O διχασμός σχετικά με την τύχη της Ρωμαϊκής Λεωφόρου Decumanus Maximus ανάμεσα στους αρχαιολόγους και τους εργολάβους που κατασκευάζουν το μετρό της Θεσσαλονίκης παρουσίασε -την περασμένη Τετάρτη- ένα ακόμη ενδιαφέρον επεισόδιο. Το επίδικο της μακράς συζήτησης είναι γνωστό: Aφορά το ερώτημα αν πρέπει να παραμείνουν οι αρχαιότητες στον τόπο που βρέθηκαν ή να αποσπαστούν και να επανατοποθετηθούν αργότερα στο αρχικό τους σημείο.
Η νέα απόφαση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου (ΚΑΣ) προσομοιάζει με εκείνη του Πόντιου Πιλάτου. Με ισχνή πλειοψηφία (8-7), ανάμεσα σε αντεγκλήσεις και απειλές για μηνύσεις κ.λπ., το ΚΑΣ «αποφάσισε» ότι πρέπει βεβαίως(!) να παραμείνουν στο σημείο, όμως για χάρη της εξέλιξης του έργου – το οποίο κρίνεται «σημαντικότερης» αξίας από τις αρχαιότητες, δεν έχουν παρά να… μεταφερθούν και να επιστρέψουν κάποια στιγμή στο… μέλλον. Η πλειοψηφία απέρριψε επιπλέον και το ενδεχόμενο να παραγγελθεί νέα ανεξάρτητη μελέτη η οποία θα απαντούσε, στο αν γίνεται ή όχι, να κατασκευαστεί ο σταθμός χωρίς προαπαιτούμενο την απόσπαση των αρχαιοτήτων. Το αντεπιχείρημα των… «πολλών», ήταν πως μια νέα μελέτη θα καθυστερούσε δραματικά το έργο, ό,τι ακριβώς δηλαδή ισχυρίζεται η ανάδοχος εταιρία Αττικό Μετρό. Δυστυχώς το ΚΑΣ, συνακόλουθα το σύνολο της αρχαιολογικής κοινότητας στο όνομα της οποίας αποφασίζει, απεμπόλησε την ευκαιρία που του προσφέρθηκε ώστε να αντιμετωπίσει κατάματα την αλήθεια, αλλά και την πρόκληση που θα συνεπαγόταν μια αρμονική συνύπαρξη ενός αρχαίου τεχνικού έργου με ένα σύγχρονο. Το ουσιαστικό, όμως, δεν είναι η επιστημοτεχνική πρόκληση. Για όσους θέλουν να «διαβάζουν» πέρα από την επιφάνεια των πραγμάτων, η απόφαση αυτή έχει μια γερή δόση υποκρισίας καθώς εθίζει αλλά και εξαπατά το κοινωνικό σύνολο να αποδεχτεί τμηματικά μια δήθεν «μέση λύση» απολύτως καταστροφική για τις αρχαιότητες, αλλά προπαντός γιατί υποσκάπτει χωρίς να το ομολογεί το ρόλο και το ουσιαστικό έργο των αρχαιολόγων. Ένα έργο που έχει τη θεσμική υποχρέωση να είναι αντικειμενικό και ανεξάρτητο, που δεν «συνομιλεί» σε λύσεις, βιασύνες και εκβιασμούς εργολάβων, που δεν υποκύπτει σε προσχηματικά τετελεσμένα. Ένα έργο που δεν αποδέχεται -έστω και ως μελλοντική υπόσχεση- τη λειτουργία ενός κορυφαίου, ως προς τη σημασία του μνημείου να μετατραπεί σε έστω και επισκέψιμο τουριστικό «σκηνικό». Τα μνημεία έχουν «λόγο» ύπαρξης όταν λειτουργούν -μέσα ή έξω απ’ το χώμα- ως αισθητική παιδεία, ως μύθος και ιδέα, ως ζωντανά κύτταρα πολιτισμού και αναστοχασμού για το κοινωνικό σύνολο.
Οι μεγάλοι πολιτισμοί – για την αναγνώριση των οποίων σκίζουμε υποτίθεται τα ιμάτιά μας, έχουν και μεγάλη διάρκεια. Την ίδια πάνω – κάτω, όπως η Ιστορία διατείνεται έχουν και οι ασέβειες. Αυτό όφειλαν να το γνωρίζουν οι προσωρινοί εκπρόσωποι του Σώματος των Αρχαιολόγων που έλαβαν την απόφαση. Η συνειδητή επιλογή και όποια εκ των υστέρων επίκληση πιθανής πλάνης δεν αλλάζουν το αποτέλεσμα.
Ένα αποτέλεσμα που σβήνει διά παντός τα ίχνη και τη λειτουργία ενός μεγαλειώδους σταυροδρομιού πολιτισμών που υπήρχε στην πόλη της Θεσσαλονίκης. Τα υπόλοιπα είναι λόγια «μεταμφιεσμένων» εργολάβων…
Σταμάτης Μαυροειδής