Συνέντευξη στην Ιφιγένεια Καλαντζή
Την τηλεοπτική αισθητική βάζει στο στόχαστρο η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της Ελίνας Ψύκου, με τίτλο Η αιώνια επιστροφή του Αντώνη Παρασκευά. Πρόκειται για την τραγική ιστορία ενός τηλεαστέρα των πρωινάδικων, με τον εξαιρετικό Χρήστο Στέργιογλου στο ρόλο, που σκηνοθετεί τη μυστηριώδη απαγωγή του, σίγουρος ότι θα παραμείνει πρώτη είδηση, μέχρι την ηρωική επανεμφάνισή του… Πολύ σύντομα, όμως, αστέρι στη θέση του γίνεται ένας νεότερος συμπαρουσιαστής του, χωρίς κανείς να νοιάζεται για την εξαφάνισή του. Κλονισμένος ο ήρωας, αρχίζει μέρα με τη μέρα να κατακλύζεται από μια υπαρξιακή απόγνωση, που τον ωθεί σε μια τελευταία, λυτρωτική απόδραση…
Ταινία δομημένη γύρω απ’ τον πρωταγωνιστικό χαρακτήρα, που ξεκινάει ως σάτιρα και καταλήγει σε υπαρξιακό ψυχόδραμα. Με μια κινηματογραφική φόρμα που αναδεικνύει το κιτς και ποπ στοιχείο του ’80, ως κυρίαρχη νοσταλγική αναφορά, η Ψύκου προχωρά παραπέρα, στιγματίζοντας όλη τη διαδρομή που μας οδήγησε στο σημερινό κοινωνικό τέλμα.
Στη συνάντηση που είχαμε, η Ελίνα έδωσε τη δική της διάσταση στην ανάλυση της πρωτότυπης και με χιουμοριστικές εκφάνσεις δυνατής ταινίας της.
Πώς προέκυψε το θέμα;
Εμπνεύστηκα το σενάριο όταν έμαθα το 2009, ότι ένας Βραζιλιάνος τηλεπαρουσιαστής έστηνε δολοφονίες, προκειμένου να ανεβάσει την τηλεθέαση. Πάντα με γοήτευε η σκοτεινή πλευρά των διάσημων και το πώς διαχειρίζονται την εικόνα τους.
Η ταινία ξεκινά σαν παρωδία και καταλήγει σε ένα υπαρξιακό ψυχόδραμα. Γιατί επέλεξες αυτή την εξέλιξη που ακολουθείς και σκηνοθετικά;
Ήθελα να αναδείξω την υπαρξιακή πλευρά των διασημοτήτων. Ο πρωταγωνιστής αδυνατεί να διαχειριστεί αυτό που του συμβαίνει και η ταινία μεταλλάσσεται από μαύρη κωμωδία σε ψυχολογικό-υπαρξιακό θρίλερ. Δίπλα στον οικείο, χαμογελαστό κλόουν, συνυπάρχει η ανθρώπινη πλευρά με κάτι πιο σκοτεινό, πιο πολύπλοκο. Από τη στιγμή που αλλάζει ο χαρακτήρας και το μυαλό του πάει στην αντίπερα όχθη, θα αλλάξει και το σκηνοθετικό ύφος, σαν να υπάρχουν δύο διαφορετικές ταινίες. Ήταν συνειδητή απόφαση, ακολουθώ την ψυχική αλλαγή δημιουργώντας εκτός από σεναριακή και μια σκηνοθετική ανατροπή.
Ανάμεσα στα τηλεοπτικά στιγμιότυπα της καριέρας του πρωταγωνιστή -καλλιστεία, φιέστες και τελετές αποκαλυπτηρίων, χουντικής αισθητικής- παρεμβάλλεις και μερικές κρίσιμες στιγμές, όπως την εμφάνιση της ιδιωτικής τηλεόρασης και το πέρασμα από τη δραχμή στο ευρώ. Τι επιδιώκεις να θίξεις;
Η επιρροή της τηλεόρασης, από τον τρόπο που ψωνίζουμε μέχρι το πώς σκεφτόμαστε και ψηφίζουμε, αποτελεί μοτίβο που με απασχολεί ήδη απ’ τις μικρού μήκους ταινίες μου. Κάνω μια μικρή αναδρομή στην Ελλάδα της τελευταίας τριακονταετίας, μέσα από τους τηλεοπτικούς «σταθμούς», πάντα όμως με χιουμοριστική διάθεση, αποφεύγοντας ηθικό δίδαγμα και σοβαροφάνεια. Δεν αναφέρω τυχαία την απαρχή της ιδιωτικής τηλεόρασης και τη Γιουροβίζιον, ό,τι δηλαδή μας έχει στιγματίσει διαμορφώνοντας το λεγόμενο λάιφ στάιλ, με όλο αυτό το ξόδεμα ενέργειας, που απασχόλησε το χρόνο και το μυαλό μας, ώστε να μας διαφεύγουν τα ουσιώδη. Ανάμεσα σ’ αυτό το ποπ μύθευμα, γίνονται αναφορές στο Μακεδονικό και στους Ολυμπιακούς, που θεωρώ πως μας έχουν φέρει στο σημερινό σημείο. Όσο για τα αποκαλυπτήρια, παντού στις πλατείες, υπάρχουν προτομές ηρώων που θέλουμε να τιμήσουμε. Σημερινοί ήρωες, όμως, είναι οι τηλεαστέρες.
Σήμερα, βάλλεται γενικότερα ο κοινωνικός ιστός. Γιατί περιορίζεσαι σε μια μεμονωμένη περίπτωση ψυχολογικής εσωστρέφειας;
Ως σκηνοθέτις, διαχειρίζομαι καλύτερα έναν χαρακτήρα, ώστε μέσα από αυτόν να μιλήσω για ένα ευρύτερο κοινωνικό σύνολο. Το ανάποδο με δρομολογεί σε έναν τρόπο αυστηρό και στρατευμένο, που δεν μου ταιριάζει.
Γιατί επέλεξες να κινηματογραφήσεις μετωπικά τον Στέργιογλου, ως άλλο Μπάστερ Κίτον, με αγέλαστη όψη;
Με τον Στέργιογλου, που τον θεωρώ εξαιρετικό ηθοποιό, είχαμε ισότιμη και άψογη συνεργασία, γιατί εμπιστεύεται τους νέους. Δυο μήνες πριν αρχίσουμε τα γυρίσματα, βρισκόμασταν τακτικά και μιλάγαμε για το σενάριο και τον χαρακτήρα. Δεν ήθελα να παίζει αυτό που του συμβαίνει, αλλά να συνεπάρει το θεατή, ώστε να τον ανακαλύψει σταδιακά. Η αγέλαστη φιγούρα, θυμίζει μάσκα, όπως φαίνονται οι διασημότητες. Η επιλογή της μετωπικής κινηματογράφησης σχετίζεται με την καταγραφή του προσώπου, γιατί ελαχιστοποιεί την παρεμβολή της επιλογής του σκηνοθέτη στη γωνία λήψης.
Το κιτς και ποπ στοιχείο του ’80 αποτελεί νοσταλγία της αισθητικής της παιδικής σου ηλικίας; Σχετίζεται με το γεγονός ότι η συγκεκριμένη εποχή συμπίπτει με τη διακυβέρνηση ΠΑΣΟΚ;
Η δεκαετία του ’80 είναι πράγματι η εποχή της παιδικής μου ηλικίας. Βρίσκω ενδιαφέρον το πώς οι παιδικές μνήμες χαράζονται μέσα μας και πώς κανείς επανέρχεται σ’ αυτές. Ο Αντώνης Παρασκευάς είναι παιδί του ΠΑΣΟΚ, ανδρώθηκε το ’80, ξεκίνησε από την ΕΡΤ, το ’89 είπε το πρώτο δελτίο στην ιδιωτική τηλεόραση και το ’90 έγινε ήρωας.
Πώς προέκυψαν το καραόκε, η ντίσκο, ο Χούλιο Ιγκλέσιας και η συνεργασία σου με τους Felizol;
Οι Felizol, ο Γιάννης Βεσλεμές και ο Αλέξανδρος Βούλγαρης, μουσικοί και σκηνοθέτες και οι δύο, είναι φίλοι μου. Αποφεύγω να υπογραμμίζω συναισθήματα με μουσικές φράσεις. Οι Felizol έφτιαξαν κάτι μεταξύ ήχων και μουσικής, ενώ διασκεύασαν και δύο τραγούδια που ταιριάζουν στην ψυχολογία του ήρωα, του Δήμου Μούτση και του Χούλιο Ιγκλέσιας, στην πετυχημένη σκηνή που λειτουργεί ως βιντεοκλίπ. Στο τραγούδι του Μούτση γίνεται μια ανορθόδοξη τζαζ διασκευή, που χρησιμοποιείται στο ονειρικό μονοπλάνο. Το ντίσκο I will survive το διάλεξα ακριβώς γι’ αυτό που λέει. Όσο για το καραόκε είναι ο «κιτς» τρόπος διασκέδασης αυτών των ξενοδοχείων. Το κιτς, εκτός από τέχνη, αποτελεί στοιχείο της παιδικής μου μνήμης. Οι σημερινοί τριανταπεντάρηδες έχουμε εξοικείωση με το κιτς.
Πράγματι, αντίστοιχη αισθητική συναντάμε σε αρκετούς σκηνοθέτες αυτής της γενιάς. Πρόκειται για ευρύτερο ρεύμα στο ελληνικό σινεμά;
Δεν θεωρώ πως υπάρχει συγκεκριμένο ρεύμα, καθένας λειτουργεί με τον τρόπο του. Αυτή τη στιγμή, το ελληνικό σινεμά πάει καλά και βραβεύεται σε διεθνή φεστιβάλ. Μέσα σ’ αυτό το ευρύτερο ρεύμα, βρίσκεις διάφορες τάσεις, όμως δεν υπάρχει συγκεκριμένο πρωτόκολλο, όπως στο Δανέζικο Δόγμα ’90. Οι κοινές αισθητικές αναφορές σχετίζονται με την ηλικιακή και όχι με την κινηματογραφική γενιά.
Η σκηνή που ξυρίζεται ο ήρωας, μου θύμισε Ταξιτζή, ακόμα μοιάζει να έχεις δημιουργήσει τον δικό σου «Μελισσοκόμο», ειδικά με την περιπλάνηση στην ελληνική επαρχία… Ποιες είναι οι αναφορές σου;
Σίγουρα κουβαλάμε μέσα μας τις ταινίες που έχουμε αγαπήσει, άρα αρκετές αναφορές είναι ασυνείδητες. Ασφαλώς, το άδειο ξενοδοχείο παραπέμπει στη Λάμψη του Κιούμπρικ. Έχω, επίσης, εμπνευστεί από τα μετωπικά πλάνα του Ούλριχ Ζάιντλ που χρησιμοποιεί ποπ τραγούδια και σκηνές χορού.
Όσο για την επαρχία, ο ανοιχτός ορίζοντας δίνει προοπτική ελευθερίας, για να βρει ο ήρωας τον χαμένο του εαυτό, ταυτόχρονα, όμως, η παρακμή που επικρατεί, περιορίζει σε μια άλλου τύπου απομόνωση. Ο Αγγελόπουλος, απ’ τους πιο σημαντικούς σκηνοθέτες, έχει καταφέρει κάτι μοναδικό. Φυσικά δεν συγκρίνομαι μαζί του. Ωστόσο μ’ έχει επηρεάσει σ’ ένα πιο υπαρξιακό επίπεδο σκέψης. Η εποχή επηρεάζει σκηνοθετικά και αισθητικά τον τρόπο που κάνουμε σινεμά.
Η ταινία σου, με επίκεντρο την τηλεόραση, πρωτοπροβλήθηκε στην περυσινή Μπερλινάλε και αμέσως μετά, το καλοκαίρι, αποφασίστηκε το κλείσιμο της ΕΡΤ. Πώς το σχολιάζεις;
Το κλείσιμο της ΕΡΤ μας σόκαρε όλους. Η προβολή της ταινίας στο Φεστιβάλ του Κάρλοβυ Βάρυ, μερικές μέρες μετά, προκάλεσε αντίστοιχες ερωτήσεις.
Το θέμα ΕΡΤ είναι ένας ακόμη κρίκος στην αλυσίδα της κρίσης, η οποία είναι πρωτίστως, κοινωνική και ιδεολογική. Δεν έχει απαντηθεί το ερώτημα σε τι εξυπηρέτησε το κλείσιμό της, όταν τόσους μήνες μετά, προσπαθούμε ακόμα να δούμε τι θα τη διαδεχτεί.