Με μεγάλο ενδιαφέρον και τεράστια συμμετοχή, που ίσως και να ξεπέρασε τα 2.000 άτομα, πραγματοποιήθηκε χτες στο Πολυτεχνείο η διάλεξη του Σλάβοϊ Ζίζεκ, την οποία οργάνωσε το Αριστερό Βήμα Διαλόγου και Κοινής Δράσης.

Εκ μέρους του Αριστερού Βήματος τη συζήτηση διηύθυνε ο Γ. Μανιάτης. Σύντομη παρέμβαση έκανε ο καθηγητής Κ. Δουζίνας ο οποίος εξέφρασε ένα τριπλό «κατηγορώ»: Για τους Έλληνες διανοούμενους (με ορισμένες εξαιρέσεις βεβαίως) που μέσα σ’ αυτή την καταιγιστική κρίση δεν τολμούν να ορθώσουν το ανάστημά τους λόγω των σχέσεών τους με την εξουσία και τις Βρυξέλλες, για τους μεγαλοδημοσιογράφους που συμμετέχουν στην ιδεολογική τρομοκρατία του πληθυσμού, τονίζοντας ότι ενώ στην Ιρλανδία ακόμη και οι δημοσιογράφοι του κατεστημένου επιτέθηκαν στην πολιτική εξουσία και την εξέθεσαν, εδώ δεν τολμούν να κάνουν ούτε αυτό που υπαγορεύει η ορθή άσκηση του επαγγέλματός τους, και για την ελληνική Αριστερά που μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες αδυνατεί να πάρει κάποια κοινή πρωτοβουλία, κινδυνεύοντας να χάσει μια ακόμη ευκαιρία αλλαγής των πολιτικών συσχετισμών.
Στη συνέχεια παρουσιάζουμε ελάχιστα αποσπάσματα από τη διάλεξη που αφορούν μείζονα ζητήματα της περιόδου.

[…] Σήμερα… μετά από δεκαε-τίες κοινωνικού κράτους (ή μάλλον υπόσχεσης κοινωνικού κράτους), κατά τις οποίες τα μέτρα λιτότητας περιορίζονταν σε σύντομες περιόδους και συνοδεύονταν από την υπόσχεση ότι τα πράγματα σύντομα θα επέστρεφαν στην ομαλότητα, εισερχόμαστε σε μια νέα περίοδο κατά την οποία η κρίση -ή μάλλον ένα είδος οικονομικής κατάστασης εκτάκτου ανάγκης- μαζί με την ανάγκη κάθε είδους μέτρων λιτότητας […] γίνονται μόνιμες, σταθερές της καθημερινότητας, ένας νέος τρόπος ζωής.
Τι σημαίνει αυτό για την Αριστερά της εποχής μας; Στην ψυχαναλυτική θεραπεία, οφείλει κανείς να αποσαφηνίσει τι πραγματικά επιθυμεί: Θέλω, πράγματι, αυτό που νομίζω ότι θέλω; […]

Η αγορά ως ηγεμονική ιδεολογία
Η καπιταλιστική νεωτερικότητα επέβαλε τη διπλή ηγεμονία του δημόσιου σχολικού συστήματος και της ιδεολογίας του νόμου. Οι ιδιώτες μεταμορφώθηκαν σε νομικά υποκείμενα μέσω της υποχρεωτικής καθολικής εκπαίδευσης, ενώ τα υποκείμενα εγκαλούνται από τη νομική τάξη πραγμάτων ως πατριώτες, ελεύθεροι πολίτες. Έτσι, διατηρήθηκε το χάσμα ανάμεσα στον μπουρζουά και τον πολίτη, ανάμεσα στον εγωιστή-χρησιμοθηρικό ιδιώτη που ασχολείται με τα ιδιωτικά του συμφέροντα και τον πολίτη που αφιερώνεται στο καθολικό πεδίο του κράτους.
Στο βαθμό που, στην αυθόρμητη αντίληψη περί ιδεολογίας, η τελευταία περιορίζεται στην καθολική σφαίρα του πολίτη, ενώ η ιδιωτική σφαίρα των εγωιστικών συμφερόντων παραμένει «προ-ιδεολογική», το ίδιο το χάσμα μεταξύ ιδεολογίας και μη ιδεολογίας γίνεται κομμάτι της (σ.σ. κυρίαρχης, αστικής) ιδεολογίας. Αυτό που συνέβη στο τελευταίο στάδιο του μεταμοντέρνου καπιταλισμού, μετά το 1968, είναι ότι η ίδια η οικονομία -η λογική της αγοράς και του ανταγωνισμού- επιβλήθηκε βαθμιαία ως η ηγεμονική ιδεολογία:
– Στην εκπαίδευση, γινόμαστε μάρτυρες της βαθμιαίας απο-διάρθρωσης του κλασικού, αστικού Ιδεολογικού Μηχανισμού του Κράτους, του δημόσιου σχολείου. Το σχολικό σύστημα γίνεται ολοένα και λιγότερο υποχρεωτικό δίκτυο, ανυψωμένο υπεράνω της αγοράς και οργανωμένο κατευθείαν από το κράτος, φορέας των αξιών του διαφωτισμού – ελευθερία, ισότητα, αδελφότητα. Στο όνομα της ιερής φόρμουλας «μικρότερο κόστος, μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα», διαπερνάται βαθμιαία από διάφορες μορφές εταιρικών σχέσεων δημοσίου-ιδιωτικού.
– Στο επίπεδο της οργάνωσης και της νομιμοποίησης της εξουσίας, το εκλογικό σύστημα γίνεται αντιληπτό ολοένα και περισσότερο ως μοντέλο ανταγωνισμού της αγοράς: οι εκλογές μοιάζουν με εμπορική ανταλλαγή, όπου οι ψηφοφόροι «αγοράζουν» το πακέτο υπηρεσιών διατήρησης της τάξης, δίωξης του εγκλήματος και πάει λέγοντας, με κριτήριο τη μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα. Στο όνομα της ίδιας φόρμουλας -«μικρότερο κόστος, μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα»- λειτουργίες που άλλοτε αποτελούσαν αποκλειστικότητα της κρατικής εξουσίας, όπως οι φυλακές, τώρα ιδιωτικοποιούνται. Ο στρατός δεν βασίζεται πλέον στην καθολική θητεία, αλλά στελεχώνεται από μισθοφόρους. […]
Η πλήρης μετατροπή της ιδεολογίας σε φυσική κατάσταση πραγμάτων (εξάλειψη της ιδεολογίας από την ίδια την ιδεολογία) επιβάλλει ένα δυσάρεστο αλλά αναπόδραστο συμπέρασμα αναφορικά με την παγκόσμια, κοινωνική δυναμική του καιρού μας: Σήμερα είναι ο καπιταλισμός που εμφανίζεται πραγματικά ως επαναστατικός, καθώς κατά τις τελευταίες δεκαετίες μεταμόρφωσε ολόκληρο το τοπίο, από τις τεχνολογίες μέχρι την ιδεολογία, ενώ τόσο οι συντηρητικοί όσο και οι σοσιαλδημοκράτες κατά κανόνα απλώς αντιδρούσαν σε αυτές τις αλλαγές, προσπαθώντας εναγωνίως να διατηρήσουν κάποια από τα παλαιά κεκτημένα. Σε έναν παρόμοιο αστερισμό, η ίδια η ιδέα του ριζικού κοινωνικού μετασχηματισμού μπορεί να ακούγεται σαν αδύνατο όνειρο, αλλά ο όρος «αδύνατο» επιβάλλει να σταματήσουμε λίγο και να σκεφτούμε. Σήμερα, το δυνατό και το αδύνατο κατανέμονται κατά έναν παράξενο τρόπο, έτσι που και τα δύο εκρήγνυνται ταυτόχρονα στην υπερβολή. Από τη μια πλευρά, στα πεδία των προσωπικών ελευθεριών και της επιστήμης-τεχνολογίας, ακούμε ότι «τίποτα δεν είναι αδύνατο». […]
Από την άλλη, στο πεδίο των οικονομικο-κοινωνικών σχέσεων, η εποχή μας αντιλαμβάνεται τον εαυτό της ως εποχή της ωριμότητας, στην οποία με την κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων η ανθρωπότητα εγκατέλειψε τις παλιές, χιλιαστικές ουτοπίες και αποδέχθηκε τις δεσμεύσεις που επιβάλλει η πραγματικότητα (διάβαζε η καπιταλιστική, οικονομικο-κοινωνική πραγματικότητα, με όλα τα αδύνατα που ορθώνει μπροστά μας). Η εντολή «δεν» είναι το σύνθημα της ημέρας: Δεν μπορείς να συμμετάσχεις σε μεγάλα συλλογικά εγχειρήματα, τα οποία αναγκαστικά θα καταλήξουν στον τρόμο τού ολοκληρωτισμού. Δεν μπορείς να αγκιστρωθείς στο παλιό κράτος πρόνοιας, το οποίο σε κάνει μη ανταγωνιστικό και οδηγεί σε οικονομική κρίση. Δεν μπορείς να απομονωθείς από την παγκόσμια αγορά κ.λπ. Στην ιδεολογική εκδοχή της, η οικολογία έρχεται να προσθέσει το δικό της κατάλογο των αδύνατων, των απαγορευτικών ορίων. Για παράδειγμα, απαγορεύεται να αυξηθεί η παγκόσμια θερμοκρασία ένα ή δύο βαθμούς παραπάνω, που βασίζονται επίσης σε κάποιες «εκτιμήσεις ειδικών».
Ο λόγος είναι ότι ζούμε σε μια μετα-πολιτική εποχή μετατροπής της οικονομίας σε δεύτερη Φύση: Οι πολιτικές αποφάσεις παρουσιάζονται κατά κανόνα ως επιταγές μιας αμιγώς οικονομικής αναγκαιότητας. Όταν επιβάλλονται μέτρα λιτότητας, μας λένε ξανά και ξανά ότι είναι εντελώς αναγκαία. Επομένως, έχει έρθει ίσως η ώρα να αναθεωρήσουμε τις απόψεις μας περί δυνατού και αδύνατου: Κάτι λάθος πρέπει να υπάρχει σε έναν κόσμο όπου είναι δυνατό να γίνουμε αθάνατοι, αλλά αδύνατο να ξοδέψουμε λίγο περισσότερα χρήματα για την εκπαίδευση.

Το βαθύτερο πρόβλημα
Το πρόβλημα εδώ είναι βαθύτερο από ό,τι εμφανίζεται: Ένα από τα κυριότερα χαρακτηριστικά του σημερινού καπιταλισμού είναι η ιδιωτικοποίηση αυτού που ο Μαρξ ονόμασε «γενική διάνοια» – ένα ζήτημα που βρίσκεται στον πυρήνα της διαπάλης γύρω από τα πνευματικά δικαιώματα. Σ’ αυτό το πλαίσιο, η οικονομική εκμετάλλευση με την κλασική, μαρξιστική έννοια δεν είναι πλέον δυνατή, γι’ αυτό είναι ανάγκη να επιβάλλεται ολοένα και περισσότερο με χρήση του νομικού οπλοστασίου, δηλαδή εξωοικονομικών δυνάμεων. Να γιατί γίνεται αναγκαία, ολοένα και περισσότερο, η απευθείας ενεργοποίηση της εξουσίας, ώστε να επιβληθούν οι αυθαίρετες, νομικές προϋποθέσεις για την απόσπαση ρέντας (προσόδου), κάτι που δεν διασφαλίζεται «αυθόρμητα», από τη λειτουργία της αγοράς. Ίσως εδώ βρίσκεται η θεμελιώδης αντίθεση του σύγχρονου, «μεταμοντέρνου» καπιταλισμού. Ενώ η λογική του είναι η απορρύθμιση, το λιγότερο κράτος, η νομαδική-μη εδαφική ανάπτυξη κ.λπ., η βασική τάση της «μετατροπής του κέρδους σε ρέντα» σηματοδοτεί τον ενισχυμένο ρόλο του κράτους, του οποίου η ρυθμιστική (και όχι μόνο) λειτουργία είναι πανταχού παρούσα. […]
Για να θέσουμε το ζήτημα λίγο διαφορετικά, ο σύγχρονος καπιταλισμός προκαλεί καταστάσεις όπου απαιτούνται μεγάλης κλίμακας κρατικές παρεμβάσεις, αλλά το πρόβλημα είναι ότι το κοινοβουλευτικό-δημοκρατικό θεσμικό πλαίσιο δεν επιτρέπει γρήγορες, ριζοσπαστικές παρεμβάσεις. Ξαφνικές χρηματοπιστωτικές κρίσεις, οικολογικές καταστροφές, μεγάλης κλίμακας οικονομικές αναδιαρθρώσεις, όλα αυτά απαιτούν ένα σώμα με καθαρή εξουσιοδότηση να επιβάλει γρήγορα αποτελεσματικά αντίμετρα, παρακάμπτοντας τις αβρότητες των μακρόσυρτων, δημοκρατικών διαβουλεύσεων. […] Δεν είναι να εκπλήσσεται κανείς που, σε μια τέτοια ατμόσφαιρα, αυταρχικά καθεστώτα σαν εκείνο της Κίνας αποδεικνύονται αποτελεσματικότερα από τις σύγχρονες δημοκρατίες […].
Μήπως δεν είναι αυτό η έσχατη ένδειξη θριάμβου του καπιταλισμού; Μια άλλη ένδειξη αυτού του θριάμβου είναι το γεγονός ότι η κυρίαρχη ιδεολογία μπορεί να ανέχεται αυτό που εμφανίζεται ως ανελέητη κριτική. Δεν έχουμε έλλειμμα αντικαπιταλισμού στις μέρες μας, αντίθετα γινόμαστε μάρτυρες πληθωρικής κριτικής στα δεινά που συσσωρεύει ο καπιταλισμός. […] Υπάρχει, όμως, μια παγίδα σε όλο αυτό το χείμαρρο της κριτικής: Αυτό που δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση είναι το δημοκρατικό- φιλελεύθερο πλαίσιο της πάλης εναντίον αυτών των ακροτήτων. […] Αυτή είναι η ιερή αγελάδα που δεν τολμούν να αγγίξουν ακόμη και οι τις πιο ριζοσπαστικές μορφές «ηθικού καπιταλισμού», όπως τα κινήματα τύπου Σιάτλ και Πόρτο Αλέγκρε.

Το ζήτημα της ελευθερίας και της εξουσίας
Εδώ είναι που η θεμελιώδης θέση του Μαρξ παραμένει ισχυρή, ίσως μάλιστα περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Για τον Μαρξ, το ζήτημα της ελευθερίας δεν τοποθετείται πρωταρχικά στην καθαυτό πολιτική σφαίρα, όπως το θέλει η αντίληψη των δυτικών θεσμών, που όταν θέλουν να κρίνουν το βαθμό φιλελευθερισμού μιας χώρας θέτουν τα ερωτήματα: Έχει ελεύθερες εκλογές; Έχει ανεξάρτητη δικαιοσύνη; Είναι ο Τύπος ελεύθερος από κρυφές πιέσεις; Γίνονται σεβαστά τα ανθρώπινα δικαιώματα; Το κλειδί για την πραγματική ελευθερία βρίσκεται περισσότερο στο «μη πολιτικό» δίκτυο των κοινωνικών σχέσεων, από την αγορά μέχρι την οικογένεια, όπου η απαιτούμενη αλλαγή δεν είναι η πολιτική μεταρρύθμιση, αλλά ο μετασχηματισμός των κοινωνικών σχέσεων, πράγμα που σημαίνει επαναστατική, ταξική πάλη, όχι δημοκρατικές εκλογές ή άλλα πολιτικά μέτρα με τη στενή έννοια του όρου.
Δεν ψηφίζουμε για να αποφασίσουμε ποιος θα κατέχει τι ή για τις σχέσεις εργατών- διευθυντών στο εργοστάσιο. Όλα αυτά αφήνονται σε διαδικασίες εκτός της πολιτικής σφαίρας και είναι αυταπάτη να πιστέψουμε ότι μπορούμε να αλλάξουμε την κατάσταση πραγμάτων, απλώς «επεκτείνοντας» τη δημοκρατία σ’ αυτή τη σφαίρα – π.χ. οργανώνοντας «δημοκρατικές» τράπεζες υπό λαϊκό έλεγχο. Η ριζοσπαστική αλλαγή σε αυτό το πεδίο βρίσκεται έξω από τη σφαίρα των νομικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων. Φυσικά, παρόμοιες δημοκρατικές διαδικασίες μπορεί να παίξουν θετικό ρόλο. Παραμένουν, όμως, στοιχεία του αστικού κράτους, σκοπός του οποίου είναι να εγγυηθεί την ομαλή αναπαραγωγή του κεφαλαίου.
Στενά συνδεδεμένη με την αναγκαία αποφετιχοποίηση των «δημοκρατικών θεσμών» είναι η αποφετιχοποίηση του αρνητικού τους αντίστοιχου: της βίας. Ο Μπαντιού πρότεινε πρόσφατα τη φόρμουλα της «αμυντικής βίας». Πρέπει να καταγγείλουμε τη βία (π.χ. τη βίαιη κατάληψη της εξουσίας) ως βασικό τρόπο δράσης να στραφούμε στην οικοδόμηση ελεύθερων χώρων σε απόσταση από την κρατική εξουσία, έξω από την κυριαρχία της […]
Το πρόβλημα με αυτή τη στρατηγική είναι ότι στηρίζεται σε μια βαθιά προβληματική διάκριση μεταξύ «ομαλής» λειτουργίας του κρατικού μηχανισμού και «υπερβάλλουσας» χρήσης κρατικής βίας. Ωστόσο είναι αδύνατο να διαχωρίσει κανείς τη βία από την ίδια την ύπαρξη της αγοράς και του κράτους. Στην παρέμβασή του στο Αριστερό Φόρουμ του Λονδίνου, το 2010, ο Τζον Χόλογουεϊ, άρτι αφιχθείς από την Ελλάδα, ανέφερε ως παράδειγμα άσκησης του κομμουνισμού ένα πάρκο στην Αθήνα που είχε καταληφθεί από διαδηλωτές και λειτουργούσε ως απελευθερωμένη ζώνη, με αφίσες στις εισόδους του που έγραφαν «Απαγορεύεται η είσοδος στον καπιταλισμό». […]
Αλλά οι καπιταλιστές, αναμφίβολα, θα χαιρέτιζαν παρόμοιες νησίδες ως ζώνες αναψυχής που δίνουν στους εργάτες τους μεγαλύτερη ζωτικότητα όταν επιστρέφουν στη δουλειά. Οφείλουμε, λοιπόν, να είμαστε προσεκτικοί όταν ακούμε για παρόμοιες ζώνες απόσυρσης, όπου ο Μπαντιού συναντά τον Χόλογουεϊ. Είναι εύκολο να πει κανείς ότι, δεδομένων των καταστροφικών αποτελεσμάτων που είχε το κομμουνιστικό κίνημα του εικοστού αιώνα, με τον προσήλωσή του στην κατάληψη της εξουσίας, οφείλουμε να καταγγείλουμε τη βία, περιορίζοντάς την στην προάσπιση ελεύθερων χώρων απόσυρσης.
Ωστόσο, οφείλει κανείς να λάβει εξίσου υπ’ όψιν πως αυτοί που ασκούν το κρατικό μονοπώλιο στη βία πάντα αγαπούν εκείνους που διατείνονται ότι τα προβλήματα είναι «βαθύτερα» από το ποιος έχει την εξουσία, αφού τέτοιου είδους άνθρωποι δεν αντιπροσωπεύουν καμία απειλή για την κυριαρχία τους.

* Ολόκληρη τη διάλεξη μπορείτε να τη βρείτε στο www.aristerovima.gr
Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!