Εν μέσω της γενικής κατάστασης με τα πολλαπλά προβλήματα και τις ποικίλες εκδηλώσεις μιας βαθιάς συστημικής κρίσης, τέτοιας που αγκαλιάζει όλες τις σφαίρες της κοινωνικής ζωής διεθνώς και εσωτερικά, τα νέα «μαντεία», οι δημοσκοπικές εταιρίες, έχουν πιάσει ξανά έντονη δουλειά.
Τη δουλειά τους κάνουν, αν και δεν δικαιολογούν ποτέ τις παταγώδεις αποτυχίες που έχουν στις προβλέψεις, τις απανωτές διαψεύσεις των προβλέψεών τους (αφού βγάζουν χρησμούς που χαϊδεύουν τα αυτιά όποιου τις παρήγγειλλε, γιατί χωρίς παραγγελία δεν υπάρχει «έργο»). Το νέο τους εύρημα (αναφερόμαστε σε δύο ξεχωριστές πρόσφατες έρευνες) είναι η ζήτηση «κέντρου», και πιο συγκριμένα η ζήτηση του πιο ωραίου εκφραστή του κέντρου ανάμεσα στους τρεις (Μητσοτάκη, Τσίπρα, Ανδρουλάκη). Η ερώτηση «ποιος από τους τρεις εκφράζει καλύτερα το κέντρο» τείνει να δημιουργήσει την «ανάγκη κέντρου».
Τι είναι το «κέντρο» στις σημερινές συνθήκες; Είναι η εναρμόνιση μιας διακυβέρνησης και ενός πλαισίου άσκησης πολιτικής που να συμβαδίζει με τις προδιαγραφές του ψηφιακού μετασχηματισμού και της πράσινης μετάβασης. Το κέντρο εμφανίζεται ως ωραίο προϊόν, αφού δεν είναι ούτε δεξιά ούτε αριστερά, είναι απλώς «κέντρο». Το πιο κοντά στην πραγματικότητα όνομά του είναι «ακραίο κέντρο» ή και «εξτρεμιστικό κέντρο» ή και «φονταμενταλιστικό κέντρο» υπηρέτησης του μεγάλου μετασχηματισμού που συντελείται με τα γενικά και πράσινα συνθήματα της παγκοσμιοποίησης. Γιατί πράσινα; Επειδή δεν υπάρχει σλόγκαν και σύνθημα που να μην βάφεται με πράσινο χρώμα. Έχουμε μπροστά μας την εκκόλαψη ενός «πράσινου καπιταλισμού» που επιζητεί «πράσινη μετάβαση», μέσα από εκτεταμένες καταστάσεις έκτακτης ανάγκης. Για το ακραίο κέντρο, οι όροι αριστερά και δεξιά εμπίπτουν στις μεγάλες αφηγήσεις, άρα δεν έχουν θέση στη σύγχρονη πολιτική σφαίρα. Επειδή το πολιτικό πεδίο είναι αφυδατωμένο από ιδεολογία, είναι τεχνοκρατικό, αποστειρωμένο, ουδέτερο και απογυμνωμένο.
Η αναζήτηση του πιο ωραίου εκφραστή του κέντρου μοιάζει με διαδικασία ευθυγράμμισης και παράλληλα κοντέματος της τριάδας που αναφέραμε. Πιο σωστά, κοντέματος των δύο (Μητσοτάκη, Τσίπρα) και φουσκώματος του τρίτου (Ανδρουλάκη). Στην πορεία μπορεί η αναζήτηση να οδηγηθεί με πολύ «αθώο» τρόπο στο «κανένας από τους δύο», και «ο τρίτος είναι ωραίος, αλλά άπειρος». Τότε η αναζήτηση θα στραφεί σε προσωπικότητα που να ανταποκρίνεται στις ακροκεντρώες προδιαγραφές («επιτέλους μεταρρυθμίσεις», κλείσιμο εθνικών ζητημάτων, φουλ πράσινες ιδιωτικοποιήσεις, πάταξη των «αρνητών» κάθε είδους).
Όλοι είναι πλήρως ενημερωμένοι, αλλά όχι ευθυγραμμισμένοι. Οι Μητσοτάκης και Τσίπρας έχουν λόγους να μην θέλουν να κοντύνουν. Ξέρουν όμως ότι δεν έχουν ισχύ να αλλάξουν τον ρου της πολιτικής σκηνής από τις προδιαγραφές του «κέντρου». Προσαρμόζονται και προς το παρόν πλαγιοκοπούν πρόσωπα που πιθανά να παίξουν ρόλο. Η τοποθέτηση του κ. Χουλιαράκη (παιδιού του Δραγασάκη και μέλους της διαπραγματευτικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ με την Τρόικα) ως συμβούλου του Στουρνάρα (που επιβιώνει υπεράνω πολιτικού συστήματος τόσα χρόνια, ως διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας που υπάγεται απευθείας στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα), εντάσσεται στις πλαγιοκοπήσεις-ευθυγραμμίσεις. Το ίδιο και οι κινήσεις του Ανδρουλάκη και του μέντορά του κ. Βενιζέλου.
Χρονιά πολιτικών εξελίξεων το 2022 και σε προεκλογική τροχιά όλες οι δυνάμεις (ερήμην του λαού, ή και με την ανοχή ενός κουρασμένου και σε ύπνωση λαού, που μόλις συνέλθει λίγο από το ένα χαστούκι τρώει κι άλλη μπουνιά, και δύο χρόνια ούτε καν προαυλίζεται μέσα στην υγειονομική δικτατορία). Το «κέντρο» εκκολάπτεται σε συνθήκες κατάργησης του δημόσιου χώρου, ακύρωσης της Πολιτικής και έντονων σπασμών μιας κρίσης που γεννά αβεβαιότητα σε όλους. Και στους πάνω, και στους κάτω, και αριστερά, και δεξιά. Το «κέντρο» μοιάζει με σίριαλ πολλών επεισοδίων και ανατροπών. Τώρα γίνονται οι βολιδοσκοπήσεις, ακολουθούν οι τρικλοποδιές.
Το ερώτημα είναι: Απλά θα παρακολουθούμε το έργο που παίζεται; Τι θα σήμαινε μια Πολιτική που θα κόντραρε το «ακραίο κέντρο»; Σκεφτείτε το σοβαρά.