Το e-dromos.gr αναδημοσιεύει δύο άρθρα διαλόγου και αντιπαράθεσης για τις εξελίξεις στο Κυπριακό και τη στάση της Αριστεράς. Αφορμή για το διάλογο στάθηκε η δήλωση 62 στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ με τίτλο Αναγκαία όσο ποτέ η σύγκλιση Ελλάδας-Κύπρου, που δημοσιεύτηκε στο Δρόμο της Αριστεράς στις 26 Ιουλίου και μπορείτε να τη δείτε εδώ.
Στη δήλωση των 62 απάντησε με άρθρο του με τίτλο Ένας Ελληνοκύπριος στο Μπρονξ, ο Αδάμος Ζαχαριάδης στην εφημερίδα Εποχή στις 31 Αυγούστου, ενώ στις 21 Σεπτεμβρίου στην ίδια εφημερίδα, δημοσιεύτηκε μια απάντηση στις απόψεις του Αδ. Ζαχαριάδη από τη Μαρίνα Μπρέστα (Και ο Ερντογάν πήγε στο Μπρονξ…).
Δείτε πιο κάτω τα δύο άρθρα:
Και o Ερντoγάν πήγε στο Μπρονξ…
Για τη συζήτηση σχετικά με το Κυπριακό
Της Mαρίνας Μπρέστα*
Διάβασα το άρθρο του σ. Αδάμου Ζαχαριάδη (στο εξής Α.Ζ.) στην «Εποχή» με τίτλο «Ένας Ελληνοκύπριος στο Μπρονξ» που απαντούσε σε κείμενο για το Κυπριακό που προσυπογράφω με τίτλο «Αναγκαία όσο ποτέ η σύγκλιση Ελλάδας – Κύπρου ενάντια στην κατοχή, τα δεσμά της τρόικας και των μνημονίων». Το βλέπω ως ευκαιρία να ανοίξει και πάλι ο διάλογος για το κυπριακό ζήτημα, το οποίο αποτελεί ένα μόνιμο πεδίο προβληματισμού και αντιπαραθέσεων στην ελληνική αριστερά και ειδικότερα στον ΣΥΡΙΖΑ.
Ομως, λόγοι δεοντολογίας, και κυρίως ουσίας, επιβάλλουν οι απόψεις των συμμετεχόντων να αντιμετωπίζονται ως αυτόνομος πολιτικός λόγος και όχι ετεροκαθοριζόμενος από διάφορα «κέντρα». Επίσης, ο παραγωγικός διάλογος επιβάλλει αποφυγή ανεπιτυχών και απλουστευτικών ταυτίσεων (π.χ. με το ΕΛΑΜ στην Κύπρο!). Αντίστοιχα απλουστευτική θα ήταν, για παράδειγμα, η ταύτιση αριστερών υποστηρικτών του σχεδίου Ανάν με τον Τζορτζ Μπους, τους Βρετανούς, τον ΓΑΠ, και το… κακό συναπάντημα!
Ας πάμε όμως στα θέματά μας…
1. Η απόπειρα ταύτισης με το «απορριπτικό κέντρο» και άρα συμπερασματικά με την απόρριψη της δικοινοτικής-διζωνικής ομοσπονδίας περισσότερο εντυπώσεις δημιουργεί, παρά είναι πειστικό επιχείρημα.
Το κείμενο των «62» είναι σαφές ως προς το σημείο αυτό και αναφέρει ότι «για την Κυπριακή Δημοκρατία και το λαό της δεν μπορεί να ισχύσει τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο από μια δίκαιη και βιώσιμη λύση. Λύση συμβατή με όσα ορίζονται από τους κανόνες του διεθνούς δικαίου και τις αποφάσεις του ΟΗΕ …».
Βέβαια, να σημειώσουμε ότι η σαφήνεια των κανόνων του διεθνούς δικαίου συχνά υπόκεινται στη δοκιμασία της συγκυρίας, που σημαίνει ότι τα «αντικειμενικά» νομικά κείμενα επιδέχονται ποικίλες αναγνώσεις, ανάλογα με τις σκοπιμότητες της περιόδου και τους συσχετισμούς των εμπλεκομένων.
2. Ο Α.Ζ. επιλέγει να κτίσει την επιχειρηματολογία του σε τεχνητά ερωτήματα που δεν προκύπτουν από το κείμενο των «62» αλλά επιχειρείται να αποδοθούν σ’ αυτούς. Για παράδειγμα θέτει το ερώτημα: «Είναι το Κυπριακό μόνο ζήτημα εισβολής και κατοχής;».
Η λέξη «μόνο» στην προηγούμενη ερώτηση λειτουργεί αποπροσανατολιστικά. Εισάγεται το «μόνο», για να δηλωθεί η πολυπαραμετρικότητα του προβλήματος και συνεπώς να αναδειχθεί η στενομυαλιά στην προσέγγιση των «62» που την αγνοούν; Υποβαθμίζεται η κεντρικότητα της εισβολής και κατοχής με την ένταξή τους σε ένα δυσάρεστο σύνολο συμβάντων και εξισώνοντάς την με αυτά;
Προφανώς και το Κυπριακό δεν είναι μόνο ζήτημα εισβολής και κατοχής. Εκεί που θα διαφωνήσουμε με τον Α.Ζ. είναι η διάκριση ανάμεσα σε κύριο και δευτερεύον. Πιστεύουμε ότι το Κυπριακό, εδώ και 40 περίπου χρόνια, είναι κύρια πρόβλημα εισβολής και κατοχής.
Φυσικά και υπήρχαν συγκρούσεις πριν το ’74. Κανείς δεν αρνείται τις επιθέσεις σε Τουρκοκυπρίους, αλλά και ειδικότερα στην αριστερά της Κύπρου. Κανείς δεν αρνείται το ρόλο εθνικιστικών φασιστικών στοιχείων, τον Γρίβα αλλά και τους Άγγλους πράκτορες. Αλλά η λογική ότι «το ’74 εκτός από την εισβολή, ήταν και η χρονιά της Τόχνης και της Μάραθας», μας θυμίζει το επιχείρημα ότι «εκτός από την ισοπέδωση της Γάζας από το Ισραήλ, υπάρχουν και οι ρουκέτες της Χαμάς».
Κανείς στην αριστερά δεν δικαιολογεί εγκλήματα και πογκρόμ από οποιαδήποτε πλευρά. Δεν μπορεί όμως να μην υπάρχει ιεράρχηση των γεγονότων ανάλογα με την πολιτική τους σημασία και την κεντρικότητα τους. Η εισβολή και η κατοχή της μισής σχεδόν Κύπρου από την Τουρκία είναι το κεντρικό πρόβλημα στη σύγχρονη μορφή του Κυπριακού. Δεν μπορούμε, επίσης, να παραβλέπουμε τον επικαθορισμό της πολιτικής της τουρκοκυπριακής ηγεσίας από το τουρκικό κράτος. Η πρόσφατη επίσκεψη Ερντογάν στο κατεχόμενο τμήμα δεν αφήνει περιθώρια διαφορετικής ερμηνείας. Λαμβάνοντας υπόψη και τις τελευταίες εξελίξεις στη Μέση Ανατολή, η εντεινόμενη επιθετικότητα της Τουρκίας θα επηρεάσει και το Κυπριακό. Η τουρκική πολιτική βλέπει προς τα δυτικά, ειδικά σε συνθήκες που έχει ή θα έχει απώλειες στα ανατολικά της (Κουρδικό κ.λπ.) αλλά και προς την Κύπρο και κάνει πολιτική και συμμαχίες στην περιοχή.
Η κεντρικότητα, λοιπόν, της κατοχής και της αποχώρησης των στρατευμάτων κατοχής, σημαίνει τοποθέτηση του Κυπριακού σε νέα βάση. Γιατί σκοπίμως από τη μεριά των ελληνικών κυβερνήσεων και των διεθνών δυνάμεων, «ξεχνιέται».
Αν αρχίσουμε να συζητάμε για την εσωτερική ρύθμιση, ξεχνώντας την εξωτερική παρέμβαση, είναι σαν να την αποδεχόμαστε de factο. Κι αυτό είναι τεράστια και ασυγχώρητη παράλειψη. Εκτός από τα ψηφίσματα 716 και 750, υπάρχουν και τα 350, 357, 360, 361, 365, που μιλούν για αποχώρηση των στρατευμάτων και τα 541 και 550 που καταδικάζουν την ανακήρυξη του ψευδοκράτους και τον εποικισμό στα Βαρώσια. Όλα τα προηγούμενα γιατί παραλείπονται;
3. Είναι γεγονός ότι σήμερα η Κύπρος και κατ’ επέκταση το Κυπριακό βρίσκονται σε δεινή θέση. Αυτό, δυστυχώς, δυσχεραίνει την αναζήτηση λύσεων που προσμετρούν τις κύριες πτυχές του προβλήματος που σκιαγραφήσαμε προηγούμενα.
Καθήκον της Αριστεράς είναι να βρει τρόπο για να ξεφύγει από τη δύσκολη θέση που βρίσκονται σήμερα η Κύπρος και η Ελλάδα. Όπως δηλώνεται και στο κείμενό μας: στρατηγική της αριστεράς οφείλει να είναι η «στρατηγική πολύπλευρης σύγκλισης Ελλάδας και Κύπρου. Αλληλεγγύης, αδελφικής συμπαράταξης χωρών, κοινωνιών και κινήματος, ενάντια στις γεωπολιτικές επιβουλές για την αποτίναξη των δεσμών της τρόικας και των μνημονίων. Να αποτελέσει η Ελλάδα με την Κύπρο έναν πυρήνα αντίστασης, που, απευθυνόμενος στις χώρες και τους λαούς του ευρωπαϊκού Νότου και της Μεσογείου, να σημάνει την απαρχή μιας διαφορετικής πορείας για του λαούς και τους εργαζόμενους ολόκληρης της Ευρώπης».
Το ερώτημα, λοιπόν, που τίθεται στο τέλος του άρθρου, αν οι «62» αποδέχονται την αυτόνομη υπόσταση του κυπριακού κράτους, δεν είναι ρητορικό, όπως διατείνεται ο Α.Ζ., απλούστατα είναι άκαιρο και μοιάζει σαν να απαντάει σε άλλες απόψεις, παραβλέποντας την παραπάνω ανάλυση που εντάσσει τη σύγκλιση σε μια ευρύτερη προοδευτική στρατηγική.
Μιλάμε με σαφήνεια για ανεξάρτητο και κυρίαρχο κράτος. Δεν παραλείπουμε, όμως, να μιλάμε και για ένα λαό με κοινές πολιτισμικές παραδόσεις και κοινές ιστορικές αγωνίες, με τις δικές μας. Κοινά δεινά και συνεπώς κοινός αγώνας. Η άρνηση της προηγούμενης πραγματικότητας παραπέμπει σε άνευ λόγου εθελούσιο ακρωτηριασμό και δυστυχώς εκεί οδηγεί ο ισχυρισμός του Α.Ζ. ότι «η απόρριψη λύσης στο πλαίσιο του αντι-ιμπεριαλισμού οδηγεί, ιστορικά, σε περισσότερο ιμπεριαλισμό».
4. Δεν μπορούμε να αντιμετωπίζουμε ως ευκαιρία κάθε σχέδιο που πέφτει μόνο και μόνο επειδή… υπάρχει ένα σχέδιο. Γιατί π.χ. το σχέδιο Ανάν θεωρείται προς το συμφέρον του κυπριακού λαού (Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων), όταν δεν τροποποιούταν το καθεστώς των βρετανικών βάσεων; Πώς μπoρεί να θεωρηθεί θετικό ένα σχέδιο στο οποίο με το προτεινόμενο Σύνταγμα οι «δύο πλευρές» θα αποδέχονταν ότι δεν έχουν δικαίωμα να αμφισβητήσουν αυτό το καθεστώς των βάσεων και οι Άγγλοι θα αποκτούσαν κυριαρχικά δικαιώματα στον εναέριο χώρο, στη θάλασσα και στην υφαλοκρηπίδα, τα όρια της οποίας θα καθόριζαν οι ίδιοι;
Τέλος, ως αριστερά έχουμε ένα πολύ βασικό ερώτημα να απαντήσουμε: Ποιες είναι οι πολιτικές προϋποθέσεις για να δοθεί λύση και πώς οικοδομούνται; Δεν θα μπορούσε να είχε μια διαφορετική, προοδευτική εξέλιξη το «όχι» στο σχέδιο Ανάν, ή πιο πρόσφατα, η άρνηση του εκβιασμού της Ε.Ε. απέναντι στην κυπριακή οικονομία; Αλλιώς τα διάφορα συμβάντα κρίνονται βάσει της κατάληξης, αφαιρώντας τη διαδικασία που μεσολαβεί, τους συσχετισμούς και κατά βάθος την πολιτική.
* Η M. Μπρέστα είναι μέλος της Κ.Ε. ΣΥΡΙΖΑ
Πηγή: Εποχή
Ένας Ελληνοκύπριος στο Μπρονξ
Του Αδάμου Ζαχαριάδη
Με αφορμή τη συμπλήρωση σαράντα χρόνων από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο και δέκα από την απόρριψη του Σχεδίου Ανάν αρκετά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ υπογράφουν κείμενο με τίτλο «Αναγκαία όσο ποτέ η σύγκλιση Ελλάδας – Κύπρου. Ενάντια στην κατοχή, τα δεσμά της Τρόικας και των Μνημονίων». Το συγκεκριμένο κείμενο είναι πολύ σημαντικό και χρήζει ιδιαίτερης προσοχής καθώς ίσως για πρώτη φορά σε κείμενο στελεχών (βουλευτών, ευρωβουλευτών, μελών Κ.Ε.) του ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο απουσιάζει η αναφορά στη Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία (ΔΔΟ) αλλά υπογραμμίζεται η ανάγκη για «μια γενναία εκ νέου τοποθέτηση στο όλον πρόβλημα, μακριά από τις λογικές εκείνες που τείνουν και μάλιστα επιμένουν να παρουσιάζουν το Κυπριακό ως πρόβλημα απλής δικοινοτικής διαμάχης κάτι θα λέγαμε, καθ’ υπερβολήν, ως «τριβή» ανάμεσα σε μαύρους και Πορτορικανούς στο Μπρονξ.»
Τι είναι το Κυπριακό και ποια λύση επιδιώκουμε;
Το συγκεκριμένο ερώτημα είναι βασικό για την συνέχιση οποιασδήποτε συζήτησης κυρίως γιατί η όποια απάντηση μας τροφοδοτεί με εργαλεία κατανόησης της σημερινής κυπριακής πραγματικότητας και της λύσης που μπορεί πραγματικά να είναι «δίκαιη και βιώσιμη». Οι συντάκτες του κειμένου έχουν ξεκάθαρη άποψη: «Το Κυπριακό είναι πρόβλημα εισβολής και κατοχής. […] το πρόβλημα υφίσταται εξαιτίας των ανοιχτών εξωτερικών επεμβάσεων της Τουρκίας εναντίον ενός κράτους-μέλους του ΟΗΕ και της ΕΕ, επεμβάσεων που έχουν ήδη επιβάλει τον ακρωτηριασμό της Κυπριακής Δημοκρατίας στον Βορρά…». Πρόκειται για μια θέση την οποία όσοι παρακολουθούν στενά την ιστορία του Κυπριακού συναντούν συχνά στις αναφορές του λεγόμενου «απορριπτικού κέντρου» στην Κύπρο. ΔΗΚΟ, ΕΔΕΚ, Οικολόγοι και πιο πρόσφατα το κόμμα του Γιώργου Λιλλήκα και το ΕΛΑΜ (κυπριακή ΧΑ) ζητούν, με κάθε ευκαιρία, «να επανατοποθετηθεί το Κυπριακό στη σωστή του βάση». Η θέση αυτή στην ουσία οδηγεί στην απόρριψη της –συμφωνημένης από το 1977- λύσης διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας. Μερικοί από αυτούς επισήμως δεν το παραδέχονται. Άλλοι (Λιλλήκας) προτείνουν μια περίεργη μορφή «πολυπεριφερειακής ομοσπονδίας», ενώ το ΕΛΑΜ επαναφέρει την πρόταση της λύσης ενιαίου κράτους με κατοχυρωμένα τα δικαιώματα των Τουρκοκυπρίων ως μειονότητας.
Έτσι έχουν όμως τα πράγματα; Σαφώς το Κυπριακό είναι και ένα πρόβλημα εισβολής και κατοχής. Όμως δεν είναι μόνο τέτοιο! Το Κυπριακό δεν ξεκινά το 1974. Η εθνοτική διένεξη προϋπάρχει του πραξικοπήματος και της εισβολής. Συγκρούσεις και διαφορές ανάμεσα σε ελληνοκύπριους και τουρκοκύπριους έχουμε το 1958, το 1963-64, το 1967 και βεβαίως το 1974 που εκτός από χρονιά της εισβολής είναι και η χρονιά της Τόχνης και της Μάραθας. Δύο τουρκοκυπριακών χωριών που η ελληνοκυπριακή ακροδεξιά αφάνισε από τον χάρτη εξοντώνοντας στην κυριολεξία γυναίκες, άντρες, παιδιά και υπερήλικους.
Πρόκειται είτε για άγνοια είτε για σκόπιμη παράλειψη όσων επιμένουν να παρουσιάζουν το κυπριακό ως πρόβλημα μόνο εισβολής και κατοχής. Πως εξηγούν το γεγονός ότι συνομιλίες γίνονται και πριν το 1974; Πως εξηγούν ότι ακόμα και οι συνομιλίες που γίνονται μετά το 1974 δεν αφορούν μόνο τη διεθνή διάσταση του ζητήματος αλλά καταπιάνονται ισότιμα και με τις εσωτερικές ρυθμίσεις; Τον τρόπο δηλαδή που οι δύο κοινότητες θα ρυθμίσουν τις σχέσεις τους, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους, τα ζητήματα της ιδιοκτησίας αλλά και της ασφάλειας που επιτακτικά θέτουν οι τουρκοκύπριοι δεδομένης της ιστορικής τους εμπειρίας; Με λίγα λόγια η όποια λύση θα πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη και τις δύο πτυχές. Και αυτήν της εισβολής – κατοχής και αυτήν της εθνοτικής διένεξης.
Με αυτά τα δεδομένα, η διζωνική προκρίθηκε και συμφωνήθηκε ήδη από το 1977 και αντιστοιχεί στα σχετικά ψηφίσματα του ΟΗΕ. Το ψήφισμα 716 που εξασφαλίζει την πολιτική ισότητα των δύο κοινοτήτων και το ψήφισμα 750 που καθορίζει την έννοια της ΔΔΟ. Στη βάση αυτών διαπραγματεύονται όλοι οι μέχρι σήμερα πρόεδροι της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Το αν η διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία είναι ένας «οδυνηρός συμβιβασμός», όπως συνηθίζουν να λένε τα κόμματα στην Κύπρο είναι μια άλλου είδους συζήτηση. Η ουσία είναι πως είναι η μόνη ικανή λύση προκειμένου να υπερβούμε την εθνοτική σύγκρουση και να ρυθμιστούν οι εθνοτικές σχέσεις με έναν τρόπο που θα σέβεται τις ευαισθησίες, τις φοβίες και τις ανασφάλειες και των δύο πλευρών και ταυτόχρονα θα αποκαθιστά – στον μέγιστο δυνατό βαθμό – τις βασικές ελευθερίες στο νησί: ιδιοκτησίας, εγκατάστασης των προσφύγων, ελεύθερης διακίνησης κοκ.
Επομένως, όποιοι αποδέχονται τη λύση ΔΔΟ καλούνται σε κάθε σχέδιο επίλυσης να τοποθετηθούν πάνω στο ερώτημα αν αυτό καλύπτει τα βασικά χαρακτηριστικά της. Όποιοι δεν την αποδέχονται (προφανώς οι συντάκτες του κειμένου ανήκουν στη δεύτερη κατηγορία) σωστά και έντιμα διαμαρτύρονται κάθε φορά που προκύπτει έστω και η παραμικρή πρόοδος στις συνομιλίες. Θα πρέπει όμως και αυτοί με την σειρά τους, να προτείνουν μία λύση που θα μπορεί να γίνει αποδεκτή και από την άλλη πλευρά καθώς νομίζω ότι όλοι συμφωνούμε πως δεν αποδεχόμαστε το σημερινό καθεστώς.
Second best solution;
Στην Κύπρο βέβαια, έχουν ήδη ακουστεί ορισμένες τέτοιες προτάσεις: η περίφημη «second best solution». Πρόκειται στην ουσία για ένα συναινετικό διαχωρισμό στον οποίο οι ελληνοκύπριοι θα «κερδίσουν» ολόκληρη την Κυπριακή Δημοκρατία, έστω και στο μισό της έδαφος, οι τουρκοκύπριοι θα «κερδίσουν» μιας μορφής αναγνώριση και φυσικά θα διευθετηθούν οι εξωτερικές πτυχές του Κυπριακού, συμπεριλαμβανομένης και της εκμετάλλευσης του φυσικού αερίου. Αλήθεια, αυτό πόσο θα ενοχλούσε τα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα στην περιοχή; Βέβαια η Κυπριακή Δημοκρατία θα παραμένει ένα «καχεκτικό κράτος» σε καθεστώς εξαίρεσης ανίκανο να διασφαλίσει τα συμφέροντα και τα δικαιώματα όσων ζουν σε αυτό. Για αυτό και προκαλεί μεγάλη εντύπωση το πιο κάτω απόσπασμα του κειμένου: «Η Κυπριακή Δημοκρατία, […] αποτελεί ένα σύγχρονο δημοκρατικά λειτουργούν κράτος που εγγυάται αποτελεσματικά τα ανθρώπινα δικαιώματα για όλους τους Κύπριους πολίτες, ανεξάρτητα από την θρησκεία τους ή την εθνική τους καταγωγή και με πλήρη σεβασμό προς αυτές.» Αλλά αν σε κάτι θα συμφωνούσαμε με τους συντάκτες του κειμένου είναι ότι «Το κριτήριο του ποιος υποστηρίζει ποιον, διατηρεί και στην περίπτωση αυτή την απόλυτη αξία του».
Μήπως όμως δεν είναι η κατάλληλη ώρα για λύση;
Πολλοί στην Αριστερά υποστηρίζουν πως η Κύπρος βρίσκεται αυτή τη στιγμή σε δεινή διαπραγματευτική θέση λόγω της οικονομικής κρίσης και της μνημονιακής πολιτικής που ακολουθείται από την κυβέρνηση Αναστασιάδη.
Είναι όμως γνωστό ότι όσο καθυστερεί η συμφωνία τόσο χειρότερα γίνονται τα πράγματα. Μια ματιά στα προηγούμενα σχέδια επίλυσης είναι ικανή να πείσει και τον πιο άπιστο σε αυτό το ζήτημα. Η παρέλευση του χρόνου αλλοιώνει καταστάσεις και συνειδήσεις και δημιουργεί τετελεσμένα που σε λίγα χρόνια θα είναι αδύνατον να ξεπεραστούν. Το περιουσιακό για παράδειγμα, μια από τις μεγάλες ανησυχίες της ε/κ πλευράς, ήδη «διευθετείται» με τις αρνητικές αποφάσεις του ΕΔΑΔ. Το ζήτημα του επικοισμού καθίσταται ολοένα και πιο σύνθετο. Αυτή τη στιγμή υπάρχουν παιδιά «δεύτερης και τρίτης γενιάς εποίκων», μεικτοί γάμοι κοκ. Πόσο εύκολο είναι –ειδικά για την Αριστερά- να λύσει ένα τέτοιο ζήτημα;
Και ο ιμπεριαλισμός;
Μια άλλη ένσταση θέτει το ζήτημα του ιμπεριαλισμού και του ρόλου των ΗΠΑ στην διαδικασία με αφορμή την εξεύρεση υδρογονανθράκων στην κυπριακή θάλασσα. Βασική επιδίωξη των ΗΠΑ είναι να δημιουργηθεί ένα πλαίσιο σταθερότητας στην περιοχή προκειμένου να γίνεται ασφαλώς η διέλευση του αερίου. Αυτό δημιουργεί προϋποθέσεις λύσης. Γνωρίζουν όμως – όπως και η Τουρκία – ότι προκειμένου αυτό να επιτευχθεί χρειάζεται η λύση να είναι κοινά αποδεκτή. Σε ποιο σημείο αυτό είναι αντιπαραθετικό από τα συμφέροντα ελληνοκυπρίων και τουρκοκυπρίων; Η απόρριψη λύσης στο πλαίσιο του αντι-ιμπεριαλισμού οδηγεί, ιστορικά, σε περισσότερο ιμπεριαλισμό. Μετά το «Όχι» του 2004 οδηγηθήκαμε σε μια πολιτικο-στρατιωτική συμμαχία με το Ισραήλ προκειμένου να ενδυναμωθεί η θέση της Κυπριακής Δημοκρατίας έναντι της Τουρκίας. Επιπλέον, η απόρριψη του σχεδίου Ανάν οδήγησε στην μονομερή ένταξη στην Ε.Ε. και την ευρωζώνη με σκοπό της ενίσχυση της ε/κ πλευράς και την αύξηση πίεσης στην τ/κ. Ο ιμπεριαλισμός συνεχίζει να παγιώνεται και τα συμφέροντα μπορούν να εξυπηρετηθούν και με μια ομαλοποιημένη διαίρεση της Κύπρου. Σε μια τέτοια περίπτωση όμως, τα στρατεύματα (ελληνικά, τουρκικά, βρετανικά) θα παραμείνουν στο νησί και ο ρόλος της Τουρκίας στην βόρεια πλευρά θα αυξάνεται συνεχώς. Η θέση της ε/κ δεξιάς για ένταξη στο ΝΑΤΟ για λόγους ασφάλειας θα ενισχυθεί και το πάγιο αίτημα της ε/κ αριστεράς για πλήρη αποστρατικοποίηση θα ηττηθεί τελεσίδικα και ολοκληρωτικά.
Την Ελλάδα θέλομεν κι ας τρώγωμεν πέτρες;
Ένα άλλο σημείο του κειμένου το οποίο χρήζει ιδιαίτερης προσοχής είναι αυτό στο οποίο οι συντάκτες τονίζουν ότι: «Ήρθε ο καιρός να εγκαταλειφτεί το δόγμα – φύλο συκής των ευθυνών των ελλαδικού Ελληνισμού – ότι η Κύπρος αποφασίζει και η Ελλάδα συμπαρίσταται…». Πρόκειται για θέση που προκαλεί μεγάλη εντύπωση. Ξεχνούν οι συντάκτες του κειμένου ότι η Κύπρος, με βάση το σύνταγμά της, είναι ένα δικοινοτικό κράτος όπου ισότιμα ελληνοκύπριοι και τουρκοκύπριοι συναποφασίζουν; Κι αν ξεχνούν αυτό ας ανατρέξουν στις δικές τους αναφορές περί ανεξάρτητης Κυπριακής Δημοκρατίας και ισότιμου μέλους της ΕΕ και των διεθνών οργανισμών. Αποδέχονται ότι η Κύπρος είναι ένα ανεξάρτητο κράτος ή την θεωρούν ελληνικό έδαφος; Το ερώτημα μάλλον ρητορικό.
Πηγή: Εποχή