Το ζοφερό μέλλον μέσα από τον κινηματογραφικό φακό του Τέρι Γκίλιαμ.
Της Ιφιγένειας Καλαντζή*
Πολιτογραφημένος Άγγλος, αφότου μπλέχτηκε με τους θρυλικούς Μόντι Πάιθον, ο γεννημένος στην Μινεσότα Τέρι Γκίλιαμ, ήταν αρχικά καρτουνίστας.
Στη νέα του μελλοντολογική ταινία Το Μηδενικό θεώρημα, ο 73χρονος Γκίλιαμ επεκτείνει με εμπνευσμένο εικαστικό τρόπο τους υπαρξιακούς προβληματισμούς του για το μέλλον της ανθρωπότητας, σε σχέση με την κυριαρχία της τεχνολογίας.
Ο μοναχικός μεσήλικας Κόεν (Κρίστοφερ Βαλτς), μαυροντυμένος, με ξυρισμένο κρανίο, ως άλλος Νοσφεράτου, μένει σε ένα μισογκρεμισμένο παρεκκλήσι, σε πλήρη ακαταστασία, ανάμεσα σε στοίβες βιβλία. Κολλημένος στον υπολογιστή, επιχειρεί να λύσει το περίφημο θεώρημα μηδέν, μια μαθηματική παραδοξότητα σε ένα νοητό σύμπαν, όπου είναι σχεδόν αδύνατο να ταιριάξει το σωστό πακέτο δεδομένων στη σωστή θέση, δίχως να καταρρεύσει το όλο οικοδόμημα, ενώ περιμένει εναγωνίως ένα τηλεφώνημα που θα του αποκαλύψει το νόημα της ζωής. Κυριευμένος απ’ αυτή την εμμονή και εξαντλημένος απ’ τους εφιάλτες, κλείνεται στον εαυτό του, γεμάτος φοβίες για τον έξω κόσμο. Σ’ ένα πάρτι μεταμφιεσμένων, γνωρίζεται με την όμορφη Μπέινσλι (Μελανί Τιερί) που τον φλερτάρει και του προσφέρει ένα ειδικό καλωδιωμένο κουστούμι για εικονικό σεξ, αποκαλύπτοντάς του πως είναι διαδικτυακή πόρνη. Όταν η Μπέινσλι τού προτείνει να αποδράσουν, ο Κόεν δεν το αποτολμά. Σύντομα όμως θα καταρρεύσει, όταν αρρωστήσει ο νεαρός βοηθός του.
Ο σχολιασμός της φυγής στην εικονική πραγματικότητα, με συνέπεια το ανέφικτο του έρωτα και το φόβο της παράνοιας, διατρέχει όλο το έργο του Γκίλιαμ. Σε μια κοσμολογική διάσταση, οι εικόνες πλανητών με μια Μαύρη Τρύπα, που ρουφάει σε στροφοδίνη το σύμπαν, επανέρχονται στα εφιαλτικά όνειρα του πρωταγωνιστή, υποδηλώνοντας την προοπτική ενός δυστοπικού μέλλοντος, που εξαπλώνεται απειλητικά και στις αναπτυγμένες κοινωνίες.
Η εικονική αμμουδιά όπου προσκαλεί η Μπέινσλι τον Κόεν για το ερωτικό τους παιχνίδι, ανακαλεί μοιραία στη μνήμη την παραλία, όπου οι Μπάρτ Λάνκαστερ και Ντέμπορα Κερ έδωσαν ένα απ’ τα πιο θρυλικά φιλιά της ιστορίας του κινηματογράφου, στο Όσο υπάρχουν άνθρωποι (1953) του Φρεντ Τσίνεμαν.
Ο σαρκαστικός Γκίλιαμ, όμως, δεν καμουφλάρει την ψευδαίσθηση: ηλιοβασίλεμα με έναν ήλιο που δεν δύει, ειδυλλιακό τοπίο σαν από φτηνή καρτ ποστάλ, ενώ σε εικονικό πάντα περιβάλλον, οι φτωχοί μπορούν να φάνε αστακό και οι μεσήλικες να ξανανιώσουν.
Οι ασπρόμαυρες λήψεις που σηματοδοτούν την ύπαρξη κλειστού κυκλώματος τηλεόρασης, επιβεβαιώνουν την παρακολούθηση του ήρωα, με αποκορύφωμα μια κάμερα πάνω στο άγαλμα του Εσταυρωμένου, αντί κεφαλής, όπως και η εμφάνιση ενός τεράστιου στόματος με κατακόκκινα βαμμένα χείλια, αλά Νταλί, που φωνάζει διαφημίζοντας προσφορές. Η αίσθηση μοντέρνας μεγαλούπολης, με λοξούς άξονες λεωφόρων καθ’ ύψος, σε διαφορετικά επίπεδα, είναι εμπνευσμένη απ’ το φουτουριστικό Μετρόπολις (1927) του Φριτς Λανγκ, αριστουργηματικό δείγμα γερμανικού εξπρεσιονισμού.
Η χαρακτηριστική αισθητική, μεσαιωνικής έμπνευσης, του Γκίλιαμ συνυπάρχει με τα φουτουριστικά στοιχεία της εποχής που περιγράφει. Στο γεμάτο μανουάλια και αναμμένα κεριά παλιό παρεκκλήσι, οι παλιές τοιχογραφίες και τα πολύχρωμα βιτρό, που φιλτράρουν το φως, διαχέουν μια γκόθικ ατμόσφαιρα στους αναμμένους υπολογιστές με τα χρωματιστά πλαίσια. Στο εργασιακό περιβάλλον, ο κεντρικός υπέρ-υπολογιστής, ένα μηχανολογικό τερατούργημα στο κέντρο μιας στρογγυλής αίθουσας, περιβάλλεται από χοντρά καλώδια, σαν τα πλοκάμια λερναίας ύδρας. Το αδιόρατο αφεντικό κινείται ως χαμαιλέοντας, με κουστούμι σε ύφασμα και χρώμα αντίστοιχο με το φόντο που τον περιβάλλει. Η εξαιρετική κινηματογράφηση με ευρυγώνιους φακούς δημιουργεί παραμορφώσεις στο χώρο, ενώ οι εξεζητημένες γωνίες λήψης και τα πλάνα σε λοξούς άξονες, ακόμα μια επιρροή του γερμανικού εξπρεσιονισμού, αφήνουν μια εφιαλτική αίσθηση. Τα γεμάτα λεπτομέρειες πλάνα συνθέτουν μια σκηνοθετική άποψη επηρεασμένη από τη διάταξη χαρακτηριστικών αντικειμένων στους αναγεννησιακούς πίνακες.
Στο Μπραζίλ (1985), ως μοτίβο διαφυγής απ’ τον εφιαλτικό κόσμο του μέλλοντος επιλέχτηκε το ομώνυμο χαρούμενο τραγούδι, ενώ στο Μηδενικό Θεώρημα, ως υπόκρουση στο ερωτικό σάιτ της Μπέινσλι, χρησιμοποιείται ένα πιο θλιμμένο, επίσης γνωστό τραγούδι, το Creep» των Radiohead, σε μια τζαζ διασκευή από την Κάρεν Σούζα. Παρά την πολύχρωμη «καραμελένια» αίσθηση, ο Τέρι Γκίλιαμ περιγράφει ένα ζοφερό μέλλον με την εμπορευματοποίηση των ανθρώπινων επαφών, μέσω της κοινωνικής δικτύωσης, και τον άνθρωπο εγκλωβισμένο στην υπαρξιακή μοναξιά του, να παραδίνεται ανήμπορος στην εικονική πραγματικότητα.
* Η Ιφιγένεια Καλαντζή
είναι θεωρητικός / κριτικός κινηματογράφου