Πριν από εικοσιτρείς αιώνες περίπου, υπήρχε μια χώρα όπου γινόντουσαν φοβερές μάχες, από αυτές που λέμε «επικές». Η μάχη της Αμφίβολης ήταν μια από αυτές που μείναν στην ιστορία για τη σφοδρότητά τους, αλλά και για τον επιπρόσθετο λόγο ότι η στρατηλάτις -μια εφιαλτική βασίλισσα- που κυριαρχούσε στο πεδίο της μάχης λεγόταν Αμφίβολη. Αξίζει να σημειώσουμε ότι μερικοί ερευνητές προτείνουν και το «Αμφίθολη», μια και το παλίμψηστο του Ήμπαν Ταλ είναι μουτζουρωμένο στο σημείο του πέμπτου ψηφίου.
Ζωσμένη με σπαθιά και φαρέτρες με δηλητηριώδη βέλη η εφιαλτική βασίλισσα όρθωνε το ανάστημά της καβάλα σε μια περήφανη φοράδα με γαλάζια χαίτη και τόξευε με αμφιβολίες τους εχθρούς της, που τύχαινε να είναι ταυτοχρόνως ο λαός που υποτίθεται πως υπερασπιζόταν. Η δυναμική φοράδα ονομαζόταν Νουδουροχάλα κι έφτυνε κατάμουτρα τον πληθυσμό που λαχάνιαζε στο πεδίο της μάχης, ασθμαίνουσα κι αυτή επίσης γιατί τά ’χε φάει τα ψωμιά της κι όπου νά ’ναι θ’ ανηφόριζε προς τον παράδεισο των αλόγων. Τα άλογα προαισθάνονται το θάνατό τους, βλέπεις, κι όσο αυτός πλησίαζε τη γριά φοράδα αυτή αγρίευε, επειδή ένιωθε μίσος εναντίον όσων θα επιζούσαν και με ροχάλες, που στάζαν δηλητήριο, προσπαθούσε να πάρει όσο μπορούσε περισσότερους μαζί της.
Πάνω που η μάχη της Αμφίβολης φαινόταν να γέρνει προς το μέρος της εφιαλτικής βασίλισσας, έσκασε μύτη η Βεβαιότητα, μια απλοϊκή χωριάτα που έσκαγε από υγεία. Η Βεβαιότητα με το στρατό της, κάτι πετεινά του Ουρανού που είχαν για όπλα τα χρωματιστά τους λοφία, το μελωδικό τους κελάηδισμα και το απαλό φτερούγισμά τους, διώξαν μακριά τις αμφιβολίες από τα μυαλά του κοσμάκη μαζί με όλο το δηλητήριο του φόβου που τα στοίχειωνε μέχρι τότε. Ο λαός απαρνήθηκε με αηδία τη μακρόχρονη κυριαρχία της Αμφίβολης (ή και Αμφίθολης, μη ξεχνιόμαστε) και της φοράδας της, που πέσαν απότομα σε μαρασμό και τίναξαν τα πέταλα.
Η Βεβαιότητα ανέβηκε στο θρόνο και κυβέρνησε για πολλά πολλά χρόνια τη χώρα με χρώματα, μουσικές και χορούς. Την Αμφίβολη τη θάψαν σ’ έναν ευρύχωρο τάφο που μετά τον σκέπασαν με μπόλικο χώμα, ώστε, αν τύχαινε ν’ αναστηθεί κάποτε, να δυσκολευτεί να ξαναβγεί στην επιφάνεια. Η φοράδα μάλλον θα εξαερώθηκε, απογειωνόμενη προς την αφάνεια του Χάους…
Ήμπαν Ταλ
(μετάφραση: Ροδέα Μαρίνου)