Δήλωση των Ρούντι Ρινάλντι και Ελένης Σωτηρίου, μελών της Πολιτικής Γραμματείας του ΣΥΡΙΖΑ
Όσα ακολουθούν στην παρακάτω δήλωση εκτέθηκαν στις διεργασίες της Πολιτικής Γραμματείας. Δίνονται υπό τη μορφή της δήλωσης για ορθότερη και εγκυρότερη ενημέρωση όλων των μελών της Κ.Ε. -και του κόμματος- αλλά και ως αναγκαία προσωπική και πολιτική προστασία από την απαράδεκτη μέθοδο διαρροών και «ενημερώσεων» στα ΜΜΕ και τους διαδικτυακούς τόπους. Είναι τόσο πολύπλοκη και τόσο σύνθετη η κατάσταση, είναι τόσο δύσκολα τα προβλήματα που αντιμετωπίζει πρώτα από όλα ο τόπος και ο λαός, που χρειάζονται λύσεις και πολιτικές ουσίας.
1. Στο καίριο ερώτημα «με ποιον θα συνεργαστείτε ή θα συμμαχήσετε για να κυβερνήσετε;», η απάντηση πρέπει να διερευνηθεί υπό το πρίσμα των ακόλουθων εκτιμήσεων:
1. Το μπλοκάρισμα που υπάρχει στο πολιτικό σκηνικό είναι αποτέλεσμα της υποχώρησης της κοινωνικής δυναμικής, της εκτεταμένης σύγχυσης, της έλλειψης μιας αξιόπιστης πρότασης και πράξης που να οδηγεί σε διέξοδο. Διότι δεν υπάρχει πραγματικό ξεμπλοκάρισμα (σε προοδευτική κατεύθυνση) μόνο διά της ανάθεσης, διά της ψήφου ή διά «ατυχημάτων» εντός του Κοινοβουλίου.
2. Η διατήρηση των υψηλών ποσοστών ΣΥΡΙΖΑ, παρά το γενικό κλίμα και τις αδυναμίες του ίδιου, τονίζει εμφαντικά τα περιθώρια που υπάρχουν ακόμα για ριζοσπαστικές προοπτικές.
3. Το μνημονιακό ρήγμα και οι συνακόλουθοι διαχωρισμοί που επέφερε στην κοινωνία, δεν ξεθωριάζουν, δεν καθίστανται παρωχημένοι, δεν ξεπερνιούνται μέσα από εύκολες αλλαγές πολιτικής γραμμής. Εκείνο που ναυαγεί είναι η εύκολη πρόχειρη αντιμνημονιακή ρητορεία. Είναι αναγκαίο ένα πρόγραμμα αντιμνημονιακό ταυτισμένο με την διέξοδο της χώρας από το υπάρχον καθεστώς (δηλαδή θετική πολιτική) που να γίνεται μαζικά αντιληπτό.
4. Κεντρικής σημασίας είναι οι διεργασίες που αφορούν στο καταρρέον πολιτικό σύστημα και τις προσπάθειες αναστήλωσης-ανακύκλωσής του μέσα από την καταστολή και την πλαστογράφηση των μαζικών λαϊκών διαθέσεων. Η άρνηση ανάδειξης του ζητήματος ως τέτοιου συσκοτίζει τα πράγματα και λειτουργεί αυτοκαθηλωτικά για όποιον αναζητεί λύσεις εντός των ορίων του καταρρέοντος πολιτικού συστήματος.
5. Είμαστε στο μέσο μιας γιγαντιαίας αναδιάταξης της πολιτικής εκπροσώπησης. Όχι μόνο των ποσοστών, αλλά της οργάνωσης της εκπροσώπησης. Η μνημονιακή σεισμική ακολουθία γκρεμίζει τα πολιτικά μορφώματα και επιβάλλει καθολικές πολιτικές αναδιατάξεις. Κάθε λίγους μήνες δημιουργείται και ένα νέο πολυσχιδές πολιτικό κατώφλι που απογράφεται και δημοσκοπικά.
6. Πέρα από τις δυνάμεις που εγγράφονται στο πολιτικό σύστημα ή αυτές που ψήφισαν τα μεγάλα επίσημα κόμματα, υπάρχει ένα σημαντικό τμήμα της κοινωνίας που δεν εκπροσωπείται, που αναζητά μια καινούργια πολιτική εκπροσώπηση. Υπάρχει ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας που «δεν μπαίνει στο μαντρί» και έχει τεθεί το αίτημα μιας γνήσια δημοκρατικής νέας εκπροσώπησης με πολλούς τρόπους.
Όλες οι διαπιστώσεις συγκλίνουν στην κεντρικότητα που έχει το ζήτημα του πολιτικού συστήματος και αυτό είναι το κλειδί με το οποίο κάθε αντιμνημονιακή πρόταση διεξόδου οφείλει να αναμετρηθεί. To αίτημα ξεπεράσματος και υπέρβασης του παλαιού -παρηκμασμένου- ένοχου πολιτικού συστήματος είναι καθοριστικό. Η οποιαδήποτε υποτίμηση του θέματος αυτού για λόγους τακτικής ή επικοινωνίας, θα κοστίσει γιατί θα προσδώσει συστημική χροιά.
2. Η κεντροαριστερή ανασύσταση επικαιροποιείται και δεσπόζει. Η επαναφορά της δεν προκύπτει εκ του μηδενός ή από αίσθημα λαϊκού «μαζοχισμού». Σχετίζεται με το πολιτικό κενό, την απουσία πολιτικής στο χώρο της αντιπολίτευσης. Και, επίσης, με το γεγονός (που δεν πρέπει να διαφεύγει) ότι κατάφερε να συνδεθεί με ορισμένες κοινωνικοπολιτικές απαιτήσεις.
Η κεντροαριστερή ανασύσταση αποτελεί κεντρικό πυλώνα της διαχείρισης και της σταθεροποίησης του πολιτικού συστήματος στην Ελλάδα, χωρίς τον οποίο το πολιτικό σύστημα αδυνατεί να ποδηγετεί σε μόνιμη βάση την κοινωνία. Αυτό έδειξαν τα 40 χρόνια μεταπολιτευτικής πολιτικής ζωής.
Η δυναμική της κεντροαριστερής ανασύστασης αποκτά κεντρική θέση για την κάλυψη των ρωγμών του πολιτικού συστήματος αλλά και τον εγκλωβισμό- αποπροσανατολισμό της αντιμνημονιακής αμφισβήτησης.
Σε πολιτικό επίπεδο επιχειρείται μια υποβάθμιση της αντίθεσης προς το Μνημόνιο και το ειδικό καθεστώς που έχει εγκαθιδρυθεί και οδηγούμαστε σε μια λογική ανασύστασης ενός περίπου αντιδεξιού μετώπου. Αυτό μοιάζει με παγίδα και αποτελεί μια ακόμα πίεση προς τον ΣΥΡΙΖΑ, να μετατραπεί σε παράγοντα συναίνεσης-διαχείρισης κι όχι φορέα μιας νέας ριζικής πολιτικής αλλαγής.
Η αντιμετώπιση της κεντροαριστερής ανασύστασης είναι πρωτεύον ζήτημα και τίθεται άμεσα. Δεν μπορεί να γίνει με όρους ιδεολογικής αποκάλυψης και γενικής καταγγελίας (π.χ. πολιτική τύπου ΚΚΕ), ούτε ακολουθώντας μια τακτική να την αντιμετωπίσεις «από τα μέσα», ενσωματώνοντας μέρος του πολιτικού προσωπικού της, τακτική βαθιά αμφιλεγόμενη και συνήθως αναποτελεσματική. Σε κάθε περίπτωση, χρειάζεται χάραξη πολιτικής απέναντι στα μαζικά ερωτήματα που τροφοδοτούν την κεντροαριστερή ανασυγκρότηση.
Ο ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να οριστεί πολιτικά απέναντι στην κεντροαριστερή ανασύσταση, να εξηγήσει το ρόλο της και να δηλώσει ρητά πως δεν πρόκειται να γίνει μέρος της.
Στον τομέα αυτό, κεντρική θέση έχουν μεγάλες ανοικτές πολιτικές πρωτοβουλίες στην κατεύθυνση δημιουργίας μιας πλατιάς κοινωνικής δημοκρατικής αντιμνημονιακής συσπείρωσης, για τη σωτηρία της χώρας και της κοινωνίας. Προγραμματική επεξεργασία που να αποτελεί βάση αυτής της συσπείρωσης. Ανάπτυξη πολιτικού κινήματος με στόχο τη διέξοδο της χώρας. Κομματική ανασυγκρότηση, δηλαδή αντιστοίχιση του κόμματος με τις ανάγκες και τις απαιτήσεις του στρατηγικού μας προσανατολισμού.
3. Δεν υπάρχουν μεγάλα κοινωνικά εγχειρήματα και κατακτήσεις χωρίς μαζική λαϊκή συμμετοχή, χωρίς την ύπαρξη ενός αριστερού πολιτικού κινήματος. Χωρίς αυτά, κανένα ποσοστό και καμιά κυβέρνηση δεν μπορούν να διανοίξουν δρόμους.
Τα σύγχρονα υποκείμενα σε ολόκληρο τον κόσμο είναι ιδιότυπα κινήματα που συγκροτούν ρεύματα, μέτωπα, κυβερνήσεις που βρίσκονται σε μια διαρκή ανατροφοδότηση και σχέση. Η Αριστερά του 21ου αιώνα έχει και θα έχει περισσότερο την μορφή του κινήματος (του πολιτικού κινήματος) και ευρύτατων επάλληλων δικτυώσεων των κοινωνικών χώρων και κινήσεων που ενεργοποιούνται και αποκτούν υπόσταση σε ένα σχέδιο κοινωνικής και εθνικής σωτηρίας από τους στραγγαλισμούς διεθνών μεγα-παικτών και εγχώριων ελίτ. Άρα, το ζήτημα δεν είναι η επιστροφή σε έναν «αριστερό» ΣΥΡΙΖΑ της ιδεολογικής καθαρότητας (που, μεταξύ άλλων, αμφισβητεί το δημοκρατικό και πατριωτικό πρόταγμα ως αναχρονιστικά) αλλά η ανταπόκριση του ΣΥΡΙΖΑ στα ιστορικά επίδικα που έχουν τεθεί μπροστά μας.
4. Επομένως για το θέμα των συμμαχιών και του στρατηγικού προσανατολισμού:
Συμμαχίες με κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις, συγκροτημένες και διάχυτες στην κοινωνία που υπηρετούν τον στρατηγικό προσανατολισμό μιας σύγκρουσης με το μνημονιακό τροϊκανό καθεστώς και την διέξοδο – σωτηρία της χώρας σε προοδευτική κατεύθυνση και όχι με δυνάμεις που συστηματικά υπονομεύουν έναν τέτοιο προσανατολισμό.
Άρα στο ερώτημα «Με ποιον θα κυβερνήσετε;», η απάντηση είναι σαφής: Θα κυβερνήσουμε με αυτούς που θα προκύψουν από το γκρέμισμα του πολιτικού συστήματος και είτε θα πυκνώσουν τις γραμμές του ΣΥΡΙΖΑ, είτε θα συγκροτηθούν αυτόνομα σε αντιμνημονιακή ριζοσπαστική κατεύθυνση. Πολιτικό ρεύμα-κίνημα διεξόδου της χώρας. Απόρριψη της κεντροαριστερής ανασύστασης ως λύσης και άρνηση να συρρικνωθεί ο στρατηγικός σχεδιασμός σε έναν ανήμπορο κυβερνητισμό. Τολμηρό κάλεσμα κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων για μια μεγάλη στροφή, για μια μεταπολίτευση του λαού. Μέτρα για την ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ σε δύναμη συμβολής και στήριξης αυτής της προοπτικής. Ο λαός θα είναι ο πρωταγωνιστής!