του Σταύρου Σταυρίδη*

 

«Γινόμαστε μάρτυρες [της] … αναβίωσης μιας παγκόσμιας πολεοδομίας της περίκλεισης» (Jeffrey et.al. 2012: 1252-3). Σε τούτη τη διάγνωση δύο σημαντικές διαπιστώσεις κατατίθενται: Πρώτα, ότι πρόκειται για την παγκόσμια εξάπλωση ενός μοντέλου οργάνωσης του αστικού περιβάλλοντος που στηρίζεται στην περίκλειση και έπειτα ότι κάτι τέτοιο συνιστά μια αναβίωση, δηλαδή έχει ξανασυμβεί. Ποια, όμως, είναι τούτη η πολεοδομική συνθήκη που θα μπορούσε να ταυτιστεί με τη λογική της περίφραξης; Από τα χρόνια των μεγάλων διεθνών συνεδρίων του μοντέρνου κινήματος στην αρχιτεκτονική και την πολεοδομία, των CIAM, το όνειρο μιας νέας τάξης για την πόλη ήταν στο επίκεντρο ενός ουσιαστικά κοινωνικού οραματισμού. Ίσως στην προοπτική της ζωνοποίησης των λειτουργιών της πόλης (zoning) και στο φαντασιακό του ελέγχου της, μια και οι αντιφάσεις και οι ανταγωνισμοί στο εσωτερικό της ήταν εκρηκτικές, να λανθάνει ήδη η λογική της πολεοδομίας της περίκλεισης. Η ιδέα της χρήσης του σχεδιασμού ως εργαλείου διάκρισης των αστικών λειτουργιών σε συνδυασμό με τη λογική της διαχείρισης της κοινωνικής κρίσης σε συμμαχία με το κράτος και το μεγάλο (τότε βιομηχανικό) κεφάλαιο, ήδη εμπεριείχε την προοπτική της εμπλοκής σε ένα εξορθολογισμό των αστικών κοινωνικών διακρίσεων.

Ο διαχωρισμός των αστικών χρήσεων με ταξικά κριτήρια οδήγησε μεταξύ άλλων και στη λογική των προαστίων της αμερικάνικης πόλης (προαστίων που ήταν τα ασφαλή καταφύγια της μεσαίας και ανώτερης τάξης) όσο και στη λογική των προαστιακών υπνουπόλεων για τους εργάτες στην Ευρώπη. Ένα βήμα μόνο μετά βρίσκεται η οχύρωση αυτών των περιφερειακών γειτονιών με «συμβολικά ή πραγματικά τείχη» που στην πρώτη περίπτωση κρατούν έξω τους ανεπιθύμητους και στη δεύτερη κρατούν μέσα τους δυνάμει ανήσυχους πληθυσμούς.

Η ανάδυση μιας πόλης των θυλάκων είναι αποτέλεσμα και συνθήκη ταυτόχρονα ενός μοντέλου διακυβέρνησης που αντιστοιχεί στον ύστερο καπιταλισμό. Όμως η προοπτική του απόλυτου ελέγχου μέσα από τον εξορθολογισμό και την οργάνωση του χώρου σκόνταψε τόσο στη δυναμική του ίδιου του καθεστώτος όσο και στις πραγματικότητες του κοινωνικού ανταγωνισμού (περιλαμβανομένων και των κοινωνικών αγώνων). Φάνηκε, έτσι, να υπόσχεται περισσότερα η προοπτική του εντοπισμένου ελέγχου σε σαφώς οριοθετημένους θυλάκους αστικών δραστηριοτήτων με ταυτόχρονες δειγματοληπτικές και κατασταλτικές παρεμβάσεις στην υπόλοιπη πόλη.

Οι αστικοί θύλακοι γεννήθηκαν και αναπτύχθηκαν ως κόσμοι κλειστοί και επιτηρούμενοι. Η πολεοδομία της περίκλεισης και κυρίως οι πολιτικές θεσμικής διατύπωσης και προτυποποίησης της περίκλεισης συνήργησαν στην ανάπτυξη τόσο των περίκλειστων γειτονιών όσο και των περίκλειστων αγορών τύπου mall αλλά και των οριοθετημένων θυλάκων αναψυχής (πολιτιστικά κέντρα, στάδια κ.λπ.) ή εργασίας και οικονομικών δραστηριοτήτων (κτίρια εταιριών αλλά και maquiladores).

Για τους «έξω», ο αστικός θύλακος εμφανίζεται ως ένα ιδιότυπο καθεστώς εξαίρεσης. Οι όροι που τίθενται ως προϋποθέσεις εισόδου σε έναν αστικό θύλακο συχνά αντίκεινται σε γενικά δικαιώματα. Στο όνομα της ασφάλειας των κατοίκων ή των μόνιμων ή περιοδικών χρηστών του θυλάκου, οφείλει κανείς να υποστεί ελέγχους και να δεχτεί την άγρυπνη επιτήρηση. Δεν επιτρέπεται να τρως στο σταθμό του μετρό, να μοιράζεις προκηρύξεις σε ένα εμπορικό κέντρο, να είσαι μαύρος και να μπαίνεις σε μια περίκλειστη κοινότητα λευκών, να είσαι ζητιάνος και να μπαίνεις σε ένα κτίριο ελεγχόμενης αναψυχής, να είσαι από τις φαβέλες και να χορεύεις έξω από ένα mall στη Βραζιλία («rolezinho») κ.λπ.

Οι κάτοικοι των ευπόρων προαστίων και των αντίστοιχων κοινοτήτων ελεγχόμενης πρόσβασης επιβεβαιώνουν την ταυτότητά τους καθώς κατοικούν. Το ίδιο το περιβάλλον της κατοίκησής τους εμβληματοποιεί τη διαφορά τους από τους «έξω». Αντίθετα, οι κάτοικοι των περιχαρακωμένων γειτονιών της αστικής δυστυχίας (από τα banlieu ως τις παραγκουπόλεις) φέρουν την ταυτότητά τους ως ένα εντοπισμένο στίγμα διάκρισης από την «κανονική» πόλη.

Η ζωή στους αστικούς θυλάκους εμφανίζεται σαν να διέπεται από κανόνες διαχείρισης μόνο, κανόνες που μεταμφιέζουν την κοινωνική λογική της πειθάρχησης και της κανονικοποίησης σε ουδέτερες τακτικές ρυθμίσεις της κοινωνικής συμβίωσης. Σε πολλές περίκλειστες γειτονιές μάλιστα οι κάτοικοι δεσμεύονται από νομικές συμφωνίες που τους υποβάλλουν κοινούς κώδικες συμπεριφοράς αλλά και την αποδοχή οργάνων λήψης αποφάσεων που είναι τελείως διακριτά από τις θεσπισμένες μορφές τοπικής αυτοδιοίκησης. Μπορούμε να μιλάμε για την ανάπτυξη μορφών «ιδιωτικής διακυβέρνησης» ή για «διακυβέρνηση πέραν του κράτους» (Swyngedow 2009) ή για «ιδιωτικοποιημένα καθεστώτα διακυβέρνησης» (Graham and Marvin 2001). Οι πολιτικές της περίκλεισης οδηγούν έτσι στη διάπλαση πολιτών οι οποίοι υπόκεινται σε εντοπισμένα καθεστώτα διακυβέρνησης καθώς παραιτούνται συγκεκριμένων δικαιωμάτων τους (συναινώντας σε αυτό ή όχι).

Δεν είναι δυνατόν, βέβαια, εδώ να σκιαγραφηθεί μια γενεαλογία των πολιτικών της περίκλεισης που θα εξηγούσε τη μορφή της σημερινής τους αναβίωσης. Ίσως όμως είναι χρήσιμη η αναφορά σε δύο τουλάχιστον προοπτικές ανασύστασης της γενεαλογίας αυτής. Η μια είναι μάλλον ιστορική: τη συνθήκη της πανωλόβλητης πόλης την επικαλέστηκαν με διαφορετικό τρόπο και ο Φουκώ και ο Αγκάμπεν για να αναρωτηθούν για τις μορφές της διακυβέρνησης της πόλης. Ο πρώτος για να βρει το υπόδειγμα μιας εγκατεστημένης στην πόλη εξουσίας που καταγράφει και πειθαρχεί έναν πληθυσμό για να ελέγξει την επιδημία (Foucault 1989) και ο δεύτερος για να περιγράψει, κατ’ αναλογίαν με τη σημερινή, μια πόλη στην οποία οι Αρχές επιλεκτικά επιτηρούν και προστατεύουν τους κρίσιμους θυλάκους της διοίκησης και της κατοικίας των πλουσίων με στόχο ελέγξουν κοινωνικά τη διάδοση μιας εξωτερικής απειλής (Agamben 2001). Και στις δύο αναγνώσεις ο συνδυασμός περίκλεισης και επιτήρησης εμφανίζεται ως ένα κρίσιμο γνώρισμα ενός αναδυόμενου μοντέλου διακυβέρνησης.

Η άλλη είναι ανθρωπολογικής κατεύθυνσης. Σύμφωνα με τον M. Godelier (2001), η πιο ισχυρή και μόνιμη νομιμοποίηση της εξουσίας των λίγων πάνω στους πολλούς είναι ότι οι «κυβερνώντες» εμφανίζονται ως «προστάτες» των υπολοίπων. Αυτή η δέσμευση που παρουσιάζεται ως ανταλλαγή, αυτή η παραίτηση που παρουσιάζεται ως συναίνεση, διαπερνά της μη εξισωτικές κοινωνίες. Αυτή είναι ίσως και η βάση των συμπεριφορών που αντιλαμβάνονται ως «φυσική» τη συνθήκη της πόλης των θυλάκων σε μια κοινωνία της ανασφάλειας, και της εξατομίκευσης των πεπρωμένων. Στην κρίση της σημερινής κοινωνίας οι ισχυροί οχυρώνονται στους δικούς τους θυλάκους, οι παρίες και όσοι σταδιακά προορίζονται να βρεθούν εκτός της κοινωνίας εξορίζονται σε επιτηρούμενους θυλάκους εξαθλίωσης, ενώ οι αστικές δραστηριότητες οργανώνονται όλο και περισσότερο ως κλειστοί, ελεγχόμενης πρόσβασης, κόσμοι. Μέσα όμως στην πόλη των θυλάκων εκκολάπτονται παράλληλα πρακτικές διάρρηξης των επιβεβλημένων αστικών ορίων, πρακτικές διαμόρφωσης πυρήνων αστικής αλληλεγγύης, πρακτικές υποστήριξης των διασταυρώσεων και των συναντήσεων. Απέναντι την πόλη των θυλάκων μια πόλη των ανοικτών περασμάτων; (Stavrides 2010)

 

Αναφορές

Agamben, Giorgio. 2001. Genova e il Nuovo Ordine Mondiale. Il Manifesto, 25 Ιούλη 2001.

Foucault, Michel. 1989. Επιτήρηση και τιμωρία. Η γέννηση της φυλακής. Αθήνα: Εκδόσεις Ράππα.

Graham, Stephen and Marvin, Simon. 2001. Splintering Urbanism: Networked Infrastructures, Technological Mobilities and the Urban Condition. Λονδίνο: Routledge.

Godelier, Maurice. 2011. The Mental and the Material. Λονδίνο: Verso.

Jeffrey, Alex, McFarlane, Colin and Vasudevan, Alex. 2012. Rethinking Enclosure: Space, Subjectivity and the Commons. Antipode, 44 (4), 1247-1267.

Stavrides, Stavros. 2010. Towards the City of Thresholds. Trento: Professionaldreamers.

Swyngedouw, Erik. 2009. Civil Society, Governmentality and the Contradictions of Governance-beyond-the-State: The Janus-face of Social Innovation. Στο Social Innovation and Territorial Development. Επιμέλεια Diana MacCallum, Frank Moulaert, Jean Hillier and Serena Vicari Haddock. Σάρρεϋ: Ashgate.

 

* O Σταύρος Σταυρίδης είναι αναπληρωτής καθηγητής στη Σχολή Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!