Από αυτές τις σελίδες στο πρόσφατο παρελθόν έχουμε ασχοληθεί με το ζήτημα της «κοινωνικής διαθεσιμότητας», βάζοντας το ερώτημα κατ’ αρχάς αν υπάρχει, και σε τι κατάσταση βρίσκεται. Η απάντηση που είχαμε δώσει ήταν θετική, αλλά περιγράφαμε όσο μπορούσαμε τα χαρακτηριστικά της, τους περιορισμούς της, την έκτασή της, τις προϋποθέσεις για μια αναγωγή της, τις ελλείψεις που τη βαραίνουν.

Οι μήνες περνούν, ο ρυθμός των γεγονότων είναι καταιγιστικός –ακόμα και στο αιώνιο παρόν που θέλουν να μας καταδικάσουν– και η αίσθηση μιας κατάντιας όσον αφορά την χώρα (κι ό,τι συγκροτεί μια χώρα) θέτουν ξανά το ζήτημα του σε ποια κατάσταση βρίσκεται η κοινωνική διαθεσιμότητα στην αρχή του καλοκαιριού του 2024, λίγες μέρες πριν τις πιο αδιάφορες και χωρίς κανένα νεύρο ή πάθος ευρωεκλογές.

Γιατί είναι αφετηρία η «κοινωνική διαθεσιμότητα»

Ξεκινάμε από αυτό το πεδίο, της εκτίμησης δηλαδή της κοινωνικής διαθεσιμότητας, επειδή εκεί βρίσκεται ένα από τα κυριότερα, τα βασικότερα «κλειδιά» κατανόησης και ανάλυσης της κατάστασης μιας χώρας, εκεί εντοπίζεται το βασικότερο πρόβλημα προς λύση. Διότι, χωρίς αυτήν την κοινωνική διαθεσιμότητα, η πορεία χώρας και κοινωνίας θα είναι αρνητική, αφού χωρίς αυτήν είναι ζήτημα το πόση Ελλάδα και τι είδους Ελλάδα θα απομείνει σε μια-δυο δεκαετίες. Πρόκειται για διαφορετική ποιοτικά ανάγνωση της πραγματικότητας από αυτήν που κάνουν τα κομματικά επιτελεία, τα συστημικά think tanks, οι «ειδικοί» κάθε πεδίου (οικονομίας, επικοινωνίας, δικαιοσύνης, τεχνοεπιστήμης κ.λπ.).

Σήμερα τελούμε σε μια κατάσταση στην οποία –πέρα από τα μνημονιακά δεσμά, τις γεωπολιτικές απειλές, την ακρίβεια και την προσπάθεια επιβίωσης του μεγαλύτερου μέρος του πληθυσμού– είναι εντελώς απαξιωμένο ό,τι σχετίζεται με την πολιτική όπως αυτή ασκείται. Τελούμε επίσης εν απουσία μιας αξιόλογης (άξια λόγου) κίνησης-συσπείρωσης που να εκφράζεται με συνέπεια και σοβαρότητα, και να δημιουργεί προαγωγικά στοιχεία αντίστασης, δυναμικής, ελπίδας, αξιοπιστίας, αυτοεκτίμησης σε ένα μεγάλο μέρος των πολιτών της χώρας. Ακόμα περισσότερο, αποδομείται συστημικά και με επιστημονικό τρόπο μέσω τεράστιων μηχανισμών χειραγώγησης και αποικιοποίησης της συνείδησης, το νόημα και η σημασία που συνέχουν μια κοινωνική δομή, που ενώνει ένα μπλοκ κοινωνικών και εθνικών δυνάμεων προς κάποιο σκοπό. Αυτή η διαλυτική διαδικασία επενεργεί σε όλους, δημιουργεί έναν ατομικοποιημένο άτομο, κλεισμένο (και λόγω ψηφιακού μετασχηματισμού) στον ατομικό του χώρο. Το πολύ-πολύ να είναι ο εαυτός του όταν βρίσκεται με τον ψηφιακό του εαυτό…

Επομένως η «κοινωνική διαθεσιμότητα» σαν βασικό αντίδοτο, σαν κατάσταση αντίστασης και υγείας (αντισωμάτων), έχει πρωταρχική σημασία στην ανάλυση όποιου θέλει να αναμετρηθεί με το υπαρξιακό πρόβλημα της χώρας. Επειδή δεν υπάρχει λύση έξω από την ενεργοποίηση, ισχυροποίηση, συγκρότηση της «κοινωνικής διαθεσιμότητας». Με παλιότερη γλώσσα, θα μπορούσε να γίνει λόγος για «λαϊκό παράγοντα» ή για «λαϊκό κίνημα». Αλλά κι αυτά δεν υπήρχαν πάντα, ούτε έχουν μια αυθυπόσταση εκτός συνθηκών, όρων και συσχετισμών. Δηλαδή δεν μένουν αναλλοίωτα, φθείρονται, διαλύονται. Μπορεί να υπάρχουν ως μορφή μνήμης ή παράδοσης, να έχουν κάποιο ρόλο, αλλά δεν μπορούν ως νοσταλγία να καλύψουν κενά και ανάγκες του σήμερα. Άρα μας ενδιαφέρει η «κοινωνική διαθεσιμότητα» του σήμερα, χωρίς ωραιοποιήσεις και απλουστεύσεις. Κι αυτό αποτελεί σημαντική αφετηρία για οποιοδήποτε αξιόλογο εγχείρημα που, για να είναι αξιόλογο, πρέπει να συμβάλλει στην ανάπτυξη και εξέλιξη της «κοινωνικής διαθεσιμότητας», στην προαγωγή της.

Μερικές ακόμα διευκρινήσεις

Αν ισχύουν όλα όσα είπαμε μέχρι τώρα, και σε αυτά υπάρχει έντονα η επίγνωση ότι τόσο η γενική κατάσταση όπως αυτή εξελίσσεται αλλά και όσο αφορά τους υπαρκτούς συσχετισμούς (που κι αυτοί είναι αρνητικοί για πολλούς λόγους), θα πρέπει να συμπεράνουμε ότι ο λόγος περί «κοινωνικής διαθεσιμότητας» δεν αφορά ολόκληρη την κοινωνία αλλά μέρος της. Επίσης δεν αφορά κάτι συγκροτημένο και θεσμισμένο αλλά μια πιο σκόρπια και διάχυτη κατάσταση, που όμως βρίσκει τρόπους ή εκδηλώνεται σε σημαντικά γεγονότα, ή γύρω από σημαντικούς τομείς. Κάνει τους βηματισμούς της έξω από το επίσημο πλαίσιο, δεν έχει σημαντικά στηρίγματα πέρα από αυτά που δημιουργεί η ίδια. Και, για να είμαστε πιο σαφείς, δεν μπορεί εύκολα να καταμετρηθεί. Τη διαισθάνονται όμως όλα τα επιτελεία των κομμάτων και της κυβέρνησης, τη συναντούν όλες οι δημοσκοπικές εταιρείες όταν κάνουν έρευνες (συνήθως κατά παραγγελία). Φυσικά δεν τη βλέπουν (όλοι) με καλό μάτι, άσχετα αν προσπαθούν να οικειοποιηθούν κάποια θέματα (να δείξουν τάχα ότι έχουν κοινωνική «ευαισθησία» ή ενδιαφέρον για τα προβλήματα του κόσμου). Προσπαθούν να αλλοιώσουν περιεχόμενα θεμάτων που θέτει η κοινωνική διαθεσιμότητα, αλλά δεν τη θέλουν ενεργοποιημένη, ενδυναμωμένη, αυτόνομη.

Η αλληλεγγύη και ο εθελοντισμός τα τελευταία χρόνια σε πολλές περιπτώσεις έδωσαν μεγάλα-τεράστια αποθέματα ανθρωπιάς εκεί που το κράτος έλειπε, εκεί που σημειώθηκαν καταστροφές, εκεί που είχαν διαλυθεί όλες οι υποδομές (κυρίως λόγω της ιδιωτικοποίησης, του βαθέως διεφθαρμένου κράτους, και των μνημονίων). Στις πλημμύρες, στις πυρκαγιές, στα νοσοκομεία, πιο πριν στο προσφυγικό –για να αναφέρουμε τα πιο γνωστά παραδείγματα– η αλληλεγγύη και ο εθελοντισμός πρωταγωνίστησαν.

Στα Τέμπη όμως έγινε ένα ποιοτικό άλμα. Στις εκδηλώσεις πένθους και οργής σε όλη τη χώρα, από το Καστελλόριζο ως το Διδυμότειχο και το Σουφλί, στα ορεινά χωριά της Αρκαδίας και της Ηπείρου, παντού τέλος πάντων, έγινε πασιφανές ότι υπάρχουν μεγάλες ευθύνες, αλλά και ότι υπάρχει μια τεράστια φάμπρικα συγκάλυψης (κρατική, παρακρατική, κομματική, θεσμική, δικαστική κ.ο.κ.). Τα Τέμπη ως ενεργό και βαθύ ρήγμα μέσα στην κοινωνία παίζουν καταλυτικό ρόλο και σχετικά με το ζήτημα της «κοινωνικής διαθεσιμότητας». Την ίδια στιγμή, γίνονται και καταλύτης για πολιτικές εξελίξεις και διεργασίες που ξεπερνούν κατά πολύ σε έκταση, μέγεθος και βάθος όσα θα έθετε ένας διεκδικητικός αγώνας (έστω και μαχητικός) ενός κλάδου. Και, το σοβαρότερο, δίνουν τη δυνατότητα συσπείρωσης και έκφρασης της κοινωνικής διαθεσιμότητας.

Η «κοινωνική διαθεσιμότητα» σαν κατάσταση αντίστασης και υγείας, έχει πρωταρχική σημασία στην ανάλυση όποιου θέλει να αναμετρηθεί με το υπαρξιακό πρόβλημα της χώρας: δεν υπάρχει λύση έξω από την ενεργοποίηση, ισχυροποίηση, συγκρότηση της κοινωνικής διαθεσιμότητας

Το «ακηδεμόνευτο» ως στοιχείο έλξης και συσπείρωσης

Ο κόσμος έχει βαρεθεί πολλά πράγματα. Μεταξύ αυτών την πολιτική και τα κόμματα όπως αυτά υπάρχουν, όπως συμπεριφέρονται, όπως δρουν. Μάλιστα από την πείρα του έχει καταλάβει πως όπου μπλέκονται αυτοί οι παράγοντες «στραβώνει» το πράγμα, ποδηγετείται, εργαλειοποιείται. Άλλωστε κανένα, μα κανένα κόμμα δεν έχει παρουσιάσει μια πρόταση και έναν τρόπο για να εκφραστεί ατόφια και με τα δικά της «θέλω» η κοινωνική διαθεσιμότητα. Ο κόσμος τους είναι τα ποσοστά, η κομματική αυτοαναφορικότητα, οι θέσεις εντός του πλαισίου και συστήματος, η περιχαράκωσή τους. Για παράδειγμα: κράτος, σύστημα και κόμματα είδαν με τεράστια επιφύλαξη τις Πλατείες το 2011, και συνεχίζουν να επιτίθενται προς τους «αγανακτισμένους», να τις θεωρούν αποτέλεσμα της Χρυσής Αυγής (τι ύβρις!). Μετά είδαν τους «εθνολαϊκιστές» να διαμαρτύρονται για τη συνθήκη των Πρεσπών. Τόνοι επιθέσεων και πάλι. Σήμερα ακόμα ο κύριος στόχος όλων των συστημικών δυνάμεων είναι ο «λαϊκισμός» και γενικότερα η «κοινωνία» που δεν καταλαβαίνει πόσο σωτήριες είναι οι «μεταρρυθμίσεις», η «Ελλάδα 2.0», η «πράσινη μετάβαση» (κυριολεκτικά χωρίς καθόλου πράσινο, δάση και θάλασσες), ο «ψηφιακός μετασχηματισμός». Η κοινωνία της Ελλάδας μάλλον είναι οπισθοδρομική και εμείς (οι ταγοί της πολιτικής και της οικονομίας) θα τους «ξεβλαχέψουμε»…

Δεν μπορούν να καταλάβουν γιατί ο κόσμος δεν θέλει πόλεμο, αλλά και δεν θέλει ενδοτικότητα και κατεβασμένα παντελόνια σε κάθε επιβουλή της κυριαρχίας μας. Δεν μπορούν να καταλάβουν ότι ο κόσμος θέλει ειρήνη, αλλά όχι αποστρατιωτικοποίηση των νησιών που επιβουλεύεται ο τούρκικος επεκτατισμός μαζί με το ΝΑΤΟ, για να τα γκριζάρουν πρώτα και να τα αρπάξουν μετά. Παραξενεύονται επειδή ο κόσμος, χωρίς να ξεκινά από αντιδυτική διάθεση, δεν θέλει να είμαστε εχθροί της Ρωσίας, της Σερβίας και της Παλαιστίνης. Δεν μπορεί να νοιώθει ήσυχος από το «ανήκομεν στη Δύση» αφού δεν του παρέχεται καμία ασφάλεια, ούτε φυσικά μπορεί να μην γελάσει όταν ο Μητσοτάκης θεωρεί το «ανήκομεν» λίγο, και ρητορικά λέει «είμαστε η Δύση». (Με αυτό γελάνε και οι Δανειστές και οι ΝΑΤΟϊκοί, διότι ξέρουν ότι είμαστε απλώς «δεδομένοι» και τίποτα παραπάνω).

Αναδύεται η ανάγκη της πολιτικής διαμεσολάβησης της κοινωνικής διαθεσιμότητας, τα ισχυρά στοιχεία μιας πολιτικής πύκνωσης που να δίνουν έναν προσανατολισμό και να μην αφήνουν χώρο σε επανάληψη «αναθέσεων», οι οποίες κόστισαν τόσο πολύ στο πρόσφατο παρελθόν

Ορισμένα σημαντικά παραδείγματα

Η «κοινωνική διαθεσιμότητα» δεν διατάσσεται και έρχεται. Δεν συντονίζονται τα διάφορα μέρη από κάποιο κέντρο. Δεν προχωρούν διάφορα τμήματά της με ισόρροπο τρόπο ή στα ίδια πεδία. Θα αναφερθούμε λοιπόν σε τρία παραδείγματα που κινούνται αυτόνομα μεταξύ τους, που όμως είναι υπαρκτά και η εμβέλειά τους ξεπερνά τους ίδιους που ασχολούνται με αυτά:

  • Το πρώτο αφορά όλο αυτό το δυναμικό που ασχολείται –εδώ και καιρό– με θέματα περιβάλλοντος, με όσα αναφέρονται ως οικολογικά ζητήματα. Ανεμογεννήτριες, καταστροφή φυσικού περιβάλλοντος, δάση και πυρκαγιές, καλλιέργειες και μόλυνση του εδάφους, νερό και ιδιωτικοποίησή του, ιχθυοκαλλιέργειες, παραλίες και θάλασσες, πλαστικό και χαρτί, χρωστικές, λιπάσματα, βιομηχανικά απόβλητα κ.ο.κ. Ο κόσμος που ασχολείται –ενεργά– με όλα αυτά δεν είναι διόλου λίγος. Έχει γνώση, είναι ενημερωμένος, έχει εντοπιότητα, ξέρει και αγαπά τον τόπο του και τη φύση, έχει δικτυώσεις ανάμεσά σε διαφορετικά μέρη και ομάδες.
  • Το δεύτερο αφορά όλη την κίνηση που έχει σχηματισθεί γύρω από τον σύλλογο των συγγενών των θυμάτων του συστημικού εγκλήματος στα Τέμπη. Η κα Καρυστιανού, ο κ. Ασλανίδης και άλλοι έχουν γίνει σύμβολα. Έχουν κερδίσει την αξιοπιστία της πλειοψηφίας του λαού, επειδή έχουν το θάρρος να πολεμήσουν τη διαφθορά και τη συγκάλυψη, το «μπάζωμα», δεν κινούνται από ιδιοτέλειες και κρατούν μια αυτονομία από πολλές «σειρήνες» που έπεσαν πάνω τους και λόγω εκλογών. Τούτες τις μέρες γίνονται συγκεντρώσεις με 2-3 χιλιάδες άτομα σε Κρήτη ή Μυτιλήνη, όταν οι αρχηγοί των κομμάτων στις περιοδείες τους δεν μπορούν να μαζέψουν σε έναν κύκλο ούτε 60-70 οπαδούς τους (μαζί με τη φρουρά τους). Επίσης το 1,5 εκατομμύριο υπογραφών δείχνει πολλά. Κανένα κόμμα ή συνδικάτο δεν θα το πετύχαινε. Και τι ζητά η κίνηση αυτή; Δικαιοσύνη και κατάλυση του παρακράτους. Αποκάλυψη και τιμωρία του «μπαζώματος». Συναντιέται έτσι με άλλες μεγάλες στιγμές που ο λαός απαίτησε τιμωρία (π.χ. στις Πλατείες).
  • Το τρίτο παράδειγμα, σαφώς μικρότερο σε έκταση, είναι το Συνέδριο που πραγματοποιήθηκε το περασμένο Σαββατοκύριακο στην Αθήνα. Συσπείρωσε και το παρακολούθησαν χιλιάδες άνθρωποι, και έθεσε ένα ζήτημα ως κεντρικό και ενοποιητικό πολλών διαφορετικών τομέων: το υπαρξιακό πρόβλημα της χώρας. Είχε έναν αξιόλογο βαθμό προετοιμασίας, είχε ανοικτότητα, πλαισιώθηκε από επιστήμονες, πανεπιστημιακούς, ακτιβιστές και απλό κόσμο. Απλώθηκε όχι μόνο στην Αθήνα αλλά και πανελλαδικά (75 πόλεις της χώρας), η εμβέλειά του έφθασε στο εξωτερικό, σε Έλληνες που ζουν σε 25 χώρες. Στα πλαίσιά του έγιναν 37 ανακοινώσεις και δεκάδες παρεμβάσεις. Δημιούργησε προσδοκίες για συνέχεια. Όσοι μετείχαν σε αυτό, όσοι το παρακολούθησαν, έφυγαν με μια ελπίδα και μια ικανοποίηση.

Τα τρία παραδείγματα είναι ενδεικτικά και διέπονται από το χαρακτήρα του ακηδεμόνευτου. Υπάρχουν κι άλλα σημάδια της κοινωνικής διαθεσιμότητας και σε άλλους τομείς και χώρους. Παραμένουν όμως χωρίς προσανατολισμό ή αγκυρωμένα σε πλαίσια κομματικά ή χθεσινά. Δηλαδή υπάρχει κι άλλο δυναμικό.

Η κοινωνική διαθεσιμότητα και η πολιτική

Πίσω από αυτά που περιγράψαμε βγαίνει σιγά-σιγά στην επιφάνεια ένα άλλο επίδικο της εποχής μας. Η ανάγκη της πολιτικής διαμεσολάβησης της κοινωνικής διαθεσιμότητας, τα ισχυρά στοιχεία μιας πολιτικής πύκνωσης που να δίνουν έναν προσανατολισμό και να μην αφήνουν χώρο σε επανάληψη «αναθέσεων», οι οποίες κόστισαν τόσο πολύ στο πρόσφατο παρελθόν.

Οι «καιροί» είναι τέτοιο που το πολιτικό ενδιαφέρον μεγαλώνει. Είναι τέτοιοι που το ακροατήριο για σοβαρές-ουσιαστικές τοποθετήσεις μεγαλώνει ιδιαίτερα. Δείτε πόσος κόσμος παρακολουθεί ορισμένες (λίγες είναι αλήθεια) εκπομπές, και μάλιστα από μη επίσημα κανάλια. Οι καιροί είναι τέτοιοι που ένα υποσύνολο όλων αυτών ψάχνει πραγματικά για έναν προσανατολισμό. Όλα αυτά μαζί θέτουν το αίτημα μιας άλλης Πολιτικής. Η σύνθεση μιας άλλης Πολιτικής δεν είναι εύκολο πράγμα: απαιτεί εργαλεία και μαστοριά, απαιτεί συμμετοχή και στοιχεία επιτελικότητας που πρέπει να αντιμετωπιστούν με σοβαρότητα και υπευθυνότητα.

Όπως τόνισα και στην ανακοίνωσή μου στο Συνέδριο, «χρειαζόμαστε εγχειρήματα που θα κερδίζουν την Αξιοπιστία τους με τη σοβαρότητα, τη σταθερότητα, το πάθος, την επιμονή, την ηθική, την ανιδιοτέλεια, την ποιότητα, την ανοικτότητα, τη δημοκρατικότητα, τον αναστοχασμό σε κάθε βήμα».

Θα χρειαστεί να επανερχόμαστε στο ζήτημα της «κοινωνικής διαθεσιμότητας».

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!