του Κώστα Βενιζέλου
Τον Γολγοθά των συγγενών των αγνοουμένων του 1974 δεν μπορεί κανείς να νιώσει εάν δεν το βιώσει. Γονείς «έφυγαν», αδέλφια, ανίψια πήραν τη σκυτάλη της αναμονής. Στα αρχεία του κράτους άδειοι φάκελοι, λιγοστές αναφορές, μαρτυρίες. Χαρακτηριστική εικόνα εκείνη με τις φωτογραφίες που κρατούσαν οι συγγενείς στα χέρια τους, αναζητώντας μια πληροφορία για την τύχη των αγαπημένων τους. Πού να βρίσκονται; Τους είδε κανείς;
Η φωτογραφία με τον αιχμάλωτο του Αττίλα, με τα χέρια δεμένα πιστάγκωνα, να του ανάβει το τσιγάρο ο Τούρκος στρατιώτης, δεν μπορεί να φύγει ποτέ από τη μνήμη. Το βλέμμα του, χωρίς φόβο, κουρασμένο και γνωρίζοντας προφανώς τι θα ακολουθούσε, παραμένει βαθιά αποτυπωμένο στο μυαλό. Ήταν το τελευταίο τσιγάρο! Τους εκτέλεσαν όλους και τους έριξαν σε ένα πηγάδι που είχε στερέψει από νερό. Τους βρήκαν πριν από μερικά χρόνια.
Οι αγνοούμενοι! Οι συγγενείς με τις φωτογραφίες στα χέρια, τις οποίες κρατάνε στη θέση της καρδιάς, αναζητώντας κάποιον να τους πει ένα καλό νέο. «Τον είδες, ήταν…». Το μαρτύριο αυτό το κουβαλάνε οι οικογένειες μια ολόκληρη ζωή. Κι όταν άρχισε το πρόγραμμα των εκταφών και κάποια στιγμή ξεκίνησε η διαδικασία παράδοσης μερικών οστών, για να τελεστούν οι κηδείες, θεωρήθηκε το τέλος του Γολγοθά! Τους παραδίδουν ένα μικρό κιβώτιο, για να χωρέσει μια ιστορία, μια ζωή. Κάποιοι παραλαμβάνουν ένα οστό, ένα δείγμα. «Αυτό βρέθηκε και ταυτοποιήθηκε», λένε οι αρμόδιοι.
Προσωπική ιστορία
Πριν τέσσερα χρόνια είχαν τελειώσει ατέλειωτες ημέρες και ώρες αναμονής, αν και όλοι γνωρίζαμε ότι ο άνθρωπός μας είχε δολοφονηθεί. Το τηλεφώνημα με τα μαντάτα προκάλεσε ανάμεικτα συναισθήματα. Λύτρωση μετά από τέσσερις και πλέον δεκαετίες, αλλά και αναστάτωση. «Βρέθηκαν τα λείψανα της μάνας, της γιαγιάς…». Εκείνες οι περιγραφές από μαρτυρίες δεν έχουν φθαρεί ποτέ. Στριφογυρνάνε στο μυαλό και στη σκέψη. Δεν είναι εύκολο να σβηστεί μια εικόνα, ακόμη κι εάν την έχεις φτιάξει μέσα από τα όσα είπαν αυτόπτες μάρτυρες και προπαντός από αφηγήσεις. Πέντε κόρες, η έκτη «έφυγε», δεν πρόλαβε, τα εγγόνια, όλη η οικογένεια μαζί, όπως και όσοι «προστέθηκαν» στην πορεία (όπως ο γράφων) ξαναζούν εκείνες τις ημέρες του Αυγούστου του 1974. Η ενημέρωση από τη Διερευνητική Επιτροπή για τους Αγνοούμενους (ΔΕΑ) έγινε, μετά το τηλεφώνημα, σε δύο φάσεις. Πρώτα από ψυχολόγο και μετά με εικόνες, στο εργαστήριο, από αρχαιολόγο, ανθρωπολόγο και γενετιστή.
Ακούστηκε η Μαρίτσα να ερωτά τους ένοπλους: «Τι σας κάναμε;». Τι τους έκαναν; Τίποτα. Η γιαγιά δέχθηκε μια σφαίρα, ίσως και περισσότερες, στον λαιμό προς το κεφάλι. Πέντε άνθρωποι νεκροί στο δρομάκι, με τον ήλιο του Αυγούστου να καίει
Η ενημέρωση ξεδιπλώνει μνήμες. Οι μαρτυρίες του παππού κι αυτές της γειτόνισσας που παρακολούθησε από το σπίτι της, από τα μισόκλειστα φυλλαράκια του παραθύρου, την εκτέλεση ξαναζωντάνεψαν. Η Μαρίτσα Αποστόλου Ευτυχίου, 60 χρόνων τότε, τον Αύγουστο του 1974 έμεινε στο Νέο Χωρίο Κυθρέας, κοντά στη Λευκωσία, με τον σύζυγό της, τον Ευτυχή, και μετά την προέλαση των Τούρκων εισβολέων. Δεν ήθελαν να εγκαταλείψουν τη γη τους, αλλά και γιατί «θα φούρνιζε ψωμί για τους στρατιώτες». Είχε πει πως έχουν έλθει στο χωριό τόσοι στρατιώτες, «Τι θα τρώνε;». Η σκηνή της εκτέλεσης αναπαράγεται 43 χρόνια μετά (το 2018), για μένα προσωπικά 30, όταν εντάχθηκα στην οικογένεια. Με λεπτομέρειες που προκαλούν πόνο, όσος χρόνος και να έχει περάσει. Τουρκοκύπριοι ένοπλοι εισήλθαν στο απέναντι σπίτι ψάχνοντας κάποιο συγκεκριμένο πρόσωπο. Ένας από την ομάδα πυροβόλησε τον ηλικιωμένο που «δεν συνεργαζόταν». Η γυναίκα του έβγαλε μια κραυγή, καλώντας τη γειτόνισσα για βοήθεια. Η Μαρίτσα, η Ευτυχού όπως ήταν γνωστή στο χωριό, έτρεξε να βοηθήσει. Στη μέση του δρόμου, όπου τους μάζεψαν, οι ένοπλοι τούς εκτελούν όλους. Ακούστηκε η Μαρίτσα να ερωτά τους ένοπλους: «Τι σας κάναμε;». Τι τους έκαναν; Τίποτα. Η γιαγιά δέχθηκε μια σφαίρα, ίσως και περισσότερες, στον λαιμό προς το κεφάλι. Πέντε άνθρωποι νεκροί στο δρομάκι, με τον ήλιο του Αυγούστου να καίει. Ο παππούς, που είχε μεταφερθεί από τους Τούρκους σε άλλο μέρος του χωριού, επιστρέφει στο σπίτι και βρίσκεται αντιμέτωπος με το έγκλημα. Ενημερώνεται από τη γειτόνισσα για όσα διαδραματίσθηκαν. Γονατίζει μπροστά στα νεκρά σώματα, αγκαλιάζει τη γυναίκα του. Οι Τούρκοι δεν επιτρέπουν καμία μετακίνηση των νεκρών. Όταν, πλέον, άρχισαν από τον καυτό ήλιο του Αυγούστου να μυρίζουν οι νεκροί, διατάσσουν να καούν! Και μετά να ταφούν. Ο παππούς αρχίζει να σκάβει στο άδειο χωράφι της γειτονιάς. Η γη σκληρή, αδούλευτη, δυσκολεύει την προσπάθεια. Η βοήθεια από ένα μικρό μηχάνημα χωριανού θα ανοίξει τον τάφο. Πέντε νεκροί, ένας πάνω από τον άλλο. Σαράντα και πλέον δεκαετίες εκεί θαμμένοι, δίπλα στα σπίτια τους, που τα σφετερίζονται έκτοτε κουβαλητοί. Κάποιοι κουβαλητοί, που ήξεραν την ιστορία, φοβόντουσαν, λένε, να περάσουν από το χωράφι. Φοβόντουσαν τους νεκρούς! Όταν εντοπίσθηκε ο τάφος, τον Σεπτέμβριο του 2013, βρέθηκαν λείψανα οκτώ ανθρώπων. Μεταφέρθηκαν οι πέντε ή προστέθηκαν οι άλλοι τρεις; Αυτό δεν μπορεί κανείς να το απαντήσει.
Ένα καμένο καλσόν
Στο εργαστήρι της ΔΕΑ, στο μικρό δωμάτιο, απλωμένα σε τραπέζι τα λείψανα. Στο βάθος η φωτογραφία της, ασπρόμαυρη, να χαμογελά. Ένα βάζο με λουλούδια και το αναμμένο καντήλι. Δίπλα ένα μικρό φέρετρο. Σε δύο άλλα τραπέζια, τα ρούχα που βρέθηκαν στον τάφο. Το μόνο που μπορεί να ταυτοποιηθεί με τη γιαγιά το καλσόν, που το «φορούσε» μέχρι που βρέθηκαν τα οστά. Μισοκαμμένο και μισοσκισμένο. Γύρω από το τραπέζι με τα λείψανα, κόρες και εγγόνια. Η Μαρίτσα τάφηκε μαζί με τον σύζυγό της, που ήλθε τότε από τα κατεχόμενα, στα πλαίσια της ανταλλαγής αιχμαλώτων και έφερε τα κακά μαντάτα.