Τι έδειξε η κυβερνητική κρίση στη Γαλλία
Του Γιώργου Τσίπρα
«Η Μέρκελ δεν μπορεί να είναι ο άνθρωπος που ορίζει την ατζέντα της ευρωπαϊκής πολιτικής. Η Γερμανία ακολουθεί τα δικά της ιδιαίτερα συμφέροντα και όχι αυτά της Ευρώπης».
«Η Γαλλία είναι η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της ευρωζώνης, η πέμπτη μεγαλύτερη παγκόσμια δύναμη, και δεν προτίθεται να ευθυγραμμιστεί, κυρίες και κύριοι, με τις υπερβολικές ιδεοληψίες των Συντηρητικών της Γερμανίας. Είναι γι’ αυτό που έχει έρθει η ώρα για τη Γαλλία και την κυβέρνησή της, στο όνομα της επιβίωσης πια και της Ε.Ε. να ορθώσει μια δίκαιη και σώφρονα αντίσταση»…
«Πρέπει να υψώσουμε τον τόνο. Όταν λέω Γερμανία, ομιλώ για τη γερμανική Δεξιά που υποστηρίζει την καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ».
«Η ευρωζώνη έχει γίνει ένα νησί του Κάφκα, όπου οι ηγέτες των κρατών-μελών πεισματικά ακολουθούν πολιτικές που εμποδίζουν την ανάπτυξη και την αντιμετώπιση της κρίσης. Η μείωση των ελλειμμάτων είναι αντιοικονομική, διότι επιδεινώνει την ανεργία και συνιστά οικονομικό παραλογισμό, διότι καθιστά αδύνατη την αποκατάσταση των δημόσιων λογαριασμών, και προκαλεί πολιτική καταστροφή, διότι ρίχνει τους Ευρωπαίους στα χέρια των δεξιών εξτρεμιστικών κομμάτων».
Απαιτείται «ένας μεγάλος αναπροσανατολισμός της οικονομικής μας πολιτικής».
«Αντιμετωπίζουμε μια ασθένεια ενδημική στην ευρωζώνη, μια βαριά ασθένεια, επίμονη και επικίνδυνη. Χρειάζεται μια άλλη ηγεσία που θα προωθήσει εναλλακτικές ιδέες και πρακτικές απέναντι σε αυτή την καταστροφική ιδεολογία».
Αυτά είπαν μεταξύ άλλων οι Aρνό Μοντεμπούρ και Μπενουά Αμόν, υπουργοί της προηγούμενης κυβέρνησης «Βαλς, πριν αποκεφαλιστούν» προς τέρψιν της Μέρκελ στη νέα κυβέρνηση Βαλς.
Η πρόσφατη κυβερνητική κρίση στη Γαλλία είναι το οξύτερο επεισόδιο σε επίπεδο πολιτικής τάξης, στην πορεία επιβολής του μερκελισμού, ως μίγματος της ιδιαίτερης νεοφιλελεύθερης αρχιτεκτονικής της Ε.Ε. και της ειδικά γερμανικής πολιτικής διοίκησης της Ε.Ε. έτσι ώστε να υπηρετούνται ιδιαίτερα τα συμφέροντα του Βερολίνου. Ανεξάρτητα από το τι ακριβώς εκφράζει ο Μοντεμπούρ και η αριστερή πτέρυγα του Γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, η δημιουργία όλο και μεγαλύτερων ρηγματώσεων στην πορεία αυτή είναι το μέλλον και συνεπώς δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ένα περαστικό επεισόδιο.
Εδώ εκφράζεται και μια αντίφαση που χαρακτηρίζει την όλη πορεία. Ενώ η πορεία αυτή από τη μια ενδυναμώνει τη θέση του μερκελισμού και της Γερμανίας –ας θυμηθούμε ότι ο Ολάντ εξελέγη με την αντι-Σαρκοζί ρητορική μιας διαφοροποίησης απέναντι στη Μέρκελ και σήμερα βρίσκεται σε οικτρή θέση συρόμενος σε ακόμη μεγαλύτερη συμμόρφωση προς το Βερολίνο– που σήμερα είναι ισχυρότερη απ’ ό,τι πριν δυο χρόνια, η πορεία αυτή ταυτόχρονα δημιουργεί τόσες και τέτοιες αντιθέσεις ώστε οι ρηγματώσεις που αντικειμενικά προκαλούνται υπονομεύουν προοπτικά την ίδια την ισχυροποίηση του ηγεμόνα.
Τέτοιου είδους ρηγματώσεις θα ενταθούν. Το αν αυτές θα εκφραστούν από αριστερόστροφες διαφοροποιήσεις και συμμαχίες ή ακροδεξιόστροφες, είναι το μεγάλο στοίχημα για την ευρωπαϊκή Αριστερά. Σε κάθε περίπτωση, ακόμη κι αν ο Γερμανός ηγεμόνας ενσωματώσει στην ηγεμονική πολιτική του στοιχεία της κριτικής που του ασκείται –σε ένα βαθμό θα αναγκαστεί να το κάνει– η όλη πορεία δεν θα πάψει να είναι συστημικά αδιέξοδη, ειδικά για τον ευρωπαϊκό Νότο, έτσι ώστε οι αντιγερμανικές (και αντι-νεοφιλελεύθερες; – είναι το στοίχημα που λέγαμε) συμμαχίες είναι το μέλλον και το ατυχές επεισόδιο.
Στη ρητορική Μοντεμπούρ συνυπάρχουν η κριτική στη σφιχτή δημοσιονομική πολιτική που στραγγαλίζει κάθε απόπειρα ανάκαμψης με την επίθεση στα εγωιστικά γερμανικά συμφέροντα.
Η συνύπαρξη αυτή δεν πηγάζει από τον πατροπαράδοτο γαλλικό εθνικισμό αλλά από το απλό και πασιφανές γεγονός πως οι δυο αυτές πλευρές της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής είναι σχεδόν αξεχώριστες, σαν τις δυο όψεις ενός νομίσματος – του ευρώ. Η παρασιώπηση της δεύτερης πλευράς στο όνομα μιας υποτιθέμενης «πιο ταξικής» προσέγγισης δεν αφαιρεί από την προοπτική μιας αριστερής έκφρασης της αντίθεσης στο σημερινό ευρωπαϊκό οικοδόμημα (σε αντιδιαστολή με την ακροδεξιά έκφραση), κάποια εθνικιστική νόθευση αλλά το πιο ισχυρό της όπλο (που σήμερα εκμεταλεύεται σχεδόν αποκλειστικά η Ακροδεξιά).
Οι ρηγματώσεις που αναφέρθηκαν και εκδηλώνονται πλέον με πάταγο συνδυάζονται με γεωπολιτικούς προσανατολισμούς και αναδιατάξεις, ειδικά στον ευρωπαϊκό χώρο – τόσο η Γαλλία όσο και η Γερμανία βρίσκονται τα τελευταία χρόνια σε μετέωρα βήματα διστακτικών αναπροσανατολισμών και στρατηγικής αμηχανίας. Έτσι, δεν είναι μόνο η Γαλλία ο «μεγάλος ασθενής» της Ευρώπης από οικονομική άποψη, αλλά βρίσκεται όλος ο γαλλογερμανικός άξονας και οι συν αυτώ μπροστά σε διλήμματα που επιβάλλονται, εκτός της οικονομικής κρίσης, από παγκόσμιες αναδιατάξεις. Το στοιχείο αυτό ευνοεί επιπλέον τη γέννηση και ανάδυση ανταγωνιστικών πολιτικών και εναλλακτικών στο μερκελισμό.
Περιττό ίσως να σημειώσουμε πως η περίπτωση Μοντεμπούρ στη Γαλλία και όσα είπε προ και μετά την καρατόμησή του, εκθέτει ανεπανόρθωτα όχι μόνο τους Σαμαρά-Βενιζέλο αλλά και τους εξ αριστερών συνοδοιπόρους.