Ανθολόγος: Λουκάς Αξελός
ΝΙΚΟΣ-ΓΑΒΡΙΗΛ ΠΕΝΤΖΙΚΗΣ (1908 – 1993)
Αγών Ψυχής
Μόνος μέσα στου ονόματός μου τη φυλακή,
παρ’ όλο τον ήλιο τον πλούσιο της ημέρας,
στεναχωριέμαι και νιώθω τυφλός,
τη γλυκειά στερημένος ελπίδα του κόσμου.
Σύννεφο άϋλης ποιότητας άχρονης,
μπαίνει στο σπίτι των θυρών κεκλεισμένων,
αλλάζοντας τη νύχτα σε παράδεισο,
φως, η γλυκειά ελπίδα του κόσμου.
Εκεί που δεν την περιμένεις, αναπάντεχα,
από τις άκρες στο σώμα των δαχτύλων εισορμά,
ακμή ζωής και θάνατος ταυτόχρονα,
ανάσα, η γλυκειά ελπίδα του κόσμου.
Μες στην απόγνωση της κάθε μέρας ερωτώ,
το δέντρο που με την απουσία της σαραβάλιασε,
πως διψασμένο να χορτάσει μπορεί
ψωμί, τη γλυκειά ελπίδα του κόσμου;
Τοπογραφία
Ψηλότερ’ απ’ τα σπίτια που κρύβ’ η ομίχλη,
στα άνω της πλατείας με τους πολλούς ναούς,
(που σώζονται περίβλεπτοι ή κάηκαν,
και περισώθηκαν μόνο ως ονόματα)
στα μισά σχεδόν του λόφου οπ’ ανεβαίν’ η πόλη,
περίπου εις το ύψος του Κέντρου των εργατών,
σιμά εις τον μέγα του πολιούχου Ναό,
αγνάντια στις κούνιες όπου διασκεδάζουν τα παιδιά,
στη θέση του παλαιού αθλητικού σταδίου,
(όπου την ισχύ του μονάρχη, που θαρρούσε ως άπαντο
τον υλικό πλούτο και έκτιζε ανάκτορα,
αντιμετώπισε ο Μάρτυς εγκαρδιωμένος,
απ’ τ’άκουσμα διαμέσου των κιγκλίδων της φυλακής,
της φωνής του διδασκάλου του εν Χριστώ)
όπου πιθανόν ο ναός και ο Τάφος του Νέστορος,
πάνω στο κυλισμένο μάρμαρο, η αγάπη μου κάθεται.
Ατένιση Θησαυρού
Ο πεθαμένος άνθρωπος είν’ ένας λίθος πολύτιμος,
το ζώο τον κατέχει σαν κοιτά τον αφέντη του,
δίχως τη δύναμη να μιλήσει βυθισμένο στη σιωπή,
στο δάσος το μεγάλο που ευωδιάζει χαρά.
Εκείνο που ελπίζουμε δεν είναι ν’ αποκτήσουμε
το θησαυρό που λαχταράμε στ’ αντίκρισμά του,
αρκεί και μόνο η ματιά για τον περίπατο,
των ψυχών έξω από τα κάμαρες.
Ο δρόμος όπου χαιρετιόμαστε μοσκοβολά,
από τις βλαστικές ουσίες του δάσους που στάζουν,
ρυθμικά ανθίζοντας έξω απ’ τα όργανα,
αιώρες του έρωτος κρεμαστές απ’ τα κλώνια.
Τα πρόσωπα ξαπλώνουν εκεί κι ονειρεύονται,
ξεχνώντας των σκοτεινών σωμάτων την αριθμητική,
μπορούν και διακρίνουν την πολύτιμη ποιότητα
του λίθου, με τα μάτια τ’ άγρυπνα του νου.