Μέρος β’

«γ) Αν και τα υψηλά επιτόκια των πιστώσεων προς τη βιομηχανία και το εμπόριο θα μπορούσαν να αποτελέσουν, αυτά και μόνα, τεκμήρια αδιάσειστα για το ότι τα βιομηχανικά και εμπορικά κέρδη είναι μεγάλα, η ειδική έρευνα των περιπτώσεων καταδεικνύει την ύπαρξη μεικτού βιομηχανικού κέρδους μεταξύ 40-45% και αντίστοιχου εμπορικού 35-40%. Αυτό μεταφράζεται σε μια μάζα κέρδους από δισεκατομμύρια προπολεμικές δραχμές, από την οποία ωστόσο δεν επενδύεται στην παραγωγή παρά ένα μικρό ποσοστό, σχεδόν ίσο προς το ετήσιο ολικό ποσό των αποσβέσεων.
»δ) Πρέπει να θεωρηθή ως βέβαιο, ότι τα τρία τέταρτα των γεωργικών επιχειρήσεων δεν αναπαράγουν παρά τους όρους μιας αθλίας ζωής. Οι κάτοχοι των αγροτικών αυτών μικροεκμεταλλεύσεων δεν πραγματοποιούν από την αξίαν της παραγωγής των ούτε ένα υποφερτό ημερομίσθιο. Οι περισσότεροι δε απ’ αυτούς δεν μετέχουν παρά κατά ένα ποσοστό ελάχιστο στον ετήσιο οικονομικό κύκλο, ούτε ως πωλητές, ούτε ως αγοραστές προϊόντων. Εκτός αυτό και οι αγροτικές εκείνες επιχειρήσεις που παράγουν για την αγορά υφίστανται άμεσα τις συνέπειες του υψηλού τόκου των αγροτικών δανείων, την υποχρεωτική πώληση των προϊόντων τους σε εμπορικά μονοπώλια (υποχρεωτική συγκέντρωση σιταριού) ή παρακρατικούς οργανισμούς, πίσω από τους οποίους δρα προνομιακά το κερδοσκοπικό κεφάλαιο με τη μέθοδο των μίνιμουμ τιμών. Ωστόσο, μια ενεργητική συμμετοχή των παραγωγών αυτών στην οικονομική ζωή θα μετέβαλλε ριζικά τα δεδομένα του προβλήματός μας. Αυτό όμως είναι ταυτόσημο πρώτο με την εκβιομηχάνιση, δηλαδή με την απορρόφηση μεγάλων εφεδρειών∙ διαθεσίμων εργατικών δυνάμεων από νέους κλάδους βαρειάς και ελαφράς βιομηχανίας και δεύτερο με την εκτατική και εντατική ανάπτυξη και βελτίωση των γαιών, την συνεταιριστική ανάπτυξη της μηχανικής καλλιέργειας, την ημιτυποποίηση των προϊόντων από συνεταιριστικές γεωργικές βιομηχανίες, τον πιο πέρα διαφορισμό των καλλιεργειών.
»Η κάτοψη αυτή του όλου μας προβλήματος φέρει στην πρώτη σειρά των επιδιώξεων τη δημιουργία βαρειάς βιομηχανίας, σε συνάρτηση προς την εκμετάλλευση των υδατοπτώσεων, καθώς και την ανάπτυξη ελαφρών βιομηχανιών, μέσα σ’ ένα συσχετισμό μεγεθών κεφαλαίου και χρονικής αλληλουχίας επενδύσεων. Τόσο όμως η δημιουργία βαρειάς βιομηχανίας, όσο και η δημιουργία ελαφρών εξέρχεται από τα όρια, τις δυνατότητες, ακόμα δε και τις βλέψεις της «ατομικής πρωτοβουλίας» και της ελληνικής επιχειρηματικής δράσεως, η οποία, σαν κερδοσκοπική που είναι, αποφεύγει μεγάλες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου.
»Έτσι, αυτό που παρουσιάζεται ως επιτακτική ανάγκη για την οικονομία της χώρας, η οποία διαθέτει όλα τα στοιχεία της ανάπτυξης, δεν παρουσιάζεται καθόλου ως ανάγκη επιχειρηματικής δράσεως του ατομικού κεφαλαίου, προκύπτει δε αντινομία, που οδηγεί στο σημερινό αδιέξοδο. Όλη η εξέλιξη από την απελευθέρωσή μας ως σήμερα, δεν είναι από την πλευρά της οικονομικής πολιτικής, παρά μια επιβεβαίωση της αντινομίας αυτής και χαρακτηριστική απόδειξη των ακατανίκητων αδυναμιών του κόσμου της κερδοσκοπίας να δώσει θετική λύση στην οξεία κρίση που εξαρθρώνει τη ζωή του έθνους. Η πραγματική άρση της αντινομίας κείται στην πρόταξη του κοινού συμφέροντος, που σημαίνει έλεγχο και κινητοποίηση των δυνάμεων της παραγωγής εις εκτέλεσιν σχεδίου ανασυγκροτήσεως και ανοικοδομήσεως.
»Την χρηματοδότηση του σχεδίου αυτού, που προαπαιτεί φυσικά εσωτερική ομαλότητα, η χώρα δύναται να την εξασφαλίσει. Πρώτο με εσωτερικούς πόρους και δεύτερο με εξωτερική βοήθεια. Το πρώτο θα απαιτούσε μια γενναία και δίκαιη φορολογική μεταρρύθμιση∙ ενώ το δεύτερο είναι υπόθεση όρων δανεισμού. Η ΕΠ-ΑΝ θα ήθελε να σημειώσει με την ευκαιρία ότι η απαραίτητη και πολύτιμη εξωτερική βοήθεια δεν θα απέβαινε θετική για την ελληνική οικονομία, αν κατέληγε σε παροχές προνομίων προς ξένους οργανισμούς ή μονοπώλια εκμεταλλεύσεως πηγών πλούτου, όπως έγινε στο παρελθόν».  

Ερανιστής: Γιώργος Τοζίδης

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!