του Χρήστου Γιοβανόπουλου
Στις πιο ενδιαφέρουσες και αβέβαιες εκλογές στην ιστορία της χώρας, μόνος απόλυτα κερδισμένος είναι η συμμετοχή με άνοδο 4%.
Η Γκλεγκομάνια που συνεπήρε μετά το πρώτο ντιμπέιτ τη χώρα, τα ΜΜΕ και τις δημοσκοπήσεις, δεν μεταφράστηκε σε ψήφους. Οι Φιλελεύθεροι Δημοκράτες ανέβασαν το ποσοστό τους κατά 1%, αλλά βγαίνουν αποδυναμωμένοι μάλλον κατά 6 έδρες (η καταμέτρηση ακόμα συνεχίζεται). Παρά την απότομη προσγείωσή τους, όμως, είναι απαραίτητοι στα δύο μεγάλα κόμματα για το σχηματισμό κυβέρνησης. Οι Συντηρητικοί έλαβαν μεν 2 εκατ. περισσότερους ψήφους από τους Εργατικούς, και αέρα 40-45 εδρών (κέρδισαν το σύνολο των εδρών που έχασαν Εργατικοί και Φιλελεύθεροι Δημοκράτες), αλλά, προς το παρόν, δεν νιώθουν νικητές. Αντιμέτωποι με το συνταγματικό νόμο που δίνει εντολή σχηματισμού κυβέρνησης συμμαχίας πρώτα στον απερχόμενο πρωθυπουργό και όχι στον ηγέτη του πρώτου κόμματος, υποστηρίζουν ότι το αποτέλεσμα δεν νομιμοποιεί τον Γκ. Μπράουν σε έναν τέτοιο ρόλο.
Η προοπτική συγκυβέρνησης Εργατικών και Φιλ. Δημοκρατών μοιάζει όλο και πιο δύσκολη. Το σύνολο των εδρών τους δεν φτάνει τις απαραίτητες 326, χωρίς την συμμετοχή κάποιων από τα μικρά κόμματα. Αυτό αδυνατίζει την προσπάθεια των Εργατικών να χαράξουν μία νέα διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην προοδευτική και την συντηρητική Βρετανία. Κυρίως, όμως, ο Νικ Γλεγκ με δηλώσεις του την επομένη των εκλογών παραμένει σταθερός στην άποψή του ότι το πρώτο κόμμα θα πρέπει να έχει τον πρώτο λόγο στο σχηματισμό κυβέρνησης.
Οι παρενέργειες του εκλογικού συστήματος στη Βρετανία φαίνεται ότι καθόρισαν σημαντικά τη συμπεριφορά των ψηφοφόρων, ώστε το τελικό αποτέλεσμα να απέχει από τις δημοσκοπήσεις. Η μη έκφραση του φαινομένου Γκλεγκ στις κάλπες θέτει ερωτηματικά και για την ατζέντα τού προεκλογικού κλίματος που καθορίστηκε, σημαντικά, από το μιντιακό περιβάλλον. Η αδυναμία των Συντηρητικών να εκφράσουν το μεσαίο χώρο και η απογοήτευση από τους Εργατικούς έπαιξαν το ρόλο της σφήνας στον ανταγωνισμό μεταξύ τους και μέσω Γκλεγκ ανήγαγαν σε κυρίαρχο το ζήτημα της αλλαγής του εκλογικού συστήματος.
Αυτό βόλευε και τα τρία κόμματα, μια και απέφευγαν να τοποθετηθούν στο ζήτημα της οικονομικής κρίσης και κυρίως των δυσάρεστων προγραμμάτων περικοπών και φορολόγησης. Μόνο την ημέρα των εκλογών μια σειρά εφημερίδων είχαν τίτλους του στυλ «Όποιον και αν ψηφίσεις, πρέπει να λάβει σκληρά μέτρα για να μη γίνουμε Ελλάδα». Φαίνεται, όμως, ότι το κυρίως σώμα των ψηφοφόρων κινήθηκε με πιο παραδοσιακό τρόπο, κι εξέφρασε τη δυσαρέσκειά του για την οικονομική και πολιτική κρίση, καταψηφίζοντας την παρούσα κυβέρνηση.
Τέλος, στην καλύτερη επίδοση, σε σχέση με τα γκάλοπ, των Συντηρητικών, συνέβαλε σημαντικά η απόφαση του Σίτι, τις παραμονές των εκλογών, να υποστηρίξει τον Κάμερον, μέσω των Financial Times, που αθροίστηκε με την υποστήριξη του συγκροτήματος Μέρντοχ (Times και Sun). Δεν ήταν, όμως, αρκετή για να εξασφαλίσει μια στέρεα πλειοψηφία που δεν θα φοβάται το κόστος ανάληψης σκληρών αντιλαϊκών μέτρων, όπως θα ήθελε.