του Στέλιου Ελληνιάδη
Μια πτυσσόμενη ομπρέλα, ένα σκαμπό, ένα πολύ μικρό τραπεζάκι με τον κόφτη και τις κορδέλες του και μερικοί κουβάδες με τριαντάφυλλα, κρίνους, μαργαρίτες, ζουμπούλια και φρέζες, ήταν το υπαίθριο κατάστημά του, στην άκρη του πεζοδρομίου, βρέξει-χιονίσει.
Χαριλάου Τρικούπη και Σόλωνος γωνία, στο Χημείο. Μέχρι την αρχή της τεχνητής κρίσης που βύθισε τη χώρα στο χάος και την καταστροφή, δούλευε από νωρίς το πρωί μέχρι τις 4 το απόγευμα. Μετά, καθώς οι πελάτες άρχισαν να κόβουν τα «περιττά», παρέτεινε το ωράριό του, μέχρι τις επτά, μπας και καλύψει ένα μέρος της απώλειας. Στη συνέχεια, άρχισε να ανοίγει το «κατάστημα» και τα Σάββατα και, την τελευταία χρονιά, και τις Κυριακές. Επτά μέρες τη βδομάδα στο πεζοδρόμιο. Έφευγε από τη Χασιά ξημερώματα και γύριζε το βράδυ. Αλλά όσο κι αν μεγάλωνε το ωράριο, όσο κι αν μείωνε τις τιμές, αποτέλεσμα δεν έβλεπε. Δεν έχει ο κόσμος λεφτά, τι να κάνει, λουλούδια θα πάρει; Μου έλεγε, απογοητευμένος. Ρήμαξε ο κόσμος, κοιτάει να πληρώσει νοίκια, εφορίες, δάνεια, σχολεία… λουλούδια θα πάρει; Αραίωσαν οι δικηγόροι, γιατί κλείστηκαν στα γραφεία τους περιμένοντας μπας και εμφανιστεί κανένας πελάτης, χάθηκαν πολλοί παλιοί μου πελάτες από τη γειτονιά αφού αναγκάστηκαν να κλείσουν τα μαγαζιά τους, λιγόστεψαν και τα αυτοκίνητα που περνούν από τη Χαριλάου Τρικούπη. Ούτε τυρόπιτα δεν παίρνουν οι περαστικοί, τριαντάφυλλα θα πάρουν; Δεν πάνε πια επισκέψεις γιατί δεν έχουνε λεφτά να αγοράσουνε ένα λουλούδι ή ένα γλυκό. Δεν τα βγάζω απ’ το μυαλό μου, οι ίδιοι μου τα λένε. Σκασμένος ο Κώστας. Κάθε μέρα και χειρότερα. Έλιωνε από τη στεναχώρια του. Τέσσερα παιδιά, ένα άνεργο και τρία ανήλικα, χωρίς τη μάνα τους, σε ένα σπίτι με δάνειο. Ανάμεσα στη δόση και την εισφορά στο ΤΕΒΕ, προτίμησε να δίνει με αιματηρές οικονομίες τη δόση για να μην μπει σε κίνδυνο το σπίτι. Έτσι έμεινε ανασφάλιστος. Κι έτσι, τον βρήκε η αρρώστια. Είχε καταρρεύσει ψυχικά και το ανοσοποιητικό του σύστημα είχε γίνει σμπαράλια. Ο σφριγηλός και σίγουρος άνθρωπος είχε καταντήσει κουρέλι. Δεν σηκωνότανε από το σκαμπό, παρά μόνο εάν σταματούσε αραιά και πού κανένας πελάτης. Τι έχουνε κάνει στην Ελλάδα; Είμαστε όλοι ζωντανοί νεκροί. Δεν κυκλοφορούν πια άνθρωποι, φαντάσματα κυκλοφορούν. Προδότες, πουλημένα τομάρια, μας εκτέλεσαν εν ψυχρώ. Από δω περνούσαν κάθε μέρα με τις λιμουζίνες και τους σοφέρ. Έχω εισπνεύσει όλο το καυσαέριό τους, εδώ στο πεζοδρόμιο, και μου λένε ότι μαζί τα φάγαμε! Λυπάμαι για τον εαυτό μου που δεν έχω τη δύναμη και το θάρρος να πάω να τους τινάξω στον αέρα.
Ο Κώστας Λιόσης έσκασε στα 62 του. Καμία σχέση με τον κιμπάρη άνθρωπο που ένα δεκαπενταύγουστο που γιόρταζε η Παναγία στη Χασιά, μας κέρασε το τραπέζι της παρέας μας, αθόρυβα και εξ αποστάσεως, για να μας ευχαριστήσει στον τόπο του. Του βγάλανε τον καρκίνο, που λέει ο λαός. Άντεξε πληγωμένος βαθιά το θάνατο της πρώτης κόρης του, που τον ταρακούνησε συθέμελα, αλλά δεν άντεξε τον κίνδυνο της φτώχειας για τα υπόλοιπα παιδιά του. Ανήμπορος και ταπεινωμένος μαράθηκε πριν την ώρα του.
Έβλεπα τα ομορφόπαιδά του, τον Βαγγέλη, τον Άγγελο, τον Σταμάτη και την Όλγα, μαυροντυμένα και εξαντλημένα από το κλάμα, να απομακρύνονται από το νεκροταφείο, πιασμένα χέρι-χέρι, στο δρόμο για το σπίτι, που τα κοράκια, οι πολιτικοί και οι τραπεζίτες, καραδοκούν να το αρπάξουν.
Μην τους αφήσετε, μου είπε ένα στενός συγγενής του έξω από την εκκλησία. Θα μας πεθάνουν όλους. Αν δεν βάλετε ένα χεράκι και σεις, τι περιμένεις; του απάντησα, κοιτώντας τους ανθρώπους που στέκονταν κοκαλωμένοι. Η πανέμορφη φύση τριγύρω έμοιαζε παράταιρη.