Πώς η κυβέρνηση διατήρησε τον πολιτικό έλεγχο. Του Δημήτρη Υφαντή

Στο (μακρινό) απόηχο της πολιτικής κρίσης που πυροδότησε η υπόθεση Μπαλτάκου, στο κυριαρχικό όμως φόντο της πολυδιαφημισμένης «εξόδου στις αγορές» και βέβαια της επιτόπου επίσκεψης της καγκελαρίου, οι Σαμαράς και Βενιζέλος δεν μπόρεσαν να συγκρατήσουν την πηγαία χαρά τους. Όμως, την πάστα του πολιτικού κατεστημένου που ενσαρκώνει η δυαρχία τους, όπως και τον πυρήνα του δεσμευτικού συμβολαίου που εκτελούν κατά γράμμα, προδίδει η αυθόρμητη ομολογία πίστης στην οποία, λες με μία φωνή, συνέπεσαν.
Α. Σαμαράς: «Τώρα η εμπιστοσύνη στην πατρίδα μας επισφραγίστηκε από τον πιο αντικειμενικό κριτή: τις ίδιες τις αγορές». Ευ. Βενιζέλος: «Οι αγορές είναι πιο έξυπνες και πιο γρήγορες από ό,τι οι πολιτικές συζητήσεις και ο θεσμικός διάλογος». Δεν αφήνουν σκιές. Αλλά, επί του παρόντος, δεν αισθάνονται ούτε και μείζον πρόβλημα για την κυβερνητική σταθερότητα. Αυτό ακριβώς, παρά τον καταιγισμό δημοσκοπήσεων που αποδίδουν οριακό ή διευρυμένο προβάδισμα του ΣΥΡΙΖΑ, είναι ή θα έπρεπε να είναι το μείζον, το ουσιαστικό πρόβλημα, ασφαλώς από την ανάποδη ερμηνευμένο.
Επιβεβαιώνεται και πάλι, πως στην εμπεδωμένη καθεστωτική φάση των μνημονίων έχει τροποποιηθεί η αποτύπωση των πολιτικών και ιδεολογικών αξόνων της αντιπαράθεσης. Είναι ζητούμενο σήμερα το αν και πώς νοηματοδοτείται το δίπολο Δεξιάς και Αριστεράς. Επιπλέον, μεταξύ κυβέρνησης Σαμαρά και Βενιζέλου από τη μια και αξιωματικής αντιπολίτευσης του ΣΥΡΙΖΑ από την άλλη, μάλλον δεν λειτουργεί ένα ισοζύγιο απωλειών και εισροών. Η φθορά του ενός πόλου δεν διοχετεύεται ως κεφαλαιοποίηση για τον αντίπαλο. Επαληθεύεται επίσης, πως το κυβερνητικό κέντρο, ακόμη κι όταν βρίσκεται (όπως συνέβη πρόσφατα) στο χείλος του γκρεμού, όσο παραμένει αγκιστρωμένο στην κρατική μηχανή, διατηρεί μια σχετική ευχέρεια πρωτοβουλιών, διαμορφώνοντας το στίγμα της συγκυρίας. Έχει αναλυθεί και το επικοινωνιακό ισοδύναμο και το βαρύ τίμημα που σηματοδοτεί η «δοκιμαστική» -κατά Σαμαρά- επιστροφή στις αγορές. Όμως, ως ουσιώδης και καθοριστική προϋπόθεση αξιολογείται, άραγε, η εξασφάλιση του πολιτικού ελέγχου;
Η κυβέρνηση δείχνει προσωρινά να επιβιώνει από το (πολιτογραφημένο πλέον ως) «ατύχημα» Μπαλτάκου. Ο απολογισμός δεν μετράται με κριτήριο τις φθορές, γιατί Σαμαράς και Βενιζέλος αντιμετώπισαν και υπερκέρασαν, για την ώρα, το ενδεχόμενο μιας κλιμακούμενης κρίσης με ορατό τον κίνδυνο της πτώσης. Υπό αυτό το πρίσμα, μπροστά σε αυτό το φάσμα της απειλής, εξηγείται η άμεση επιστράτευση των «κεντροαριστερών» αντίβαρων και των διορθωτικών εναλλακτικών, από πλευρές του πολιτικού και οικονομικού κατεστημένου. Ωστόσο, σύντομα επιβεβαιώθηκε πως η ισχνή λαϊκή ενεργοποίηση που αντανακλάται στην άνευρη δυναμική της πολιτικής ανατροπής που συγκεντρώνει ο ΣΥΡΙΖΑ, παίζει καταλυτικό ρόλο. Εννοείται αρνητικά.
Έτσι, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ υποχρεώνεται σε μονοπώλιο ανάληψης κεντρικών πρωτοβουλιών, κυρίως στο κοινοβουλευτικό πεδίο. Μομφή στην κυβέρνηση, Εξεταστική για τα υποβρύχια κατά Βενιζέλου, μομφή κατά Στουρνάρα, πρόκληση για συζήτηση σε επίπεδο αρχηγών για την περίπτωση Μπαλτάκου, κατά κανόνα εύστοχες επιλογές που επέφεραν πλήγματα στην κυβερνητική πλειοψηφία, αλλά επαναλαμβάνονται ατελέσφορες ως προς την κύρια στόχευσή τους.
Έγινε σαφές ήδη από τα δημοσιεύματα των περασμένων κυριακάτικων φύλων στα καθεστωτικά εκδοτικά συγκροτήματα, η στήριξη ως μόνης «υπαρκτής» λύσης του δίδυμου Σαμαρά και Βενιζέλου, «ποτίζοντας» ταυτόχρονα συγγενικές αυλές κι ίσως σπρώχνοντας σε αναγκαίες κεντρώες μεταμφιέσεις (ενδεικτική η απόσυρση, κακήν-κακώς, του Φαήλου Κρανιδιώτη). Προκύπτει, επίσης, μέσω επαγγελιών διεθνών κεφαλαιακών ροών προς τα ντόπια επιχειρηματικά και τραπεζικά συμφέροντα, πως στις «ανοιχτές αγορές» επενδύονται εντελώς συγκεκριμένες προσδοκίες περί του «εθνικού συμφέροντος», της «πολιτικής σταθερότητας», της «κανονικής χώρας» κι όλης της συναφούς -με το αζημίωτο- εθνικοφροσύνης.
Αστάθμητος παράγοντας η βομβιστική επίθεση παραμονές της επίσκεψης Μέρκελ, έστω κι αν καταγράφηκε στην επικαιρότητα μάλλον ως… κροτίδα. Παραμένει ωστόσο σαν υπόμνηση της δύναμης πυρός των διχαστικών και τρομολαγνικών τυχοδιωκτισμών, στους οποίους έχουν διαπρέψει και οι κυβερνητικοί και οι επικοινωνιακοί σπόνσορες, όποτε το έκριναν απαραίτητο.
Συμπέρασμα: Αν οι «αγορές», κατά το δόγμα Σαμαρά, είναι ο μόνος αντικειμενικός κριτής, τότε μοιάζει να έχουν συνυπολογίσει με το δικό «τους» μέτρο ζυγίσματος, το ρίσκο της πολιτικής αβεβαιότητας στη χώρα. Σε τέτοιο βαθμό, ωστόσο, που δεν μπορεί να επιβεβαιώσει ριζική και θεμελιώδη πολιτική αλλαγή. Τον Σεπτέμβρη του 2011, λίγο πριν καταρρεύσει η κυβέρνηση Παπανδρέου ο και τότε αντιπρόεδρος (έπειτα από τον περιπετειώδη ανασχηματισμό εν μέσω του ξεσηκωμού των πλατειών) Ευ. Βενιζέλος, είχε δηλώσει τα εξής: «Δεν υπάρχει καμία αμφισβήτηση της κυβέρνησης. Ξέρουν οι Ευρωπαίοι και οι άλλοι θεσμικοί μας εταίροι ποιος μπορεί και ποιος δεν μπορεί, ποιος δεσμεύεται, ποιος μπορεί να κάνει τη δουλειά.
Βεβαίως ο ελληνικός λαός είναι αυτός που επιλέγει. Το δράμα της χώρας είναι ότι δεν μπορεί να βρεθεί λύση ούτε δημοκρατικά, ούτε μέσα από εκλογές, η οποία να είναι αξιόπιστη».
Δυόμισι χρόνια μετά, τα σχόλια περιττεύουν. Ζητούνται συμπεράσματα και πρακτικές. Ο Α. Τσίπρας μίλησε για αλλαγή βιβλίου κι όχι σελίδας. Παρακάτω λοιπόν…

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!