Πεθαίνοντας στα κελιά της Θάτσερ. Μπόμπυ Σαντς, Το ημερολόγιο, Αιγαίον, Λευκωσία 2011, σ. 72
«Στέκω στο κατώφλι ενός άλλου, τρεμάμενου κόσμου. Ο Θεός ας ελεήσει την ψυχή μου». Τριάντα ακριβώς χρόνια έχουν περάσει από την 1η Μαρτίου 1981, όταν γράφονταν αυτές οι γραμμές. Είναι οι πρώτες λέξεις που χάραξε στο ημερολόγιό του ο εικοσιεπτάχρονος Μπόμπυ Σαντς, αγωνιστής και μάρτυρας της ελευθερίας και ανεξαρτησίας του ιρλανδικού λαού, εκείνη την ημέρα, όταν ξεκινούσε την απεργία πείνας που θα οδηγούσε, 66 ημέρες αργότερα, εκείνον στο θάνατο και το όνομά του στην καρδιά των αγωνιστών όλης της ανθρωπότητας…
Καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970, η βρετανική αποικιοκρατική πολιτική στην Β. Ιρλανδία είχε σημειώσει αποφασιστική στροφή προς την καταστολή του ιρλανδικού ρεπουμπλικανικού κινήματος. Μετά τη Ματωμένη Κυριακή της 30ής Ιανουαρίου 1972, κατά τη διάρκεια της οποίας ο βρετανικός στρατός δολοφόνησε 26 άοπλους διαδηλωτές στο Ντέρι της Β. Ιρλανδίας και έχοντας να αντιμετωπίσει τις κλιμακούμενες επιθέσεις των μαχητών του IRA, ο βρετανικός μηχανισμός καταστολής εγκαινίασε, το 1976, στις φυλακές του Λονγκ Κες, τα H-Block.
Σε αυτό το τμήμα των φυλακών, που αποτελούνταν από 4 μικρές πτέρυγες των 25 ατομικών κελιών, εγκλείονταν πλέον οι μαχητές του IRA, στους οποίους η βρετανική διοίκηση έπαψε να αναγνωρίζει οποιοδήποτε ειδικό καθεστώς.
«Είμαι ένας πολιτικός κρατούμενος, γιατί είμαι αιχμάλωτος ενός μακρόχρονου πολέμου ανάμεσα στον καταπιεσμένο ιρλανδικό λαό και σ’ ένα εχθρικό, καταπιεστικό κι ανεπιθύμητο καθεστώς, που αρνείται να αποσυρθεί απ’ την πατρίδα μας και απ’ τα χώματά μας», σημειώνει στο ημερολόγιό του ο Σαντς. Την αναγνώριση αυτού του γεγονότος επιδίωξαν από την αρχή οι φυλακισμένοι Ιρλανδοί αγωνιστές, πρώτα με τη «διαμαρτυρία της κουβέρτας», όπου, αφού τους αρνούνταν τα πολιτικά τους ρούχα, παρέμεναν γυμνοί στα κελιά τους, σκεπασμένοι μόνο με κουβέρτες. Στη συνέχεια, το 1978, έπειτα από συστηματική κακομεταχείριση, η διαμαρτυρία κλιμακώθηκε και οι φυλακισμένοι αρνούνταν πλέον να πλυθούν και να πάνε στην τουαλέτα, κάνοντας τις βασικές τους ανάγκες μέσα στο κελί.
Σε αυτήν την περίοδο ο Μπόμπυ Σαντς εγκλείεται στις φυλακές του Λονγκ Κες, έπειτα από καταδίκη 14 ετών για οπλοκατοχή. Στις 27 Οκτωβρίου 1980 οι κρατούμενοι, αντιδρώντας στην άκαμπτη στάση της βρετανικής κυβέρνησης απέναντι στα αιτήματά τους, ξεκινούν την πρώτη απεργία πείνας, που διήρκεσε 53 ημέρες και έληξε με μια φαινομενική υποχώρηση των Βρετανών. Όμως, τελικά, κανένα από τα αιτήματά τους δεν ικανοποιήθηκε.
«Βαδίζω στο θάνατο όχι μόνο για να δοθεί ένα τέλος στη βαρβαρότητα των Μπλοκ Η ή για να κερδίσουμε την αναγνώριση ως πολιτικοί κρατούμενοι. Τραβάω αυτό το δρόμο…. γι’ αυτούς τους βασανισμένους και καταπιεσμένους, αυτούς που με περηφάνια μπορώ να αποκαλώ ξεσηκωμένο λαό», γράφει στο ημερολόγιό του. Το 1981 ο Μπόμπυ Σαντς είναι ήδη επικεφαλής του Προσωρινού IRA στις φυλακές. Η δεύτερη απεργία είχε στόχο να πιέσει την βρετανική κυβέρνηση της Μάργκαρετ Θάτσερ να ικανοποιήσει τα αιτήματα των πολιτικών κρατουμένων. Προκειμένου η πολιτική πίεση να αποκτήσει διάρκεια, οι αγωνιστές του IRA και του INLA ξεκινούσαν την απεργία με χρονική απόσταση ο ένας από τον άλλον.
Παράλληλα, στις 9 Απριλίου 1981 διεξάγονται αναπληρωματικές εκλογές, στις οποίες ο Μπόμπυ Σαντς, μοναδικός υποψήφιος εκ μέρους των καθολικών, εκλέγεται βουλευτής με 30.493 ψήφους (51,2%). Η ανυποχώρητη στάση της «σιδηράς κυρίας» και της κυβέρνησής της, που αρνούνται να ανακηρύξουν τον Σαντς μέλος του Κοινοβουλίου και να τον απελευθερώσουν, έχει ως αποτέλεσμα τη σκλήρυνση του αγώνα των κρατουμένων.
«Δεν θα με διαλύσουν, δεν θα υποκύψω, γιατί ο πόθος μου για ελευθερία, όπως και η ελευθερία του ιρλανδικού λαού, είναι βαθιά μες στην καρδιά μου. Θα ξημερώσει κάποια μέρα που ολόκληρος ο ιρλανδικός λαός θα φανερώσει αυτόν τον πόθο για ελευθερία. Και τότε θα δούμε τη σελήνη ν’ ανατέλλει», γράφει ο Σαντς στις 17 Μαρτίου, στην τελευταία καταγραφή στο ημερολόγιό του. Στις 1.15 π.μ. της 5ης Μαΐου αφήνει την τελευταία του πνοή… Μέχρι τον Αύγουστο θα τον ακολουθήσουν στο θάνατο άλλοι εννέα συγκρατούμενοί του. Τον Μπόμπυ Σαντς που με το θάνατό του έγινε σύμβολο του αγώνα του ιρλανδικού λαού για ελευθερία και ανεξαρτησία, συνόδεψαν στην τελευταία του κατοικία 100.000 άνθρωποι, σε μία από τις μεγαλύτερες συγκεντρώσεις στην Β. Ιρλανδία.
Η επανέκδοση του Ημερολογίου του, και μάλιστα από έναν εκδοτικό οίκο της Λευκωσίας, που το είχε κυκλοφορήσει στα ελληνικά ήδη από το 1986, έρχεται να υπενθυμίσει αυτήν την επέτειο των αγώνων του ιρλανδικού λαού ενάντια στην βρετανική αποικιοκρατία. Έρχεται, όμως, επίσης να υπογραμμίσει τις ομοιότητες (αλλά και τις διαφορές) του με τον αντίστοιχο αγώνα των Ελλήνων της Κύπρου ενάντια στον ίδιο αντίπαλο, ένα γόνιμο πεδίο συγκριτικής έρευνας για τους μελετητές των μετα-αποικιακών σπουδών, που μέχρι στιγμής παραμένει απολύτως ανεκμετάλλευτο. Μακάρι, το ολιγοσέλιδο αυτό βιβλιαράκι να λειτουργήσει σαν ερέθισμα για όσους θα ήθελαν να ακολουθήσουν αυτό το αχαρτογράφητο μονοπάτι… (Την κεντρική διάθεση των βιβλίων των εκδόσεων Αιγαίον στην Αθήνα έχει το Εναλλακτικό Βιβλιοπωλείο, Θεμιστοκλέους 37).
Σε αυτό το τμήμα των φυλακών, που αποτελούνταν από 4 μικρές πτέρυγες των 25 ατομικών κελιών, εγκλείονταν πλέον οι μαχητές του IRA, στους οποίους η βρετανική διοίκηση έπαψε να αναγνωρίζει οποιοδήποτε ειδικό καθεστώς.
«Είμαι ένας πολιτικός κρατούμενος, γιατί είμαι αιχμάλωτος ενός μακρόχρονου πολέμου ανάμεσα στον καταπιεσμένο ιρλανδικό λαό και σ’ ένα εχθρικό, καταπιεστικό κι ανεπιθύμητο καθεστώς, που αρνείται να αποσυρθεί απ’ την πατρίδα μας και απ’ τα χώματά μας», σημειώνει στο ημερολόγιό του ο Σαντς. Την αναγνώριση αυτού του γεγονότος επιδίωξαν από την αρχή οι φυλακισμένοι Ιρλανδοί αγωνιστές, πρώτα με τη «διαμαρτυρία της κουβέρτας», όπου, αφού τους αρνούνταν τα πολιτικά τους ρούχα, παρέμεναν γυμνοί στα κελιά τους, σκεπασμένοι μόνο με κουβέρτες. Στη συνέχεια, το 1978, έπειτα από συστηματική κακομεταχείριση, η διαμαρτυρία κλιμακώθηκε και οι φυλακισμένοι αρνούνταν πλέον να πλυθούν και να πάνε στην τουαλέτα, κάνοντας τις βασικές τους ανάγκες μέσα στο κελί.
Σε αυτήν την περίοδο ο Μπόμπυ Σαντς εγκλείεται στις φυλακές του Λονγκ Κες, έπειτα από καταδίκη 14 ετών για οπλοκατοχή. Στις 27 Οκτωβρίου 1980 οι κρατούμενοι, αντιδρώντας στην άκαμπτη στάση της βρετανικής κυβέρνησης απέναντι στα αιτήματά τους, ξεκινούν την πρώτη απεργία πείνας, που διήρκεσε 53 ημέρες και έληξε με μια φαινομενική υποχώρηση των Βρετανών. Όμως, τελικά, κανένα από τα αιτήματά τους δεν ικανοποιήθηκε.
«Βαδίζω στο θάνατο όχι μόνο για να δοθεί ένα τέλος στη βαρβαρότητα των Μπλοκ Η ή για να κερδίσουμε την αναγνώριση ως πολιτικοί κρατούμενοι. Τραβάω αυτό το δρόμο…. γι’ αυτούς τους βασανισμένους και καταπιεσμένους, αυτούς που με περηφάνια μπορώ να αποκαλώ ξεσηκωμένο λαό», γράφει στο ημερολόγιό του. Το 1981 ο Μπόμπυ Σαντς είναι ήδη επικεφαλής του Προσωρινού IRA στις φυλακές. Η δεύτερη απεργία είχε στόχο να πιέσει την βρετανική κυβέρνηση της Μάργκαρετ Θάτσερ να ικανοποιήσει τα αιτήματα των πολιτικών κρατουμένων. Προκειμένου η πολιτική πίεση να αποκτήσει διάρκεια, οι αγωνιστές του IRA και του INLA ξεκινούσαν την απεργία με χρονική απόσταση ο ένας από τον άλλον.
Παράλληλα, στις 9 Απριλίου 1981 διεξάγονται αναπληρωματικές εκλογές, στις οποίες ο Μπόμπυ Σαντς, μοναδικός υποψήφιος εκ μέρους των καθολικών, εκλέγεται βουλευτής με 30.493 ψήφους (51,2%). Η ανυποχώρητη στάση της «σιδηράς κυρίας» και της κυβέρνησής της, που αρνούνται να ανακηρύξουν τον Σαντς μέλος του Κοινοβουλίου και να τον απελευθερώσουν, έχει ως αποτέλεσμα τη σκλήρυνση του αγώνα των κρατουμένων.
«Δεν θα με διαλύσουν, δεν θα υποκύψω, γιατί ο πόθος μου για ελευθερία, όπως και η ελευθερία του ιρλανδικού λαού, είναι βαθιά μες στην καρδιά μου. Θα ξημερώσει κάποια μέρα που ολόκληρος ο ιρλανδικός λαός θα φανερώσει αυτόν τον πόθο για ελευθερία. Και τότε θα δούμε τη σελήνη ν’ ανατέλλει», γράφει ο Σαντς στις 17 Μαρτίου, στην τελευταία καταγραφή στο ημερολόγιό του. Στις 1.15 π.μ. της 5ης Μαΐου αφήνει την τελευταία του πνοή… Μέχρι τον Αύγουστο θα τον ακολουθήσουν στο θάνατο άλλοι εννέα συγκρατούμενοί του. Τον Μπόμπυ Σαντς που με το θάνατό του έγινε σύμβολο του αγώνα του ιρλανδικού λαού για ελευθερία και ανεξαρτησία, συνόδεψαν στην τελευταία του κατοικία 100.000 άνθρωποι, σε μία από τις μεγαλύτερες συγκεντρώσεις στην Β. Ιρλανδία.
Η επανέκδοση του Ημερολογίου του, και μάλιστα από έναν εκδοτικό οίκο της Λευκωσίας, που το είχε κυκλοφορήσει στα ελληνικά ήδη από το 1986, έρχεται να υπενθυμίσει αυτήν την επέτειο των αγώνων του ιρλανδικού λαού ενάντια στην βρετανική αποικιοκρατία. Έρχεται, όμως, επίσης να υπογραμμίσει τις ομοιότητες (αλλά και τις διαφορές) του με τον αντίστοιχο αγώνα των Ελλήνων της Κύπρου ενάντια στον ίδιο αντίπαλο, ένα γόνιμο πεδίο συγκριτικής έρευνας για τους μελετητές των μετα-αποικιακών σπουδών, που μέχρι στιγμής παραμένει απολύτως ανεκμετάλλευτο. Μακάρι, το ολιγοσέλιδο αυτό βιβλιαράκι να λειτουργήσει σαν ερέθισμα για όσους θα ήθελαν να ακολουθήσουν αυτό το αχαρτογράφητο μονοπάτι… (Την κεντρική διάθεση των βιβλίων των εκδόσεων Αιγαίον στην Αθήνα έχει το Εναλλακτικό Βιβλιοπωλείο, Θεμιστοκλέους 37).
Στρατής Αρτεμισιώτης
Σχόλια