κλείσουν τα ιδιωτικά τους ιατρεία. Και οι μισοί τουλάχιστον αναμένεται να προτιμήσουν τα ιδιωτικά τους ιατρεία. Θα ήταν μεγάλη αφέλεια να πιστέψει κανείς ότι θα γίνουν προσλήψεις στη θέση αυτών που θα αποχωρήσουν. Και εδώ ακριβώς βρίσκεται η ουσία της επιλογής της πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης από τον υπουργό και την κυβέρνηση. Το πραγματικό επίδικο είναι η συρρίκνωση της ήδη ανεπαρκούς και άρρωστης Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας και η παράδοση στην τρόικα συγκεκριμένου αριθμού απολυμένων. Ένα κατ’ αρχήν σωστό μέτρο δηλαδή, αυτό της πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης, γίνεται όπλο του υπουργού και παγίδα για τους γιατρούς.
Παρά τις διακηρύξεις, στη συνείδηση των γιατρών αντί του μεγάλου επίδικου, αυτού της περεταίρω διάλυσης της δημόσιας πρωτοβάθμιας υγείας, προτάσσεται το μικρό επίδικο, η εργασιακή τους σχέση, η διατήρηση δηλαδή κατ’ ουσίαν του ιατρείου τους μαζί με τη θέση τους στη δημόσια πρωτοβάθμια (σημειωτέον ότι το συντριπτικά μεγαλύτερο ποσοστό των γιατρών του ΕΟΠΥΥ έχει ιδιωτικό ιατρείο). Αλλά ας δούμε λίγο την ιστορία.
Το εικονικό και το πραγματικό
Το συνδικαλιστικό κίνημα των γιατρών του ΙΚΑ δεν έχει να επιδείξει μεγάλους απεργιακούς αγώνες και μάχες για τη βελτίωση των συνθηκών δουλειάς στο ΙΚΑ, του μισθού κ.λπ. Ακόμα και την περίοδο των… παχιών αγελάδων, στο ΙΚΑ η σχέση εργασίας των γιατρών ήταν μοναδική στο είδος της. Δεν υπήρχε καμία βαθμολογική ή μισθολογική εξέλιξη, σε περίπτωση απόλυσης δεν υπήρχε αποζημίωση, ήταν οι μόνοι μισθωτοί με σχέση ιδιωτικού δικαίου χωρίς ασφάλιση ΙΚΑ (είχαν αυτασφάλιση από το ΤΣΑΥ, την οποία πλήρωναν -και πληρώνουν- οι ίδιοι εξ ολοκλήρου), οι συνθήκες δουλειάς ήταν συνθήκες γαλέρας με δεκάδες προγραμματισμένα και απρογραμμάτιστα ραντεβού κάθε μέρα, οι ουρές παρόλα αυτά ατέλειωτες, νοσηλευτικό προσωπικό ανεπαρκέστατο ποσοτικά κ.λπ κ.λπ. Αυτά τα ζητήματα απασχόλησαν το συνδικαλιστικό κίνημα μόνο περιστασιακά και χωρίς πραγματικό ζήλο. Για ποιον λόγο, άραγε, οι γιατροί ανέχονταν τέτοιου είδους συνθήκες εργασίας και μάλιστα αξιώνουν με τόσο πείσμα τη διατήρησή τους;
Αντάλλαγμα για τα παραπάνω ήταν το δικαίωμα ιδιωτικού ιατρείου, το οποίο ήταν η βασική πηγή εσόδων, το βασικό επάγγελμα μ’ άλλα λόγια. Οι συνειδήσεις που διαμορφώνονται σε αυτές τις συνθήκες δεν είναι δύσκολο να κατανοηθούν. Τα ιατρεία είναι σχεδόν πάντα στη γειτονιά του ΙΚΑ που εργάζεται ο κάτοχός τους και με σημαντικότατο ποσοστό κοινής «πελατείας» με αυτήν του ΙΚΑ και αντίστοιχης εξάρτησης από αυτό. Η περίεργη αυτή σχέση εργασίας έχει ουσιαστικά μερικώς ιδιωτικοποιήσει την Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας εδώ και χρόνια, συχνά καταντώντας το ΙΚΑ προθάλαμο των ιδιωτικών ιατρείων. Το σύστημα δούλευε «θαυμάσια». Το «μάρμαρο» το πλήρωναν οι ασφαλισμένοι που αδυνατώντας να εξυπηρετηθούν στο ΙΚΑ κατέφευγαν στα ιδιωτικά ιατρεία. Άρα δεν είναι παράξενο το δικαίωμα ιδιωτικού ιατρείου να ανάγεται αυτονόητα σε μέγα επίδικο και αυτό δεν έχει να κάνει με την ηθική των γιατρών. Το θέμα είναι οι θεσμοί που προάγουν συγκεκριμένες συμπεριφορές και συνειδήσεις.
Εύλογα ερωτήματα
Μπροστά στην κατάθεση του νομοσχεδίου οι γιατροί απεργούν για 9 βδομάδες (και έπεται συνέχεια), βάζοντας ως κύριο αίτημα τις εργασιακές τους σχέσεις, το «μεγάλο επίδικο». Λόγω της εγγενούς «παθολογίας» των εργασιακών σχέσεων που ισχύουν, η απεργία αυτή καθεαυτή είναι χωρίς μεγάλο κόστος για τους ίδιους. Οι ασφαλισμένοι που βρίσκουν κλειστό τον ΕΟΠΥΥ προσφεύγουν (τουλάχιστον όσοι μπορούν ακόμα οικονομικά) στα ιδιωτικά τους ιατρεία. Παράλληλα, τα νοσοκομεία έχουν φρακάρει, επωμιζόμενα μέρος του βάρους της ανύπαρκτης Πρωτοβάθμιας. Για να δούμε, μάλιστα, το σύνολο του κοινωνικού κόστους, στη διάρκεια της απεργίας, εκτός από τα ιατρεία του ΕΟΠΥΥ, δεν δουλεύουν και οι Επιτροπές Αναπηρίας των ΚΕΠΑ. Δηλαδή, οι συντάξεις και τα επιδόματα των αναπήρων που έχουν λήξει δεν ανανεώνονται.
Αναρωτιέται κανείς με τέτοιο κοινωνικό κόστος πώς και δεν κρίθηκε ακόμα η απεργία καταχρηστική; Πώς και η «ευαίσθητη» απέναντι σε τέτοια θέματα κυβέρνηση δεν ενήργησε τα δέοντα; Γιατί αναβάλλεται από βδομάδα σε βδομάδα η κατάθεση του νομοσχεδίου;
Αν ο υπουργός είχε σκοπό να υποδιπλασιάσει την δημόσια Πρωτοβάθμια Υγεία και να ιδιωτικοποιήσει την υπόλοιπη, τότε, για την ώρα, έχει καταφέρει κάτι ευνοϊκότερο γι’ αυτόν: Την έχει καταργήσει πλήρως και κανείς δεν ξέρει πόσο θα κρατήσει αυτή η αναβολή. Όταν θα κλείσει τελείως τα υποκαταστήματα του ΕΟΠΥΥ για ένα μήνα, όπως προβλέπει το νομοσχέδιο (και είναι βέβαια άγνωστο πόσα απ’ αυτά θα ξανανοίξουν) θα έχει το επιχείρημα ότι οι γιατροί τα έκλεισαν για 2-3 μήνες…
Αναζητώντας τη λύση
Από τη μέχρι τώρα παγκόσμια εμπειρία φαίνεται ότι η δημόσια Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας και η πρόληψη είναι ο οικονομικά και υγειονομικά αποτελεσματικότερος τρόπος για να αντιμετωπιστεί η ανθρωπιστική κρίση στον τομέα της Υγείας και συγχρόνως να απαλλαγούν τα νοσοκομεία από τον τεράστιο όγκο Πρωτοβάθμιας Περίθαλψης που αναγκάζονται -και με μεγάλο κόστος- να εξυπηρετούν χωρίς να είναι ο ρόλος τους.
Σήμερα υπάρχει τεράστια διαφυγή δημόσιων πόρων στον ιδιωτικό τομέα απ’ όπου μπορεί να γίνει σημαντική εξοικονόμηση. Το μισθολογικό κόστος των γιατρών εντός των δημόσιων δομών είναι μικρό ποσοστό της συνολικής δαπάνης, είναι εφικτό με άλλα λόγια να αμείβονται αξιοπρεπώς. Για να δουλέψει αποτελεσματικά η δημόσια Πρωτοβάθμια δεν έχει ανάγκη μόνο τους υπάρχοντες γιατρούς αλλά ακόμα περισσότερους. Άρα, πολιτική βούληση χρειάζεται και τίποτα άλλο.
Και ο μόνος που μπορεί να επιβάλλει κάτι τέτοιο είναι ο πολύς κόσμος, οι ασφαλισμένοι και ανασφάλιστοι που αισθάνονται ότι χτυπιούνται απ’ όλες τις πλευρές. Κάθε πρόταση θα πρέπει απευθύνεται πρώτα σ’ αυτούς και να απαντάει στο βασικό πρόβλημα. Και είναι ένα ερώτημα αν αυτή η απεργία των γιατρών, είτε ως μορφή είτε ως περιεχόμενο, μπορεί να αποτελέσει πόλο για ένα τέτοιο κίνημα.
Τ.Τ.