Με αφορμή τον θάνατο του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, του πιο ιδεολογικού υποστηρικτή του γερμανικού εξτρεμισμού σχετικά με την επιβολή των πολιτικών συνεχούς δημοσιονομικής πειθαρχίας (που λαμβάνει τη μορφή λιτότητας) (1), μπορούμε, για μια ακόμη φορά, να επισημάνουμε τους λόγους που επιλέχθηκε αυτή η προσέγγιση για να «υποστηριχθεί» η ευρωπαϊκή οικοδόμηση. Απλά ο εξής ένας: Να υποδουλωθεί η Ένωση στη Γερμανία.
ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ πολλών ευρημάτων αυτής της στρατηγικής επιλέγουμε να θυμηθούμε ένα ίσως λιγότερο αναλυμένο, αλλά όχι λιγότερο ανησυχητικό: τις σκέψεις αφιερωμένες στην Ευρώπη πολλών ταχυτήτων, της οποίας ο ίδιος ο Σόιμπλε ήταν ιδιαίτερα ένθερμος θαυμαστής. Ωστόσο, όχι για να ικανοποιηθούν οι ανάγκες των ασθενέστερων χωρών από την άποψη των παραμέτρων του Μάαστριχτ, αλλά αντίθετα για να τις εξαναγκάσουν να συμμορφωθούν με τη δημοσιονομική πειθαρχία που επιβάλλουν αυτές οι παράμετροι και έτσι να ικανοποιηθούν τα γερμανικά συμφέροντα.
Αυτό μπορεί να συναχθεί από ένα έγγραφο που συντάχθηκε μαζί με τον Καρλ Λάμερς το 1994, τρία χρόνια πριν από τη Συνθήκη του Άμστερνταμ και κατά τη διάρκεια του εξαμήνου της ευρωπαϊκής προεδρίας της Γερμανίας, όταν ο Σόιμπλε ήταν πρόεδρος της Χριστιανοδημοκρατικής Ομάδας στο Κοινοβούλιο του Βερολίνου (2).
Ο προσδιορισμός των γερμανικών συμφερόντων τίθεται από την αρχή του εγγράφου, το οποίο εστιάζει στην ιδιαίτερα λεπτή γεωπολιτική θέση της Γερμανίας δεδομένου ότι η χώρα βρίσκεται στο σημείο όπου το δυτικό και το ανατολικό τμήμα της ηπείρου συναντώνται και συχνά συγκρούονται. Για πολύ καιρό, θυμούνται οι Σόιμπλε και Λάμερς, υπήρχε η επιθυμία να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα που συνδέονται με αυτή τη θέση διεκδικώντας την ηγεμονία στον ευρωπαϊκό χώρο, αλλά όλες οι απόπειρες με αυτή την έννοια απέτυχαν παταγωδώς, με πιο πρόσφατη αυτή που είχε επιφέρει «τη στρατιωτική και πολιτική καταστροφή του 1945».
Η προσεκτική μελέτη της ιστορίας, για τους δύο Γερμανούς πολιτικούς, δείχνει κάτι πολύ σημαντικό για τον τρόπο που θα πρέπει να ασκείται η ευρωπαϊκή πολιτική εκ μέρους της Γερμανίας: Ότι οι δυνάμεις της δεν επαρκούν για να αναγνωριστεί ως ηγεμονική δύναμη, και ότι επομένως «η ασφάλεια μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω μιας ουσιαστικής τροποποίησης του συστήματος των Ευρωπαϊκών Κρατών» (3).
Ωστόσο, αυτό το σχήμα θα μπορούσε να μπει σε κρίση, προσθέτουν οι Λάμερς και Σόιμπλε, λόγω της διάλυσης του σοβιετικού μπλοκ ή του γεγονότος που, παραδόξως, επέτρεψε την επανένωση της Γερμανίας. Από τη σκοπιά άλλων ευρωπαϊκών χωρών, αυτό το γεγονός προκάλεσε τον φόβο ότι η Γερμανία καλλιεργούσε νέους ηγεμονικούς στόχους (4), και ότι η Ευρώπη ήταν επομένως εκτεθειμένη στον κίνδυνο συγκρούσεων παρόμοιων με αυτές του 20ού αιώνα. Ακριβώς για αυτόν τον λόγο, όπως γνωρίζουμε, οι Γερμανοί παρακινήθηκαν να αποδεχθούν το ενιαίο νόμισμα (5), το οποίο θεωρείται απαραίτητο και επαρκώς ικανό για να αποτραπεί η επανάληψη των πιο σκοτεινών στιγμών στην ιστορία του 20ού αιώνα. Οι ανησυχίες της Γερμανίας είναι προφανώς διαφορετικές, και συνδέονται με τον κίνδυνο μιας νέας αστάθειας στην περιοχή όπου συναντώνται η Δυτική και η Ανατολική Ευρώπη. Για να αποφευχθεί αυτή η εξέλιξη, ο Σόιμπλε και ο Λάμερς υποδεικνύουν μια καλά καθορισμένη διαδρομή: είναι απαραίτητο να επιτευχθεί «η ένταξη των γειτόνων της Κεντρικής Ευρώπης στο μεταπολεμικό δυτικό σύστημα».
Η εναλλακτική φαίνεται ότι ήταν μια κατάσταση όχι πολύ διαφορετική από αυτή που οραματίζονται όσοι φοβούνται την επιστροφή μιας Γερμανίας που θέτει πάλι ηγεμονικούς στόχους, όπως στο παρελθόν. Οι Γερμανοί θα μπορούσαν στην πραγματικότητα να μπουν στον πειρασμό να φροντίσουν για τη δική τους ασφάλεια, δημιουργώντας έτσι σενάρια που θεωρούνται ιδιαίτερα απειλητικά ή χειρότερα και υποδηλώνουν το πιο σκοτεινό μέρος της ιστορίας του 20ού αιώνα. Σύμφωνα με τα λόγια των Σόιμπλε και Λάμερς: «Χωρίς παρόμοια εξέλιξη της δυτικοευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, η Γερμανία θα μπορούσε να παρακινηθεί να επιτύχει τη σταθεροποίηση της Ανατολικής Ευρώπης μόνη της και με τον παραδοσιακό τρόπο, ή σε κάθε περίπτωση θα μπορούσε να μπει στον πειρασμό να το πράξει για να ικανοποιήσει ανάγκες που σχετίζονται με την ασφάλειά της. Αυτό, ωστόσο, θα απαιτούσε εξωφρενικές δυνάμεις σε σύγκριση με αυτές που διαθέτει, και ταυτόχρονα θα οδηγούσε σε διάβρωση της ισχύος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πόσο μάλλον που παντού είναι ζωντανή η ανάμνηση του γεγονότος ότι, ιστορικά, η γερμανική πολιτική προς την Ανατολή συμφωνήθηκε θεμελιωδώς με τη Ρωσία, σε βάρος των χωρών που βρέθηκαν στη μέση» (6).
ΩΣΤΟΣΟ, ΕΑΝ η επέκταση της ευρωπαϊκής οικοδόμησης προς τα ανατολικά θεωρούνταν ευνοϊκή, ήταν επειδή θα συνοδευόταν από μεταρρυθμίσεις που αποσκοπούσαν στην ενίσχυση αυτής της οικοδόμησης. Δηλαδή, έπρεπε «να εξοπλιστεί» με τέτοιο τρόπο ώστε να γίνει το κοινό σπίτι των πολλών χωρών που θα αποκτούσαν σύντομα το καθεστώς μέλους. Η Αυστρία, η Φινλανδία και η Σουηδία θα ενταχθούν το 1995. Η Κύπρος, η Εσθονία, η Λετονία, η Λιθουανία, η Μάλτα, η Πολωνία, η Τσεχία, η Σλοβακία, η Σλοβενία και η Ουγγαρία το 2004, η Βουλγαρία και η Ρουμανία το 2007, ενώ η Κροατία εντάχθηκε το 2013.
Εν ολίγοις, ήταν απαραίτητο να μετατραπεί η «κοινή» κατοικία σε μια στέρεη δομή πρώτα απ’ όλα από θεσμική άποψη, ικανή να τείνει προς μεγαλύτερη ολοκλήρωση, και κυρίως να πραγματοποιηθεί με σχετικά διαφοροποιημένο τρόπο. Ωστόσο, δεν υπήρχε καμία επιθυμία να τροφοδοτηθεί ο πλουραλισμός των απόψεων για την ευρωπαϊκή οικοδόμηση. Το μόνο που ενδιέφερε το CDU ήταν να αποφευχθεί, ακόμη και εάν γινόταν δεκτός ένας ορισμένος βαθμός «ελαστικότητας και ευελιξίας», ότι αυτός στη συνέχεια δεν θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να επιβραδυνθεί ή χειρότερα να αποτραπεί το ορθοφιλελεύθερο μεταρρυθμιστικό έργο που ελάμβανε χώρα στις ανατολικές χώρες υπό την καθοδήγηση της Γερμανίας. Ταυτόχρονα έπρεπε να αποτραπεί το να καταλήξει η υπάρχουσα περιορισμένη έστω ελαστικότητα να υποστηρίζει τις όποιες ενστάσεις των χωρών του Νότου.
Πιο συγκεκριμένα, ήταν απαραίτητο να επισημοποιηθεί η ύπαρξη «μιας σταθερής ομάδας χωρών προσανατολισμένων στην ολοκλήρωση και πρόθυμων για συνεργασία». Μια ήδη υπάρχουσα ομάδα χωρών, η οποίο ζητούσε μόνο να «ενισχυθεί», που αποτελείται από τις χώρες: Βέλγιο, Λουξεμβούργο και Ολλανδία, καλείται σε ολοένα και στενότερη συνεργασία με τον γαλλογερμανικό άξονα. Αυτές ήταν οι χώρες που σέβονταν περισσότερο τις παραμέτρους του Μάαστριχτ, οι οποίες μπορούσαν επομένως να προβλέψουν την έναρξη της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης και, επομένως, να καταπολεμήσουν καλύτερα τις φυγόκεντρες δυνάμεις που ασκούσαν η νότια και η ανατολική περιφέρεια. Όλα αυτά εξουδετερώνοντας μια ορισμένη γαλλική τάση να υποστηρίζει τις επικρατούσες τάσεις σε άλλες χώρες του Νότου, οι οποίες αντίθετα έπρεπε να στραφούν προς τους στόχους της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης: να τους δοθεί χρόνος να προσαρμοστούν, αλλά σε καμία περίπτωση να μην δοθεί η δυνατότητα απόκλισης από τον στόχο, αφού ειδικότερα «η νομισματική ένωση αποτελεί τον συμπαγή πυρήνα της πολιτικής ένωσης». Ακριβώς: «Ο συμπαγής πυρήνας έχει το καθήκον να εναντιωθεί στις φυγόκεντρες δυνάμεις, που λειτουργούν σε μια ολοένα μεγαλύτερη Ένωση, με ισχυρό κέντρο, και με αυτό να αποτρέπει το χάσμα μεταξύ μιας νοτιοανατολικής ομάδας μάλλον ευαίσθητης στον προστατευτισμό, υπό μια ορισμένη έννοια της οποίας ηγείται η Γαλλία, και μια βορειοδυτική ομάδα δεσμευμένη στο ελεύθερο παγκόσμιο εμπόριο, κάπως κατευθυνόμενη από τη Γερμανία. Για τον σκοπό αυτό, οι χώρες του συμπαγούς πυρήνα δεν πρέπει μόνο να συμμετέχουν σε όλους τους τομείς της ευρωπαϊκής πολιτικής παρέμβασης, κάτι που είναι προφανές. Πρέπει επίσης να αναπτύξουν περαιτέρω κοινές δράσεις σε κοινοτικό επίπεδο για να προωθήσουν την Ένωση. Το Βέλγιο, το Λουξεμβούργο και η Ολλανδία θα πρέπει επομένως να συμπεριληφθούν στη γαλλογερμανική συνεργασία, ιδίως καθώς οι Κάτω Χώρες έχουν αναθεωρήσει τον σκεπτικισμό τους ως προς την απαραίτητη προωθητική λειτουργία αυτών των δύο χωρών. Η συνεργασία μεταξύ των κεντρικών χωρών θα πρέπει να επεκταθεί κυρίως στους νέους πολιτικούς τομείς που προστέθηκαν στη Συνθήκη της Ρώμης με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ» (7).
Σημειώστε την κεντρική θέση που προσλαμβάνει η αναφορά στις παραμέτρους του Μάαστριχτ στις αξιολογήσεις των Λάμερς και Σόιμπλε, και συνεπώς στον προσδιορισμό των στόχων για τη δράση του ευρωπαϊκού κέντρου, που κλήθηκε να επιδιώξει η νότια και ανατολική περιφέρεια, αν και με πιο εκτεταμένα χρονοδιαγράμματα. Ξεκινώντας από τη συμμόρφωση με αυτές τις παραμέτρους, το ευρωπαϊκό κέντρο θα έπρεπε να είχε «συμφωνήσει σε μια νομισματική, δημοσιονομική, οικονομική και κοινωνική πολιτική με πιο δεσμευτικό τρόπο από πριν», και στη συνέχεια να την παρουσιάσει στην ευρωπαϊκή περιφέρεια ως αδιαμφισβήτητο στόχο. Κατά τα άλλα, «η ίδρυση της κεντρικής ομάδας δεν είναι ένας στόχος από μόνος του», αλλά μάλλον ένα εργαλείο μέσω του οποίου θα παρακινηθούν οι εχθρικές προς τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές χώρες να τις υιοθετήσουν μόλις υπάρξει «η προθυμία τους να δεσμευτούν με την έννοια που περιγράφεται» (8).
Εάν ισχύουν τα παραπάνω, δύσκολα θα μπορούσε κανείς να αρνηθεί, όπως έκαναν οι δύο Γερμανοί πολιτικοί, ότι η συγκεκριμένη πορεία δεν αντικατοπτρίζει την πρόθεση να υποταχθεί η ευρωπαϊκή οικοδόμηση στους ηγεμονικούς στόχους της Γερμανίας.
Φυσικά, το Βερολίνο δεν είχε καμία πρόθεση να καταφύγει σε στρατούς, όπως είχε κάνει στο παρελθόν, όπως σημείωναν (προκαλούσαν;) οι Λάμερς και Σόιμπλε. Και όμως οι μεταβλητές που προκάλεσε η τελευταία πορεία αντανακλούσαν μια ακριβή ιεραρχία: αυτή που είδε τη Γερμανία στην κορυφή, την κινητήρια δύναμη του γαλλογερμανικού άξονα, το υπομόχλιο γύρω από το οποίο θα κινητοποιηθούν οι χώρες που σέβονται περισσότερο τις παραμέτρους του Μάαστριχτ ως σημείο αναφοράς για τις χώρες της νότιας και της ανατολικής περιφέρειας.
Υποσημειώσεις:
1) Το βασικό λάθος της γερμανικής πολιτικής της λιτότητας δεν έγκειται μόνο στο ότι ορίζει μονομερώς και εθνικά το ευρωπαϊκό γενικό καλό αλλά, κυρίως, στην υπεροψία να ορίζει το εθνικό συμφέρον των άλλων ευρωπαϊκών δημοκρατιών. Ulrich Beck, «Από τον Μακιαβέλλι στη Μερκιαβέλλι», Εκδόσεις Πατάκη, 2012, σ. 110.
2) «Überlegungen zur europäischen Politik. Vorschläge für eine Reform der Europäischen Union» (1. settembre 1994), www.kas.de/c/document_library/get_file?uuid=5a11d9f3-da65-432c-72e7-b321ed3a4bb7&groupId=252038.
3) Όπως παραπάνω.
4) «Ο Κολ θα έπαιρνε μια γεύση του κλίματος στη συνάντηση κορυφής της Ευρωπαϊκής Κοινότητας τον Δεκέμβριο του 1989 στο Στρασβούργο. Ποτέ στο παρελθόν, έγραψε αργότερα στη βιογραφία του, δεν είχε βιώσει μια τόσο τεταμένη και εχθρική ατμόσφαιρα. Η Θάτσερ είχε ήδη δηλώσει σταθερά αντίθετη στην επανένωση της Γερμανίας. Ο Αντρεότι προειδοποιούσε για έναν νέο παγγερμανισμό, ενώ ο Μιτεράν δήλωνε ότι η Ευρώπη δεν ήταν έτοιμη για μια τέτοια εξέλιξη. Μια συνέντευξη του Γιτσάκ Σαμίρ, που εξέφραζε τους φόβους ότι η ενωμένη Γερμανία μπορεί να διαπράξει τις φρικαλεότητες του παρελθόντος, είχε βαρύνει ιδιαίτερα την ατμόσφαιρα. Σ’ αυτό το κλίμα η Θάτσερ, με τη σύμφωνη γνώμη των υπολοίπων, ζήτησε από τον Κολ τη δέσμευση της Βόννης για την αναγνώριση και τον σεβασμό των υφιστάμενων συνόρων. Ο Κολ το αρνήθηκε. Ο πρώτος γύρος είχε μόλις χαθεί». Κ. Μελάς, «Η Γερμανική εξωτερική πολιτική: Από τον Μπίσμαρκ στη Μέρκελ», Ανέκδοτη Εργασία 2016.
5) Η πραγματικότητα είναι ότι αποδέχθηκαν οι Γερμανοί κάτι που δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ο σωσίας της γερμανικής Bundesbank. Δες: Bernard Connolly, «Η σάπια καρδιά της Ευρώπης», Εκδόσεις ΑΑ. Λιβάνη 1997.
6) «Überlegungen zur europäischen Politik. Vorschläge für eine Reform der Europäischen Union», όπως παραπάνω.
7) Όπως παραπάνω.
8) Όπως παραπάνω.