Του Βασίλη Νομπιλάκη
Φαντάζομαι ότι δεν είμαι ο μόνος που λίγο αν ξύσει την κρούστα της επιφάνειας, λίγο αν βουτήξει στα «μέσα νερά» του, νιώθει να ξεχειλίζει ηφαιστειώδης η οργή. Κι όλοι ξέρουμε ότι πρόκειται για μια δίκαιη οργή. Τι άλλο θα έπρεπε, εξάλλου, να νιώθει κανείς απέναντι σε όλους αυτούς τους πολιτικάντηδες, επιχειρηματίες και «δημοσιογράφους» που είτε από ιδιοτέλεια είτε από ανικανότητα μετατρέπουν τις ζωές μας και την κοινωνία που μας έλαχε να ζούμε σε ζούγκλα; Τι θα έπρεπε να νιώθουμε απέναντι στους αυτόκλητους «σωτήρες» μας που έρχονται -ως αναγεννημένοι «μεταρρυθμιστές»- να αποτελειώσουν ό,τι είχε απομείνει όρθιο εκεί που οι ίδιοι αλώνιζαν επί σειρά ετών διαφθείροντας, χειραγωγώντας, ελέγχοντας, λεηλατώντας, απαξιώνοντας;
Η οργή αυτή είναι, όπως είπαμε, δίκαιη: Κουβαλάει πόνο και αποτροπιασμό, βαθιά συναίσθηση της αδικίας. Το μεγάλο ερώτημα, ωστόσο, παραμένει σε τι μπορεί να μετασχηματιστεί. Πώς μπορεί να τη διαχειριστεί κανείς; Εν ολίγοις, τι μπορεί να συμβεί μετά τις μούντζες και τα συνθήματα στις πλατείες του 2011; Τρία σενάρια.
Το πρώτο είναι εκείνο της ανάθεσης. Ο οργισμένος «αναθέτει» τη δική του ανημπόρια σε κάποιους υποτιθέμενους τιμωρούς που θα έρθουν «να καθαρίσουν τον τόπο». Ή την «επενδύει» σε κάποιο (οποιοδήποτε) κόμμα που θα επιλύσει, υποτίθεται, τα προβλήματά του. Πολύ φοβάμαι ότι αυτό συμβαίνει σε ένα βαθμό και με τον ΣΥΡΙΖΑ, καθώς είναι ξεκάθαρο πλέον ότι μικρό μονάχα μέρος όσων τον ψήφισαν στις τελευταίες εκλογές απέκτησε στην πορεία ουσιαστική, ενεργητική σχέση μαζί του. Η σκέψη των περισσότερων φαίνεται περιορισμένη σε μια παθητική κι απελπισμένη αντίληψη του τύπου: «Ας κυβερνήσει κι ο ΣΥΡΙΖΑ να δούμε μπας κι αλλάξει τίποτα». Ώς εκεί…
Στο δεύτερο σενάριο η οργή μετατρέπεται σε μνησικακία και οριστική απόσυρση από το πεδίο της πολιτικής. Καθώς όλοι είναι «πουλημένοι, διεφθαρμένοι και άχρηστοι», το μόνο που έχει να περιμένει κανείς από δαύτους είναι καινούρια δεινά. Σκέψου: Τα μέτρα διαδέχονται νέα μέτρα, ακόμα πιο άδικα και εξωφρενικά, τους φόρους νέοι φόροι, την αδυναμία να ανταπεξέλθει ο εκμηδενισμός. Κι αν δεν έχουμε να κάνουμε με κανονικό, «υλικό» εκμηδενισμό, τότε σίγουρα με ψυχικό. Οι άνθρωποι που βλέπουν έτσι τα πράγματα οδηγούνται στο τέλος στην κατάρρευση, γίνονται άβουλοι και -το χειρότερο- έτοιμοι να σκύψουν το κεφάλι σε οποιαδήποτε εξουσία. Ίσως μάλιστα όσο πιο αυταρχική κι ολοκληρωτική, τόσο το καλύτερο. «Είδαμε πού μας οδήγησε κι η δημοκρατία…».
Το τρίτο και τελευταίο σενάριο (πέρα βεβαίως από εκείνο της μετανάστευσης, ήτοι της «απόδρασης» από το σκότος της Ελλάδας για τις -ακόμη- «ηλιόλουστες» χώρες της Δύσης) είναι και το πιο δύσκολο. Το πιο απίθανο. Σύμφωνα με αυτό η οργή μετουσιώνεται σε σκέψη, συνείδηση και δράση. Εδώ κλείνει κανείς τα αφτιά σε όλες τις σειρήνες, ανοίγει καλά τα μάτια του και μαθαίνει να ζυγίζει ξανά: τι αξίζει, τι είναι για πέταμα. Τι χρειάζομαι, πραγματικά, τι μου είναι περιττό. Όχι πλέον στη βάση του αλλοτινού «καταναλωτισμού» ή μιας μίζερης ατομικής επιβίωσης, αλλά με γνώμονα μια ζωή πλήρη που θα βιώνεται στην ολότητά της.
Ο άνθρωπος αυτός είναι και ο μόνος που αξίζει τον τίτλο του «πολίτη». Ο μόνος που μπορεί να αποτελέσει το θεμέλιο μιας κοινωνίας πιο δίκαιης, αλληλέγγυας και στοχαστικής, δηλαδή πιο ανθρώπινης.