του Αντώνη Σκλαβενίτη

 

«Κοίτα να δεις, πάλι μας έχουν πιάσει το παγκάκι.» Ο Αχιλλέας, με την μπλούζα του σταμπαρισμένη από τον ιδρώτα, ακούστηκε αρκετά αγανακτισμένος.

«Νταξ, ρε συ. Δεν το έχουμε αγοράσει κι όλας.» Κοίταξα προβληματισμένος τριγύρω. Μετά από τον καθιερωμένο περίπατο μας στην πόλη, συνήθως καταλήγαμε στον μεγάλο πεζόδρομο, που φτάνει μέχρι την θάλασσα, και καθόμασταν σε ένα βολικό παγκάκι, αρκετά κοντά σε παρακείμενο περίπτερο, για να έχουμε πρόχειρες τις προμήθειες. Γύρω μας, πάρα πολλές παρέες, νεολαία, μεγαλύτεροι, τουρίστες. Πολλοί τουρίστες. Όλοι ανεβοκατέβαιναν πάνω-κάτω, από την κεντρική πλατεία στο παράλιο μέτωπο της πόλης.

«Καλά, ε; Χαμός γίνεται. Για τέτοια ώρα, κοίτα πόσο κόσμο έχει. Και στα σκαλάκια δεν έχει χώρο.» Ο Αχιλλέας τεντώθηκε για να δει πιο κάτω, αν είχε κάπου να κάτσουμε.

«Σιγά μην έχει μπροστά στο έκτρωμα. Εκεί αράζουν τα κορίτσια που σχολάνε από τα μαγαζιά.» Όπου έκτρωμα, ένα πενταόροφο κτίριο που είχε χτιστεί για να φιλοξενήσει πολυκατάστημα και δεν ταίριαζε καθόλου με την αρχιτεκτονική της πόλης αλλά και της περιοχής, ειδικότερα. Όλα τα μεγάλα μαγαζιά όμως θέλανε να είναι σε εκείνη την περιοχή. Σαν εμπορικό κέντρο της πόλης, πέρναγαν χιλιάδες κάτοικοι όλη μέρα, αλλά το βασικό κοινό ήταν οι τουρίστες. Έτσι, όλοι οι μεγάλοι χώροι είχαν γίνει εμπορικά ή τράπεζες και οι μικρότεροι, καφετέριες, σουβλατζίδικα και ότι άλλο χώρο εστίασης μπορούσε να σκεφτεί κάποιος. Και με κάθε χώρο εστίασης που άνοιγε, τα παγκάκια από την πρόσοψη του κτιρίου, ως δια μαγείας εξαφανιζόντουσαν. Και μειωνόταν και ο ζωτικός χώρος της πόλης, δεν είχες χώρο να περπατήσεις, ανάμεσα στα τραπεζοκαθίσματα. Τα παγκάκια στο κέντρο ήταν πλέον λίγα και πολύ δημοφιλή. Έτσι, δεν είχες χώρο να σταθείς, αν δεν ήσουν διατεθειμένος να καταναλώσεις. Είτε σουβλάκι, είτε καφέ.

«Ήρθαν οι ξένοι και μας πήραν τα παγκάκια», έκανε την πλάκα του ο Αχιλλέας, δείχνοντας μου μια οικογένεια, μάλλον Ρώσων, που έτρεξε να πιάσει ένα παγκάκι που άδειασε.

«Όλη η πόλη είναι πλέον φτιαγμένη για να εξυπηρετεί αυτούς, εμείς δεν χωράμε πια», αποκρίθηκα, χωρίς να χαμογελάω.

«Καλά ρε μεγάλε ινστρούχτορα. Ας κάνουμε λίγο πίσω, για να ξεκινήσουμε την αντεπίθεση μετά. Πάμε μια γύρα ακόμα και ξαναπερνάμε αργότερα.»

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!